Χιροσίμα αγάπη μου της M. Duras: μια λογοτεχνική προσέγγιση

Συντάκτης: Ιωάννα Φούσκη

Σε μια ανοικοδομημένη πια Χιροσίμα, δώδεκα χρόνια μετά την έκρηξη της ατομικής βόμβας, μια τυχαία και παθιασμένη συνάντηση δύο ανώνυμων χαρακτήρων –ενός Ιάπωνα αρχιτέκτονα και μιας Γαλλίδας ηθοποιού που γυρίζει μια ταινία για την ειρήνη– τείνει να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του κινηματογραφικού εγχειρήματος του A. Resnais.

Αδυναμία εξιστόρησης του τραύματος

Μια εφήμερη, μοιχική, αδύνατη ιστορία αγάπης, θα φωτίσει το αδύνατο της αφήγησης του μεταπολεμικού τραύματος. Όπως αναφέρει η ίδια η Μ. Duras: «το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μιλήσουμε για την αδυναμία να μιλήσουμε για τη ΧΙΡΟΣΙΜΑ». Η καταστροφή της Χιροσίμα, όπως επισημαίνει ο Jorges Semprun, δεν είναι μόνο ασύλληπτη και ανείπωτη, αλλά πάνω από όλα «αβίωτη».

Διαβάστε επίσης: Πόλεμος και πόλεμος, του László Krasznahorkai

Το ενδεχόμενο αναγέννησης

Σε αυτήν την αδυναμία βασίζεται η περιπέτεια των δύο χαρακτήρων, απομακρυσμένων από κάθε έννοια (γεωγραφικά, φυλετικά, οικονομικά, ιστορικά) και τοποθετημένων σε μια Χιροσίμα που αποτελεί το μοναδικό κοινό τους έδαφος. Η συλλογική ιστορία εγγράφεται στην ατομική. Από την αδυναμία εξιστόρησης του τραύματος της Χιροσίμα προκύπτει η δυνατότητα της Γαλλίδας να αφηγηθεί για πρώτη φορά το προσωπικό της τραύμα, ένα τραύμα μακρινό στο χρόνο, θαμμένο στη λήθη, που αναπόφευκτα όμως ξαναεμφανίζεται. Η συνάντηση με τον Ιάπωνα στη Χιροσίμα επιτρέπει στην πρωταγωνίστρια να θυμηθεί τα νιάτα της στη Νεβέρ, να παρουσιάσει το τραγικό παρελθόν της, την πρώτη της αγάπη κατά τη διάρκεια της Κατοχής, με έναν Γερμανό στρατιώτη – μια ένοχη, απαγορευμένη αγάπη, αδύνατη για την οποία τιμωρήθηκε αυστηρά. Η αναγέννηση της πόλης της Χιροσίμα από τις στάχτες της μετά την πυρηνική καταστροφή συμπίπτει με την αναγέννηση της μνήμης της νεαρής Γαλλίδας, η οποία μετά από δεκατέσσερα χρόνια λήθης και τον τραγικό χαμό του εραστή της, ανακαλύπτει ξανά «τη γεύση μιας αδύνατης αγάπης». Μολονότι κανένας τους δεν βίωσε άμεσα τη φρίκη της πυρηνικής καταστροφής στις 6 Αυγούστου 1945, εκείνη φαίνεται να έχει εμποτίσει την ψυχή τους τόσο βαθιά που μολύνει κάθε χειρονομία, κάθε σκέψη, κάθε λέξη. Οι φωνές των δύο πρωταγωνιστών μοιάζουν μακρινές, στερημένες από κάθε ίχνος οικειότητας, παραπέμπουν στη Χιροσίμα, μιλούν για εκρήξεις, για τραύματα

xirosima_agapi_mou

Στον απρόσωπο μονόλογο της Γαλλίδας, που ισχυρίζεται ότι έχει δει τα πάντα στη Χιροσίμα –το νοσοκομείο, το μουσείο μνήμης, τα πάνελ, τις μαρτυρίες του βομβαρδισμού, τις φωτογραφίες, τις ανακατασκευές, τις ταινίες, τα σκίτσα, τα καμένα δέρματα και μαλλιά των επιζώντων– κι ότι έχει θρηνήσει για τη μοίρα της πόλης, αντιπαραβάλλεται η φωνή του Ιάπωνα που, με εξίσου ψυχρό και σίγουρο τρόπο, αρνείται επανειλημμένα ότι θα μπορούσε να έχει δει ή να γνωρίζει οτιδήποτε για τη Χιροσίμα. Ως εκ τούτου, η φαινομενικά παράδοξη σχέση μεταξύ του όλου και του τίποτα μπορεί να ερμηνευτεί σε ένα πρώτο επίπεδο υπό το πρίσμα του ιστορικού τραύματος. Οι δύο ισχυρισμοί δεν μοιάζουν τόσο αντιφατικοί αν θεωρήσουμε ότι το να βλέπεις τα πάντα στη Χιροσίμα σημαίνει να βλέπεις το τίποτα που άφησε πίσω της η καταστροφή» (ΗΜΑ 21)

Νεβέρ και Χιροσίμα: πλήρης ταύτιση;

H Γαλλίδα μπορεί να πει ότι έχει δει τα πάντα στη Χιροσίμα επειδή έχει δει τα πάντα στη Νεβέρ δημιουργώντας έτσι μια αντιστοιχία μεταξύ του προσωπικού και του συλλογικού τραύματος, μεταξύ της Νεβέρ και της Χιροσίμα ∙ Επαναλαμβάνοντας το «σαν εσένα», παραλληλίζει επίσης τη δική της εμπειρία με εκείνη του Ιάπωνα –επιζώντες και οι δυο, εκείνη στη Νεβέρ, εκείνος στη Χιροσίμα– σημειώνοντας ότι και οι δύο τραγωδίες χαρακτηρίζονται εξίσου και παραδόξως από τη σύγκρουση μεταξύ της ανάγκης θύμησης και της μοιραίας λήθης.

xirosima_agapi_mou

Από ψυχαναλυτική σκοπιά, στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας συγκεντρώνονται τα τέσσερα γνωρίσματα του φροϋδικού αγώνα: ο χρόνος, ο ψυχικός πόνος, η μνήμη και η λήθη. Ειδικότερα, σε έναν ορισμένο χρόνο κατά τον οποίο η πραγματικότητα αποκτά το πλήρες νόημά της, η πρωταγωνίστρια μέσα από έναν ψυχικό πόνο που προκαλείται από τη συνάντηση του νέου υποκειμένου, εδώ του Ιάπωνα, και του κενού που αφήνει το χαμένο αντικείμενο, εδώ ο Γερμανός εραστής, και την ανάπτυξη της μνήμης, οδηγείται στη λήθη. Η ταύτιση μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, μεταξύ του Νεβέρ και της Χιροσίμα, μεταξύ των ταυτοτήτων του Γερμανού στρατιώτη και του Ιάπωνα, φτάνει σε τέτοιο σημείο τελειότητας που οι δύο πρωταγωνιστές συνειδητοποιούν ότι ακόμη και ο έρωτάς τους προορίζεται μόνο για τη λήθη—ή μάλλον, τη μνήμη της λήθης. Για να πραγματοποιηθεί το έργο του πένθους, η αγάπη της Χιροσίμα πρέπει απαραίτητα να λησμονηθεί, όπως εκείνη της Νεβέρ.

Συντάκτης: Ιωάννα Φούσκη,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.