Βούρλα-Τρούμπα, του Βασίλη Πισιμίση
Κάθε μεγάλο λιμάνι έχει και την κακόφημη περιοχή του όπου ασκείται το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου. Για πολλές δεκαετίες, στον Πειραιά, η περιοχή αυτή ήταν τα Βούρλα, στη Δραπετσώνα, που ύστερα από διαμαρτυρίες των περιοίκων, μεταφέρθηκε στην Τρούμπα.
Η ζωή στην Τρούμπα καλύπτεται από ένα μυστήριο που ανέκαθεν εξάπτει και σκανδαλίζει την φαντασία των καθωσπρέπει ανθρώπων. Την περιέργειά τους ικανοποιεί η τέχνη. Καταρχήν ο κινηματογράφος με την εμβληματική ταινία Ποτέ τη Κυριακή που γυρίστηκε το 1960 και έκανε παγκοσμίως διάσημη τη Μελίνα Μερκούρη.
Το 1963, ακολούθησαν Τα Κόκκινα φανάρια με Καρέζη- Φούντα, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο, τη σύγχρονη εκδοχή του οποίου είδαμε πέρυσι ανεβασμένη στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά με τίτλο Παράνομα φιλιά – Κόκκινα φανάρια και πρωταγωνιστή τον Αιμίλιο Χειλάκη.
Την ίδια χρονιά έχουμε και Το κάθαρμα με την Μάρω Κοντού στον ρόλο τραγουδίστριας καμπαρέ της Τρούμπας και τον Φούντα στον ρόλο προαγωγού.
Ένα χρόνο αργότερα είχαμε την Λόλα πάλι με την Καρέζη.
Το 1967 βγήκαν άλλες δύο ταινίες με το ίδιο θέμα: Η Τρούμπα 1967 με την Μαίρη Χρονοπούλου και η κλασική πλέον κωμωδία Καλώς ήλθε το δολάριο με τον Γιώργο Κωνσταντίνου, βασισμένη στο θεατρικό έργο Ο 6ος αμερικανικός στόλος του Αλέκου Σακελάριου.
Για το θέμα αυτό έχουν γραφτεί και αρκετά βιβλία όπως Η Τρούμπα της Σπεράντζας Βρανά (εκδόσεις Τερζόγλου), η οποία όπως εξομολογείται στον πρόλογο δεν είχε καμία σχέση με το ζήτημα· ασχολήθηκε όμως μαζί του και άρχισε την έρευνα ύστερα από πιέσεις φίλων της λόγω των σχετικών ρόλων που είχε ενσαρκώσει στον κινηματογράφο. Εκτεταμένη σχετική μνεία κάνει και το Εκ Πειραιώς του Διονύση Χαριτόπουλου, (εκδόσεις Τόπος, 2012).
Για την Τρούμπα έχει μιλήσει και ο πατήρ Φιλόθεος Φάρος, νομικός, θεολόγος, ψυχοθεραπευτής και γνωστός συγγραφέας με μεγάλο κοινωνικό έργο, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην περιοχή.
Στο θέμα έχω συνεισφέρει και εγώ, όντας Πειραιώτης, με το διήγημά μου Η πρώτη φορά, που απέσπασε το Α΄ βραβείο της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά, στον διαγωνισμό διηγήματος 2005. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να το διαβάσει στην ιστοσελίδα μου στον τομέα “Συγγραφικό έργο” και “3 βραβευμένα διηγήματα”.
Η θεματογραφία εμπλουτίστηκε με το βιβλίο Βούρλα-Τρούμπα και υπότιτλο Μια περιήγηση στον χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά (1840-1968), από τις εκδόσεις Τσαμαντάκη, 2010, που ευρίσκεται στην Γ’ έκδοση.
Ο συγγραφέας του Βασίλης Πισιμίσης είναι μελετητής της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά με πλούσια πολιτισμική και συλλεκτική δράση. Είναι δημιουργός του Ιστορικού, Λαογραφικού Αρχείου Κερατσινίου και πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλεκτικού Συλλόγου Κερατσινίου. Το 2003 εκδόθηκε το βιβλίο του Το ρολόι του Πειραιά – Το παλιό Δημαρχείο (εκδόσεις Συλλογές).
Για τη συγγραφή του βιβλίου του ο Πισιμίσης στηρίχθηκε στην πλούσια βιβλιογραφία που παραθέτει στο τέλος (37 λήμματα), σε προσωπικές συνεντεύξεις με ηλικιωμένους που κατέθεσαν τις προσωπικές τους μαρτυρίες αλλά και σε δικές του εμπειρίες.
Το αποτέλεσμα είναι μια εμπεριστατωμένη μελέτη που διαβάζεται σχεδόν απνευστί και καλύπτει ένα μεγάλο εύρος του θέματος. Παρελαύνουν κάθε είδους πρόσωπα της εποχής, περιστατικά, γεγονότα και καταστάσεις. Ο συγγραφέας δεν αρκείται να τα παραθέτει μα γλαφυρότητα αλλά τα σχολιάζει εύστοχα από κοινωνικής σκοπιάς.
Ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου (36 από τις 201 σελίδες του βιβλίου) αφιερώνονται στην απόδραση πολιτικών κρατουμένων από τις φυλακές των Βούρλων. Το τμήμα αυτό, που δεν είναι μόνο ένα ιστορικό ντοκουμέντο αλλά διαβάζεται και σαν μυθιστόρημα αγωνίας, δείχνει τι μπορούν να κατορθώσουν οι άνθρωποι όταν δουλεύουν σκληρά, ομαδικά, με πίστη, εχεμύθεια, ψυχραιμία και τόλμη.
Τελικά, η Τρούμπα έκλεισε το 1968 από τον δήμαρχο Σκυλίτση. Οι δραστηριότητές της εξακτινώθηκαν και μεταφέρθηκαν σε διάφορα στέκια της Αθήνας. Τα παλιά κτήρια, το ένα μετά το άλλο γκρεμιστήκαν. Στη θέση τους υψώθηκαν σύγχρονα που στέγασαν τις ναυτιλιακές εταιρείες που αναπτύχτηκαν ραγδαία εκείνη την εποχή και τις ναυτιλιακές τράπεζες.
Μολονότι η όψη της Τρούμπας άλλαξε ριζικά, υπάρχουν ακόμη ερημωμένα κτήρια που σαπίζουν, περιμένοντας υπομονετικά την μπουλντόζα και θυμίζουν μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί.