Τζακ Κέρουακ – Ο τυχοδιώκτης της Αμερικάνικης Λογοτεχνίας
Η γενιά των Μπιτ. Μια γενιά αμερικανών λογοτεχνών, ποιητών και πεζογράφων, η οποία δημιούργησε στις δεκαετίες του ‘50-‘60 ένα ρεύμα, που ήρθε σαν γιγαντιαίο τσουνάμι να παρασύρει τη μουσική, τον κινηματογράφο, τη νεολαία και γενικότερα την κοινωνία στις επόμενες δεκαετίες.
Η αγία τριάδα των Μπιτ δημιουργών, οι Μπάροουζ/Κέρουακ/Γκίνσμπεργκ, είχε την καλλιτεχνική της κορύφωση στα τέλη της δεκαετίας του ‘50. Ουσιαστικά, η γενιά των Μπιτ ήταν μια παρέα νέων ανθρώπων, η οποία επέλεξε να ζήσει στο περιθώριο, μακριά από το κοινωνικό μοντέλο που είχε επικρατήσει μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος είχε φέρει την Αμερική στην ηγεμονική θέση της υπερδύναμης.
Με την οικονομία των ευρωπαϊκών κρατών διαλυμένη, τη Γερμανία αποδυναμωμένη, την ηττημένη Ιαπωνία αποστρατικοποιημένη, οι Η.Π.Α. αναδύθηκαν στην απόλυτη κυρίαρχο του Δυτικού κόσμου. Αυτή η θέση της χώρας δημιουργεί το αίσθημα του πλουτισμού και ο υπερκαταναλωτισμός κάνει την εμφάνισή του. Καλοπληρωμένες δουλειές, πράγματα που γεμίζουν ασφυκτικά μεγάλα σπίτια, το αμερικάνικο όνειρο, στην καλύτερη εφαρμογή του.
Αυτή η κατάσταση της αμερικανικής κοινωνίας οδηγεί αυτούς τους ανθρώπους να ζήσουν ελεύθεροι, βουτηγμένοι σε καταχρήσεις, με μια πρωτόγνωρη σεξουαλική ελευθεριότητα για τη δεκαετία του ‘50. Η ομάδα, η παρέα του Μπιτ – γιατί δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από μια παρέα 8-10 ανθρώπων – νιώθοντας να ασφυκτιά μέσα στο καλούπι του «εργάζομαι – παντρεύομαι – κάνω παιδιά – καταναλώνω» αποδρά. Περιφέρεται σε όλη την Αμερική, χωρίς κάποιο σταθερό σπίτι, πολλές φορές με οτοστόπ, καταναλώνει άφθονο αλκοόλ και ναρκωτικές ουσίες, κάνει ελεύθερο περιστασιακό έρωτα, συναναστρέφεται τις κατατρεγμένες από το ρατσισμό κοινωνικές ομάδες των μαύρων και των ομοφυλόφιλων και καταλήγει να κάνει το απόσταγμα αυτών των εμπειριών λογοτεχνία.
Ο μεγάλος πρίγκιπας της γενιάς των Μπιτ είναι ο Τζακ Κέρουακ. Αυτός σε μια συνέντευξη που έδωσε, ονόμασε τη γενιά του, γενιά του Μπιτ. Αυτή η ονομασία έχει δύο έννοιες, από τη μια είναι μια γενιά νικημένη και από την άλλη μια γενιά άγρυπνη. Ο Κέρουακ, αυτό ακριβώς ήταν, ένας άγρυπνος νέος, ο οποίος διέσχισε όλη την Αμερική με αμάξι, έπινε υπερβολικά πολύ, είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες και τρεις γάμους και στο τέλος, κατέληξε ηττημένος. Με τη συγγραφική του φλόγα σχεδόν σβησμένη, βουτηγμένος στον αλκοολισμό, και με ένα συμβιβαστικό γάμο με μια Ελληνοαμερικάνα, την οποία είχε στα τελευταία χρόνια της ζωής του περισσότερο σαν νοσοκόμα γι’ αυτόν και την άρρωστη μητέρα του.
Γράφοντας με πάθος και με έναν ρυθμό καταιγιστικό μετέφερε όλα τα βιώματα και τις εμπειρίες του στο χαρτί. Με τα έργα του κατάφερε να φτιάξει το χάρτη και να οριοθετήσει, να βάλει τα θεμέλια και να συντάξει τις θεμελιώδεις αρχές του λογοτεχνικού ρεύματος, στο οποίο υπήρξε κύριος εκπρόσωπος της γενιάς του Μπιτ. Ειδικότερα, το μυθιστόρημά του «Στο δρόμο», κατάφερε να γίνει ένα έργο-σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς και να κάνει το συγγραφέα του αθάνατο.
Πολλοί αμφισβήτησαν και συνεχίζουν να αμφισβητούν τη λογοτεχνική αξία του Κέρουακ. Επαναλαμβανόμενες εικόνες, φτωχό λεξιλόγιο και περιγραφές, τρυφηλή ζωή, λογοτεχνία του περιθωρίου. Αυτά όμως είναι και τα κύρια χαρακτηριστικά της γενιάς του. Πάθος για ζωή και απολαύσεις. Καταιγιστικοί ρυθμοί γραφής, αυθόρμητη καταγραφή των εικόνων που έπλαθε στη φαντασία του. Ο Κέρουακ και οι φίλοι του, κατάφεραν να φέρουν τους περιθωριοποιημένους στο προσκήνιο. Κατάφερε μέσα από το έργο και τη ζωή του να προετοιμάσει τις συνθήκες, για να ξεπηδήσουν οι μεγάλοι δημιουργοί της ροκ σκηνής. Δημιουργοί, όπως ο Μόρισον, εμπνεύστηκαν από το έργο του Κέρουακ και δημιούργησαν την ανατρεπτική ροκ μουσική της δεκαετίας του 60.
Ο Κέρουακ πέθανε σχετικά νέος, εξαιτίας του χρόνιου αλκοολισμού, από κύρωση του ήπατος στα 47 του χρόνια. Αυτό που άφησε πίσω του, είναι ο ρυθμός. με τον οποίο έζησε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ο Κέρουακ μέσα σε μια φράση από την εισαγωγή του καλύτερου του βιβλίου «Στο δρόμο», μας δίνει το απόσταγμα της φιλοσοφίας και του τρόπου που έζησε:
«Οι μόνοι που αξίζουν για ‘μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν, να σωθούν, που ποθούν τα πάντα την ίδια στιγμή, αυτοί που ποτέ δε χασμουριούνται ή δεν λένε κοινότοπα πράγματα, αλλά που καίγονται, καίγονται, καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά.»