Το τέλος της μικρής μας πόλης

Συντάκτης: Ανδριάνα Τσιάτσου, Φιλόλογος-Ιστορικός

«Πάντα αγαπούσα την Ιστορία», συνήθιζε να λέει. «Αυτή ήταν ο ένας μου δάσκαλος. Ο άλλος ήταν η λύπη». Δ. Χατζής

Γεννημένος στα Ιωάννινα, το 1913, ο συγγραφέας στρατεύθηκε από νωρίς στο Κομμουνιστικό κόμμα, έλαβε μέρος στον Εμφύλιο και κατόπιν έζησε πολιτικός εξόριστος στην Ουγγαρία, την Ανατολική Γερμανία και τη Ρουμανία, σχεδόν τριάντα χρόνια, μέχρι τον επαναπατρισμό του το 1974. Η βίαιη καταστολή της ουγγρικής εξέγερσης του 1956, επέφερε μια έντονη συνειδησιακή μεταβολή πάνω του, ωθώντας τον σε αμφισβήτηση του σταλινικού δόγματος και του ίδιου του τού δογματισμού, εμφανούς στην πρώιμη λογοτεχνική παραγωγή του. Τούτη η μεταλλαγή πέραν των προσωπικών απογοητεύσεων του συγγραφέα είναι και η προσωπική του αντιμετώπιση στο ζήτημα της προσαρμογής μη κομμουνιστικών πολιτισμικών στοιχείων στις ανάγκες μιας εξελισσόμενης κοινωνίας.

Ο Δημήτρης Χατζής ως συγγραφέας είναι δεμένος με το ψυχογράφημα και τηνν ηθογραφία. Επηρεασμένος από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό χρησιμοποίησε και στο παρόν έργο ρεαλιστική γραφή, χωρίς να γίνεται λαογράφος μήτε ρομαντικός αλλά πλήρως διεισδυτικός στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του δίνοντας τη «ζεστασιά της ανθρώπινης σχέσης τους».

Το τέλος της μικρής μας πόλης πρωτοεκδόθηκε στη Ρουμανία το 1953 από τον εκδοτικό οίκο «Νέα Ελλάδα». Περιείχε μόλις πέντε διηγήματα. Δυο ακόμα διηγήματα, «Ο τάφος» και «Ο ντετέκτιβ», προστέθηκαν αργότερα. Η συλλογή διηγημάτων του Χατζή έχει ενιαίο θεματικό άξονα που τους επιτρέπει να διαβάζονται ως ένα έργο. Μέσα από αυτό παρουσιάζεται ένας κόσμος που φθίνει και σιγά σιγά χάνεται, αφού μεταβάλλονται οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που τον αποτελούν.

Οι ήρωες των διηγημάτων συγκρούονται με τις παλιές αξίες και υποχρεώνονται να αλλάξουν τον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα. Στην πραγματικότητα, είναι ο χαρακτήρας της επαρχιακής πόλης των Ιωαννίνων που αλλοτριώνεται και πασχίζει να εκσυγχρονιστεί. Είναι το τέλος της μικρής κοινότητας και η αρχή της ανωνυμίας, γεμάτη ανθρώπους που δε χωρούν πουθενά.

Με γλώσσα φυσική και άμεση, χωρίς να καταφεύγει στην εσωστρέφεια, ισορροπώντας αντιθετικά στοιχεία στη γραφή του, ορθολογιστής και παραμυθάς συνάμα, ο Χατζής υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες πεζογράφους που αμφισβήτησε ανοιχτά την ανάγκη για πρόοδο, εστιάζοντας την προσοχή του στις αγωνίες όσων ζούσαν στο λυκόφως της κοινωνίας.

Πέντε ιστορίες, πέντε μονάχα, κι όμως ένας ολόκληρος κόσμος. Ο Χατζής μιλάει για την ταπείνωση του Σιούλα του ταμπάκου, για το δράμα του Σαμπεθάι Καμπιλή, για την προδοσία της θείας Αγγελικής, για τη διαθήκη του καθηγητή. Μιλάει επίσης και για το τέλος της Μαργαρίτας Περδικάρη.

Με σιγουριά πρόκειται για μία από τις εντυπωσιακότερες συλλογές διηγημάτων που έχω διαβάσει – και συμπεριλαμβάνω εδώ την ξένη και την ελληνική πεζογραφία. «Το τέλος της μικρής μας πόλης» του Δημήτρη Χατζή αποτελείται από επτά διηγήματα που δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιο είναι καλύτερο από το άλλο. 

Η ιστορική περίοδος κατά την οποία εκτυλίσσονται οι ιστορίες, από τον Μεσοπόλεμο ως και την Αντίσταση, είναι από μόνη της μια συγκινησιακά φορτισμένη εποχή. Τα πάντα άλλαξαν ραγδαία μέσα σε λίγες δεκαετίες, ένας πόλεμος πρωτοφανής ως προς την έκταση και την αγριότητα του- ο Δεύτερος- συντάραξε όλη την Ευρώπη. Ενώ παράλληλα στην Ελλάδα οι παλιές κοινωνικές δομές κατέρρεαν, άλλες αξίες εμφανίζονταν από αυτές που είχαν θρέψει το Ελληνικό κράτος στον κοντά έναν αιώνα, τότε, της ύπαρξής του. 

Οι ήρωές του παλεύουν να βρουν μια θέση σε αυτόν τον κόσμο που πεθαίνει, σε αυτόν που αναγεννάται, αντιμετωπίζουν κοσμοϊστορικές αλλαγές, που έρχονται ύπουλα, σχεδόν μαυλιστικά, που οι περισσότεροι δεν τις αντιλαμβάνονται κι όμως συμβαίνουν.

Ο Σιούλας ο ταμπάκος, γεννημένος σε μια κλειστή κάστα ανθρώπων που παντρευόταν μεταξύ της, συναλλασσόταν μεταξύ της και ευημερούσε, ζει την παρακμή του επαγγέλματος που αφήνει τους ομότεχνους του να πεινούν. Και τελικά ανοίγει τον δρόμο, με πίκρα και φόρτο φυσικά, για αυτό που πρέπει να γίνει.

«Ο Σαμπεθάι Καμπιλής», που κρατά την εβραϊκή γειτονιά στα δυο του χέρια, που αρνείται το διαφορετικό αν και το έθρεψε στον κόρφο του, θα τους οδηγήσει στον όλεθρο.

«Η θεία μας η Αγγελική» που όλους τους βλέπει ίσους, πλούσιους και φτωχούς, θα μάθει μια και καλή κάποια πράγματα. 

Στη «Διαθήκη του καθηγητή», ένας ήσυχος φιλόλογος θα κατορθώσει με το θάνατό του, να ολοκληρώσει όλα όσα έλεγε στα παιδιά μια ολόκληρη ζωή.

Στη «Μαργαρίτα Περδικάρη», ο θάνατός της, είναι η νίκη της ζωής πάνω στη σήψη και το θάνατο της κοινωνίας που τη γέννησε και η οποία συνειδητά την πρόδωσε. Το βιολογικό της τέλος σηματοδοτεί την αρχή του νέου κόσμου που θ’ αντικαταστήσει τον κόσμο του παρελθόντος.

Οι ήρωες του Χατζή είναι καθημερινοί άνθρωποι, με δεδομένες ζωές. Η γραφή έχει μια οικειότητα και μια αποστασιοποίηση μαζί, σα να πατά και να μην πατά σε γνωστούς χαρακτήρες, να είναι εδώ αλλά ταυτόχρονα να είναι κι αλλού. Η γλώσσα που μπορεί να ξενίσει στην αρχή έχει πλαστικότητα, έναν μυστικό ρυθμό που είναι σχεδόν υπνωτιστικός.

Μιλάμε για ένα ολοκληρωμένο έργο, μια τοιχογραφία χαρακτήρων και εποχής που πολύ δύσκολα μπορεί να αποτιμηθεί. 

Ξέρω πάντως πως κλείνοντας το βιβλίο είχα αυτή τη γλυκιά μελαγχολία που συνοδεύει την εποικοδομητική ανάγνωση, μια αίσθηση πληρότητας που σε απομονώνει από τον υπόλοιπο κόσμο και σε συντροφεύει για το υπόλοιπο της μέρας. Το βιλβίο το γνώρισα μέσα από ένα απόσπασμα των κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Γυμνασίου ως μαθήτρια και έπειτα το αναζήτησα για να το διαβάσω ως ολοκληρωμένο έργο. 

«Το τέλος της μικρής μας πόλης» Δημήτρης Χατζής, εκδ. Ροδακιό, 1999, σελ. 211

Συντάκτης: Ανδριάνα Τσιάτσου, Φιλόλογος-Ιστορικός

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.