Μετά τα συνεχόμενα sold out και τη μεγάλη αγάπη του κόσμου η Μαρία Ναυπλιώτου και o Μελέτης Ηλίας ξανά μαζί …
Το Romáland στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Ένα έξοχο δείγμα θεάτρου-ντοκουμέντου με υπογραφή Π.Τσινικόρη και Α. Αζά. Ο λόγος για το Romáland στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση- ένα θέατρο ντοκυμαντέρ για την πραγματική ζωή των Ρομά.
Το θέατρο-ντοκουμέντο ή θέατρο τεκμηρίωσης
Το θέατρο ντοκουμέντο ή θέατρο της τεκμηρίωσης αποτελεί μια από τις υποκατηγορίες του Θεάτρου του Πραγματικού, μιας νέας θεατρικής τάσης η οποία από τις αρχές του 21ου αιώνα μέχρι και σήμερα έχει αναχθεί σε φαινόμενο ιδιάζουσας σημασίας για το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι.
Σε αντίθεση με το κλασικό θέατρο και τις αναπαραστάσεις του, το Θέατρο του Πραγματικού και οι διάφορες υποκατηγορίες του διαλέγονται άμεσα με το παρόν, στηλιτεύουν την επικαιρότητα επιχειρώντας να φωτίσουν σκοτεινές πλευρές της κοινωνίας, ενώ επικεντρώνονται περαιτέρω σε ζητήματα ταυτότητας αλλά και σε αναζητήσεις τοπικής και εθνικής εμβέλειας.
Ιστορικά, το είδος του θεάτρου-ντοκουμέντου ακολουθεί μια ιδιαίτερη πορεία υιοθετώντας στοιχεία από τις πρώιμες μορφές «παράστασης», που εμφανίστηκαν μετά την Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία ως προπαγανδιστικά όργανα του σοβιετικού κράτους και του Κομμουνιστικού κόμματος. Από την «Ομιλούσα Εφημερίδα» και το θέατρο agit prop, το θέατρο-ντοκιμαντέρ αναζωπυρώνεται και μετεξελίσσεται σε αυστηρά πολιτικοποιημένη μορφή θεατρικής έκφρασης τη δεκαετία του 1920 από τον Πισκατόρ και τον Μπρέχτ, ενώ η άνθηση και η θεωρητική καθιέρωσή του επέρχεται επίσημα τη δεκαετία του ‘60 με τη θεατρική παραγωγή «Ανάκριση» (1965) και τη δημοσίευση του «Δεκατέσσερις Αρχές για ένα Θέατρο Ντοκουμέντο» (1967) από τον Πέτερ Βάις.
Δια μέσου της εισαγωγής νέων μεθόδων θεατρικής έκφρασης –μη επαγγελματίες ηθοποιοί, χρήση οθόνης και άλλων τεχνολογικών μέσων – το είδος του θεάτρου ντοκουμέντου αποσκοπεί στην ανανέωση της σχέσης θεάτρου και πραγματικότητας, τέχνης και ζωής, μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης.
Στην Ελλάδα, με την υπογραφή των σκηνοθετών Πρόδρομου Τσινικόρη και Ανέστη Αζά παρουσιάζονται εξαιρετικά και εξόχως αντιπροσωπευτικά δείγματα του αποκαλούμενου θεάτρου τεκμηρίωσης. Δεν θα πρέπει να παραληφθεί ότι η συνεργασία και των δυο με τους Rimini Protokoll στην παράσταση «Prometheus in Athens» το 2011 απεδείχθη καθοριστική αφού αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και κατεύθυνσης προς το συγκεκριμένο ανανεωτικό είδος θεάτρου.
Επτά χρόνια μετά την «Καθαρή Πόλη» το 2016 με πρωταγωνίστριες πέντε πραγματικές μετανάστριες καθαρίστριες από διαφορετικές χώρες, το νεανικό αυτό δίδυμο επιστρέφει με ένα νέο τολμηρό θεατρικό εγχείρημα που ακούει στο όνομα « Romáland: Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και δεν ήταν» και αφορά τον κόσμο των Ρομά Ελλήνων.
Romáland και επιτόπια έρευνα
Οι δυο σκηνοθέτες, προσηλωμένοι στις αρχές του θεάτρου ντοκουμέντου και στην αναγκαία επιταγή τεκμηρίωσης που αυτό κληροδοτεί, διεξήγαν πολύμηνη έρευνα για τις συνθήκες ζωής της φυλετικής ομάδας των Ρομά στην Ελλάδα ∙ Από το Ζεφύρι και τον Ασπρόπυργο (σε καταυλισμούς) μέχρι τη Θεσσαλονίκη (επίσκεψη στη δομή κοινωνικής ένταξης παιδιών Ρομά του «Φάρου του Κόσμου» στον Δενδροπόταμο), τη Λάρισα και τις Σέρρες. Την έρευνα και την ενασχόλησή τους με το συγκεκριμένο θέμα πυροδότησαν δυο τραγικά γεγονότα, οι βάναυσες εν ψυχρώ δολοφονίες δυο εφήβων ρομά, του Κώστα Φραγκούλη και Νίκου Σαμπάνη, από αστυνομικούς.
Μέσω της επιτόπιας έρευνας που διεξήγαν, μέσα από πολλές συνεντεύξεις και συνομιλίες με πολίτες Ρομά, ήρθαν αντιμέτωποι με μια επαναλαμβανόμενη ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, άγνωστη σε μπαλαμούς, μια πραγματικότητα που υποκρύπτεται πίσω από το γνωστό επιχείρημα περί παραβατικότητας των Ρομά, επιχείρημα που ανάγει την παραβατική συμπεριφορά σε θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητάς τους. Πρόκειται άραγε για δράση-αντίδραση η βία και ο ρατσισμός που βιώνει η συγκεκριμένη φυλετική ομάδα; Ποια στοιχεία απαρτίζουν την ταυτότητά της και ποια η ευθύνη του κράτους στην εξέλιξη ή στασιμότητά της;
Επιτέλεση
Πέντε πρωταγωνιστές, πέντε Ρομά Έλληνες βρίσκονται επί σκηνής, συνομιλούν, αφηγούνται, μοιράζονται τις ιστορίες της ζωής τους και τους κοινωνικούς αποκλεισμούς που βιώνουν καθημερινά σε μια χώρα που τους αγνοεί, τους παραμερίζει, τους περιθωριοποιεί. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι οι Ρομά λογίζονταν ως ανιθαγενείς μέχρι και την εν τύποις πολιτογράφησή τους το 1979, ενώ ακόμη και σήμερα αντιμετωπίζονται ως περιθωριακές μορφές, βιώνοντας καταστάσεις εγκλεισμού κατοικώντας είτε σε καταυλισμούς είτε σε γκετοποιημένες περιοχές.
Η επιλογή εξ ολοκλήρου ρομά συντελεστών επιτυγχάνει στο μεγαλύτερο μέρος τον απώτερο στόχο της θεατρικής σύλληψης των Τσινικόρη και Αζά αφού με αυτόν τον τρόπο ο θεατής καταφέρνει –έστω και για λίγο– να εισχωρήσει στο εσωτερικό μιας κλειστής κοινωνίας ρομά, να παρακολουθήσει και έμμεσα να γίνει κοινωνός της, ακούγοντας συζητήσεις, ενδόμυχες σκέψεις και συναισθήματα των ρομά για τους μπαλαμούς, εκφρασμένα σε ρομανές. Στόχος των σκηνοθετών αποτελεί άλλωστε η σύγκρουση «με μια κατασκευασμένη πραγματικότητα» και η συμπλήρωσή της με άλλες άγνωστες στο ευρύ κοινό, αφηγήσεις, «φιλοδοξώντας με τις παρεμβάσεις ενάντια στην αδικία και στους αποκλεισμούς να δημιουργήσουν ένα νέο αφήγημα.»
Ως εκ τούτου, δια μέσου των μαρτυριών των πέντε πρωταγωνιστών, Αβραάμ Γκουτζελούδη, Γιώργου Βιλανάκη, Μέλπως Σαΐνη, Αγγελικής Ευαγγελοπούλου και Θεοδοσίας Γεωργοπούλου, επιτυγχάνεται η εκ νέου σύνθεση του Άλλου, εκείνου του Ξένου, του διαφορετικού που εν τέλει δεν βρίσκεται και τόσο μακριά από εμάς τους άφθαρτους, τα παιδιά της Δύσης.
Σκηνογραφία
Οι σκηνογραφικές επιλογές, εκ πρώτης όψεως στερεοτυπικές, μετουσιώνονται σε χωρικά σύμβολα προσδίδοντας πολυδιάστατο χαρακτήρα στη νοηματοδότηση της παράστασης. Η ξύλινη κατασκευή που παραπέμπει στη γνωστή τσιγγάνικη παράγκα, τοποθετημένη στη δεξιά πλευρά της σκηνής, σηματοδοτεί χωρικά και θεατρικά το πρώτο επίπεδο της παράστασης. Εκεί λαμβάνουν χώρα οι επι σκηνής και φαινομενικά αυθόρμητες συνεντεύξεις με τον πιο έμπειρο θεατρικά Αβραάμ Γκουτζελούδη σε θέση σκηνοθέτη-δημοσιογράφου.
Στην αριστερή πλευρά της σκηνής τοποθετείται ένας καναπές, ο οποίος μας μεταφέρει στο εσωτερικό του σπιτιού, στα ενδότερα μιας παρέας ρομά, με τον θεατή να λαμβάνει ρόλο παράνομου παρατηρητή. Τέλος, στο κέντρο της σκηνής, οι «ηθοποιοί» καθισμένοι σε καρέκλες και βράχια, συνομιλούν μεταξύ τους, με συνείδηση ότι αποτελούν κύρια μέρη της παράστασης κι ότι απευθύνονται σε κοινό μπαλαμών.
Ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν
Το Romáland προσφέρει απλόχερα τροφή για σκέψη, για εσωτερική ενδοσκόπηση της κοινωνικής ιστορίας της Ελλάδας του περασμένου αιώνα. Μέσω των αφηγήσεων της ζωής των πέντε ρομά πρωταγωνιστών, καθίσταται δυνατός ο εντοπισμός αρκετών σημείων σύγκλισης με το πρόσφατο παρελθόν της Ελλάδας, εκείνο της δεκαετίας του ’60. Οι ισχυρά επικρατούσες πατριαρχικές κοινωνικές δομές, η σταθερά υποβιβασμένη θέση της γυναίκας και ο ρόλος της ως αναπαραγωγική μηχανή, το προξενιό και η πολυτεκνία παρά τις συνθήκες φτώχειας, με μια σύντομη ιστορική αναδρομή δεν φαντάζουν τόσο μακρινά για εμάς τους Έλληνες.
Μέσω του θεατρικού αυτού εγχειρήματος, οι σκηνοθέτες επιχειρούν και επιτυγχάνουν αφενός να δημιουργήσουν ερωτήματα και αμφιβολίες με στόχο την αναθεώρηση της κριτικής που ασκείται στους Ρομά και αφετέρου να προβάλλουν μια ιστορικό-κοινωνική «συγγένεια» η οποία παρουσιάζεται πλέον ξεθωριασμένη εξαιτίας της αδυναμίας της φυλετικής αυτής ομάδας να ακολουθήσει και να συμμορφωθεί με τις δυτικές εξελίξεις, αδυναμία που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην κρατική διαχείριση και στους περιορισμούς που αυτή επιβάλλει. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία του Αβραάμ Γκουτζελούδη, από την Ανθή Σερρών, ο οποίος μονάχα μέσω της ανώτατης εκπαίδευσης που έλαβε κατόρθωσε να αποκτήσει κοινωνικό κύρος, γιατί ακριβώς κατόρθωσε να εισχωρήσει σε αυτή τη ροή εξελίξεων που άλλοι συμπατριώτες του δεν μπόρεσαν παραμένοντας προσκολλημένοι στα έθιμα και στις επιταγές των γονέων τους.
Τέλος, είναι ιδιαίτερα σημαντική η οπτική των σκηνοθετών οι οποίοι τοποθετούν στο κέντρο των θεατρικών δημιουργιών τους, τον Άνθρωπο, μακριά από φυλετικές, θρησκευτικές και άλλες διακρίσεις.
Χωρίς καμία πρόθεση εξιδανίκευσης και με δεδομένη την παραδοχή της παραβατικής συμπεριφοράς μιας μερίδας των Ρομά, επιχειρούν να εξηγήσουν, να αναδείξουν τα αίτια και τις κρατικές ευθύνες αλλά και να θυμίσουν, ανασύρουν αισθήματα ανθρωπιάς που φαίνεται να φθίνουν τα τελευταία χρόνια με την παρείσφρηση και σταδιακή εδραίωση μιας ακροδεξιάς ρητορικής.