Το παλτό

Συντάκτης: Νίκος Κομπολάκης

Το παλτόΣε αυτό το βιβλίο παρακολουθούμε τη ζωή ενός μικροαστού δημοσίου υπαλλήλου στο Ρωσικό κράτος στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Ακάκιος Ακακίεβιτς είναι αντιγραφέας σε μια δημόσια υπηρεσία. Περνά τη ζωή του ήσυχα ανάμεσα στο μικρό του γραφείο και σε ένα δωμάτιο που νοικιάζει σε μια ασήμαντη γειτονιά της Αγίας Πετρούπολης. Οι συνάδελφοι του δεν τον έχουν σε υπόληψη. Είναι βολεμένος σε μια ανιαρή ζωή, όταν αναπάντεχα πρέπει να κάνει μια μεγάλη αλλαγή. Το παλτό του – που το χρησιμοποιεί από τη νεότητα του – έχει λιώσει από τη χρήση. Αποφασίζει να το αλλάξει και να ράψει ένα νέο. Μετά από οικονομίες μηνών τα καταφέρνει και αποκτά το νέο του παλτό. Δεν το χαίρεται όμως για πολύ, γιατί του το κλέβουν. Μην μπορώντας να βρει το δίκιο του και τη χαμένη του περιουσία, καταλήγει συντετριμμένος και άρρωστος στη μικρή του καμαρούλα, ώσπου στο τέλος πεθαίνει. Στο τέλος της ιστορίας βρίσκουμε την ψυχή του να περιπλανιέται στους άδειους δρόμους της Πετρούπολης και να αναζητά το παλτό και τη χαμένη του αξιοπρέπεια.

Το διήγημα περιγράφει με ωμό ρεαλισμό τη δομή της Ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα. Σε αυτήν την κοινωνία δεν μπορούν να χωρέσουν άνθρωποι ευάλωτοι κι ευαίσθητοι. Ο Ακάκιος είναι μοναχικός, χωρίς εξάρσεις και αποστειρωμένος από διασκεδάσεις και καταχρήσεις. Είναι συμβιβασμένος με τη ζωή που κάνει και έχει βρει μια ιδιότυπη ευτυχία στα υπηρεσιακά κείμενα που αντιγράφει. Ο κοινωνικός του περίγυρος βουτηγμένος σε μια ζωή γεμάτη επίδειξη και μεγαλομανία, τον απομονώνει, τον προσβάλει και τον κοροϊδεύει. Το νέο του παλτό είναι η αφορμή να τον φέρουν σε ένα πάρτι για να τον κάνουν μέρος της απογευματινής τους διασκέδασης. Όταν επιστρέφοντας από το πάρτι χάνει το νέο του παλτό, που με τόσες θυσίες και τόση προσμονή είχε καταφέρει να ράψει, συνθλίβεται η εσωτερική του ηρεμία.

Το παλτό αντιπροσώπευε την ταυτότητά του από κάποια στιγμή και έπειτα. Χάνοντάς το, έχασε την εσωτερική του ισορροπία και έπαψε να είναι ευτυχισμένος στη μίζερη ζωή του. Η ίδια κοινωνία που τον έκανε με τη συμπεριφορά της απόμακρο και μοναχικό, η ίδια τον οδηγεί αλαφιασμένο και σε παραληρηματική κατάσταση να γυρίζει στο σπίτι του με το πουκάμισό του μέσα στο χιονιά. Η μοιραία κατάληξή του, ενόχλησε για λίγο τον περίγυρο του, αλλά μετά η θέση του στην υπηρεσία καλύφθηκε από κάποιον άλλο και η ζωή συνεχίστηκε σαν να μην υπήρξε ποτέ ο Ακάκιος.

Ο συγγραφέας κάνει στο τέλος ένα τρικ πολύ έξυπνο. Αφήνει την ψυχή του Ακάκιου ελεύθερη – σε μια βαθιά θρησκευόμενη κοινωνία – να αναζητεί το χαμένο του παλτό. Η ίδια κοινωνία που τον χλεύαζε πριν, τώρα τρέχει να σωθεί από τους στοιχειωμένους δρόμους της πόλης. Η σεμνότητα και η ιδιαιτερότητα βρίσκουν τη θέση τους στην κοινωνία· σε μια κοινωνία φοβική και σκληρή, που οδηγεί την αθωότητα, την ευαισθησία και την απλότητα να γίνουν φαντάσματα που θα τη στοιχειώνουν πάντα και θα της θυμίζουν πόσο διεφθαρμένη και κενή είναι.

Ο Γκόγκολ θεωρείται, και όχι άδικα, ο πατριάρχης της ρεαλιστικής λογοτεχνικής αφήγησης. Τα έργα του δημιούργησαν και γαλούχησαν μεταγενέστερους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς, όπως τον Ντοστογιέφσκι. Επίσης, βλέπουμε επιρροές του έργου του και σε συγγραφείς από άλλες χώρες και άλλες ηπείρους. Ο Φιτζέραλντ και ο Μάρκες είναι δύο τρανταχτά παραδείγματα που έχουν εντάξει το έργο τους στις εκάστοτε κοινωνίες που έζησαν, όπως έκανε και ο Γκόγκολ στην εποχή του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι με αυτό το διήγημα «βλέπει» στο μέλλον της τέχνης του· δημιουργεί από την αρχή την αφηγηματική λογοτεχνία.

Συντάκτης: Νίκος Κομπολάκης,

Influence:

Από πολύ μικρή ηλικία, καταπιανόμουν με τη συγγραφή και τη μανιώδη ανάγνωση. Το διάβασμα είναι ένας μόνιμος σύντροφος από τα παιδικά μου χρόνια…