Το παλιό μπακάλικο (Β΄ μέρος)

Συντάκτης: Άρης Γαβριηλίδης, Συγγραφέας, Εικαστικός

Στο παλιό μπακάλικο ο καθένας εύρισκε ό,τι χρειαζόταν: Η θεοσεβούμενη θυμιατήρια, καρβουνάκια, λιβάνια, φιτιλάκια, κεριά και λαμπάδες. Ο μαθητής μολύβια, γομολάστιχες, στυλό και τετράδια. Η μοδίστρα καρφίτσες, βελόνες, παραμάνες, κόπιτσες, ξύλινες κουβαρίστρες και χάρτινα μασουράκια…

Ας επισκεφτούμε μαζί ένα μπακάλικο παλιάς εποχής, σε μια λαϊκή συνοικία…Αν χάσατε το πρώτο μέρος του άρθρου μπορείτε να το βρείτε εδώ.

Στο παλιό μπακάλικο ο καθένας εύρισκε ό,τι χρειαζόταν: Η θεοσεβούμενη θυμιατήρια, καρβουνάκια, λιβάνια, φιτιλάκια και λούμινα για το καντήλι, κεριά και λαμπάδες. Ο μαθητής μολύβια, γομολάστιχες, στυλό και τετράδια αλλά και χόρτο καλαθοπλεκτικής και σχέδια ξυλοκοπτικής για το μάθημα της χειροτεχνίας. Η μοδίστρα καρφίτσες (μπηγμένες σε κίτρινο γλασέ χαρτί), βελόνες, παραμάνες, κόπιτσες, ξύλινες κουβαρίστρες και χάρτινα μασουράκια.

Σε κοφίνια οι πατάτες, τα ξερά κρεμμύδια και τα σκόρδα. Για φρέσκα ζαρζαβατικά έπρεπε να πας στον μανάβη.

Στα ράφια οι κονσέρβες: κορν μπηφ, σαρδέλες (Lucas), πυραμιδωτές στοίβες με συμπυκνωμένο γάλα Νουνού και Βλάχας, σκέτο ή σακχαρούχο που το περιχύναμε στο ψωμί για κολατσιό. Σε χάρτινα κουτιά το βούτυρο Κερκύρας με την αγελάδα, το κορν φλάουρ και «ανθός ορύζης Γιώτης», όπως διαφημιζόταν στο ραδιόφωνο.

Σε άλλα ράφι τα τραπουλόχαρτα, που μαζί με το οινόπνευμα και τα σπίρτα, ανήκαν στο κρατικό μονοπώλιο για να εξοφλούνται από τα έσοδά του παλιά κρατικά δάνεια. Πινέζες σε μικρά κουτάκια, βερνίκια Κάμελ για τα παπούτσια και βούρτσες. Τα μπουκαλάκια με τα αυτογυάλιστα κυκλοφόρησαν μετά το 1970. Μην ζητήσεις χαρτοπετσέτες, χαρτομάντηλα και χαρτί κουζίνας, θα σε περάσουν για τρελό.

Κάποια από τα συσκευασμένα ή εμφιαλωμένα προϊόντα έγραφαν με υπερηφάνεια στην ετικέτα: «Προμηθευταί της Βασιλικής Αυλής»!

Τι να πρωτοθυμηθείς από τα μύρια πράγματα («κωδικούς» τα λένε σήμερα) που πουλούσε ένα μπακάλικο; Βαφή αυγών σε σκόνη για το Πάσχα. Σήτες για κοσκίνισμα του αλευριού (χύμα στο τσουβάλι εισχωρούσαν διάφορα ξένα σώματα). Χάρτινες διακοσμητικές ταινίες με σχέδια σε απαλά χρώματα που στόλιζαν τις πιατοθήκες και τα ράφια. Βρήκα τις προάλλες σε παλαιοπωλείο ένα μάτσο από δαύτες και τις αγόρασα, γιατί μου θύμισαν τα παιδικά μου χρόνια.

Στη φτώχεια που έδερνε τον κόσμο τότε, το μπακάλικο εκτελούσε κοινωνικό έργο. Κάτω από την ταμπέλα «Τηλέφωνον διά το κοινόν» βρισκόταν η μαύρη τηλεφωνική συσκευή της Ζήμενς. Εξυπηρετούσε τον κόσμο σε μια εποχή που ελάχιστα σπίτια διέθεταν τηλέφωνο και η αίτηση στον ΟΤΕ σήμαινε πέντε χρόνια αναμονή!!! Οι πελάτες δέχονταν εκεί τα επείγοντα τηλεφωνήματά τους. Έτρεχε τότε ο παραγιός και φώναζε από την γωνιά: «κυρά Μαρίαααα, τηλέφωνοοοοο!» και όλη η γειτονιά μάθαινε έγκαιρα και έγκυρα ότι κάποιος ζητούσε την κυρά Μαρία στο τηλέφωνο.

Το ακόμη πιο σημαντικό κοινωνικό έργο του μπακάλη ήταν ο βερεσές που παρείχε σε όσους αντιμετώπιζαν οικονομικό πρόβλημα. Κατέγραφε το χρέος στο μεγάλο βιβλίο του και ενημέρωνε το μικρό βιβλιαράκι που κρατούσε ο πελάτης, το γνωστό «μπακαλοτέφτερο».

Στο βασίλειο του χύμα, βασίλισσα ήταν η ζυγαριά με τα δύο μπρούτζινα τάσια. Όλα περνούσαν από πάνω της, ζυγίζονταν και κοστολογούνταν. Άγνωστο το κιλό, κυριαρχούσε η οκά, για την οποία μιλάμε διεξοδικά στο κεφάλαιο 54 με τίτλο «Τα έχει τετρακόσια».

Ο μπακάλης διέθετε τουλάχιστον ένα βοηθό, τον «μπακαλόγατο», με διάσημο εκπρόσωπο τον Ζήκο-Χατζηχρήστο. Υπάλληλοι και αφεντικά φορούσαν μπεζ ή μπλε μπλούζα πάνω από τα ρούχα τους για να μην τα λερώνουν. Τέτοια φορούσε και ο Ντίνος Ηλιόπουλος στην ταινία του 1954 «Θανασάκης ο πολιτευόμενος».

Το παλιό μπακάλικο (Β΄ μέρος)

Η μεγαλύτερη κίνηση στα μπακάλικα γινόταν το Σαββατόβραδο. Στην εβδομάδα των έξι εργασίμων ημερών, οι εργατοϋπάλληλοι το Σάββατο πληρώνονταν το βδομαδιάτικο και έτρεχαν για τα ψώνια τους. Κάποια μπακάλικα, χωμένα σε γειτονιές, έδιναν κρυφά και Κυριακή πρωί, για να εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους.

Όσα μπακάλικα διέθεταν υπόγειο έβαζαν μεγάλα βαρέλια για κρασί ρετσίνα, την βασίλισσα των οίνων. Κάθε Σεπτέμβρη άνοιγαν τα άδεια βαρέλια στο δρόμο και ο μπακαλόγατος χωνόταν μέσα. Με ειδικό εργαλείο έξυνε την επιφάνεια και την έπλενε με το λάστιχο του νερού. Ύστερα ερχόταν ο βαρελάς και ξανάσφιγγε τα σιδερένια στεφάνια, βάζοντας ανάμεσά τους ειδικό χόρτο για στεγανοποίηση. Ξανά στο υπόγειο, έτοιμα να δεχτούν τον μούστο της νέας σοδειάς, που ερχόταν με βυτία από τα Μεσόγεια.

Η κατανάλωση γινόταν σε μια γωνιά του μαγαζιού με λίγα τραπεζάκια που το καλοκαίρι έβγαιναν στο πεζοδρόμιο. Μεζές στη λαδόκολλα από τα έτοιμα του μπακάλικου: τυράκι, σαλαμάκι, ελίτσες, καμιά κονσέρβα. Βλέπεις, οι λάτρεις της ρετσίνας δεν είχαν πολλές απαιτήσεις, βολεύονταν με αυτά.

Η ρετσίνα πουλιόταν και για το σπίτι. ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΟΙΝΟΣ ΔΙΑ ΟΙΚΙΑΣ πληροφορούσε η σχετική επιγραφή. Οι πελάτες έρχονταν με το μπουκάλι τους και το γέμιζαν εκεί. Ποιο παιδί της εποχής δεν το έστειλε ο πατέρας του για κρασί από το μπακάλικο της γειτονιάς;

Όταν άνοιγαν τα νέα κρασιά κυκλοφορούσε και κοκκινέλι, από σταφύλι ροδίτη, που όμως γρήγορα σωζόταν λόγω μικρής παραγωγής. Βαρελίσιο χύμα κρασί, αρετσίνωτο ή κόκκινο δεν υπήρχε. Σήμερα τα πράγματα έχουν αντιστραφεί. Η πολυτραγουδισμένη, κεχριμπαρένια έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Τα σκήπτρα κατέχει το αρετσίνωτο.

Ο αργός θάνατος των μπακάλικων της γειτονιάς της πόλης ήλθε με την άφιξη του σούπερ μάρκετ. Ένα-ένα άρχισαν να κλείνουν, μην αντέχοντας τον μεγάλο ανταγωνισμό. Σήμερα, αν διασώζεται κάποιο, θεωρείται αξιοθέατο.

Έτσι όμως χάθηκε η προσωπική επαφή με τον μπακάλη της γειτονιάς, που σε ήξερε από μικρό, όπως και όλα τα μέλη της οικογένειάς σου. Τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ είναι ανώνυμα. Μόνος σου, σέρνεις ένα καρότσι και κατεβάζεις κουτιά από τα ράφια. Κι αν ζητήσεις βερεσέ στο ταμείο, θα φωνάξουν πάραυτα τον σεκιουριτά για να σε πετάξει έξω.

Άρης Γαβριηλίδης, συγγραφέας, εικαστικός. Απόσπασμα από το βιβλίο του «Νοσταλγώντας την δεκαετία του ’50». Διάθεση, εδώ

Συντάκτης: Άρης Γαβριηλίδης, Συγγραφέας, Εικαστικός

Influence:

Ο Άρης Γαβριηλίδης, οικονομολόγος, πρώην  διευθυντικό στέλεχος τραπεζών και επιχειρήσεων, ασχολείται ερασιτεχνικά με το γράψιμο…