Αφού μας σέρβιρε γλυκό “Κουμκουάτ” (το προηγούμενο βιβλίο της), η Πηνελόπη Κουρτζή επιστρέφει με το μυθιστόρημα που ακούει στον τίτλο …
Το παλιό μπακάλικο (Α΄ μέρος)
Ας επισκεφτούμε μαζί ένα μπακάλικο παλιάς εποχής, σε μια λαϊκή συνοικία. Στην πρόσοψη η ξύλινη επιγραφή ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟΝ, από κάτω ένας προσδιορισμός, π.χ. Η ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ και τέλος, φαρδύ-πλατύ το ονοματεπώνυμο του ιδιοκτήτη.
Πρόσθετες εξωτερικές πινακίδες έγραφαν ΕΛΑΙΑ-ΛΙΠΗ και ΕΔΩΔΙΜΑ-ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ, δηλαδή τρόφιμα (εδώδιμα) και είδη φερμένα από τις πάλαι ποτέ αποικίες: μπαχάρια, πιπέρια, τσάγια, κλπ.
Η πόρτα εισόδου ήταν είτε ξύλινη είτε με ρολά (κυματοειδής λαμαρίνα) που κάθε βράδυ ο μαγαζάτορας τα κατέβαζε θορυβωδώς με μια σιδερένια, γαντζωτή βέργα και τα ασφάλιζε με λουκέτο. Μία ωστόσο περνούσε ένας φτωχοδιάβολος με πινέλο και ένα τενεκάκι λάδι και, για λίγα κέρματα, λάδωνε τις κάθετες ράγες για να ανεβοκατεβαίνουν πιο εύκολα τα ρολά.
Μπαίνοντας, τρύπωνε στα ρουθούνια σου η χαρακτηριστική μυρωδιά του μπακάλικου. Ένα συνονθύλευμα από τις οσμές που ανέδυαν όλα μαζί τα πράγματα που πουλούσε.
Σε αντίθεση με το σήμερα, τα εμπορεύματα πωλούνταν χύμα. Έτσι ο πελάτης γλύτωνε το κόστος της συσκευασίας, που θα αύξανε την τιμή, και η οικολογία (άγνωστη τότε λέξη) την επιβάρυνση του περιβάλλοντας. Ο μπακάλης έβαζε στη χαρτοσακούλα την ποσότητα που ζητούσε ο πελάτης και την ζύγιζε. Μια και οι πλαστικές σακούλες των σημερινών σούπερ μάρκετ ήσαν άγνωστες, ο πελάτης έφερνε μαζί του το δίκτυ ή την πάνινη τσάντα για τα ψώνια, όπως και το μπουκάλι για λάδι, κρασί ή πετρέλαιο.
Στη σειρά παραταγμένα όρθια τα ειδικά μεταλλικά βαρέλια με κάνουλα στη βάση, που περιείχαν ελαιόλαδο, σπορέλαιο και φωτιστικό πετρέλαιο. Το φωτιστικό πετρέλαιο, άγνωστο σήμερα, ήταν τότε είδος πρώτης ανάγκης. Απαραίτητο για τις γκαζιέρες (τριπλή λειτουργία: μαγείρεμα, ζέσταμα νερού για μπάνιο στη σκάφη, θέρμανση), για τις φωτιστικές λάμπες (η ΔΕΗ δεν είχε φτάσει ακόμη παντού, και οι διακοπές ρεύματος ήσαν συχνές) και για…εντριβές στους πουντιασμένους. Μου άρεσε να βλέπω την αδιατάρακτη ροή του λαδιού, καθώς σχημάτιζε, θαρρείς, μια χρυσαφιά, συμπαγή βέργα, που έσπαγε με το κλείσιμο της στρόφιγγας. Πιο κει, οι νταμιτζάνες με το πράσινο οινόπνευμα και το ούζο, όλα χύμα.
Σε ράφι, οι ντάνες με τις πλάκες το πράσινο σαπούνι για πολλαπλή χρήση, τέσσερα σε ένα: σαμπουάν για το κεφάλι, αφρόλουτρο για το σώμα, μοσχοσάπουνο για τα χέρια και απορρυπαντικό για την μπουγάδα. Υποβοηθητικά της μπουγάδας ήσαν το τρινάλ, η ποτάσα (γνωστή η ατάκα του Ζήκου «δηλαδή, αν εγώ σου φέρω ποτάσα, εσύ θα την φας;») και το λουλάκι για λευκαντικό. Λίγο αργότερα ήλθε το Tide, που διαφημιζόταν στο ραδιόφωνο μέσω των «σαπουνόπερων» της εποχής («Πικρή, μικρή μου αγάπη», «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού», «Το σπίτι των ανέμων» κλπ).
Στη γωνιά, οι χόρτινες σκούπες, απλές ή με κοντάρι αφού ηλεκτρικές βλέπαμε μόνο σε Αμερικάνικες ταινίες. Δίπλα τους, όρθια τα πάνινα σακιά με τα όσπρια, που έθρεψαν γενιές Ελλήνων: φασόλια κοινά, γίγαντες και μαυρομάτικα, φακές, κουκιά, ρεβίθια, φάβα. Πιο εκεί τα σακιά με αλεύρια και ζάχαρη. Το βασικό εργαλείο του μπακάλικου, η σέσουλα, άδειαζε τα σακιά και γέμιζε τις χαρτοσακούλες για τον πελάτη.
Παραδίπλα, τα ξύλινα κουτιά με τα φύλλα του αλατισμένου μπακαλιάρου (τηγανητός με σκορδαλιά και ρετσίνα έκανε λαχταριστό γεύμα, ακόμη και σήμερα), τις καπνιστές ρέγκες (αξεσουάρ για την φασολάδα), και τα τενεκεδένια κουτιά με τις παστές σαρδέλες και την λακέρδα.
Σε χαρτοκιβώτια τα χύμα μακαρόνια με την άκρη που γύριζε σαν μπαστουνάκι, το κοφτό μακαρονάκι, το κριθαράκι και τα «μαλλιά αγγέλου» για φιδέ στους αρρώστους.
Στον τοίχο οι καρτέλες με μανταλάκια, διάφορα μπαχαρικά, ακατέργαστα κομματάκια μαστίχας Χίου (μασιόνταν με λίγο κερί), κρύσταλλοι λεμόν ντουζού (διαλυμένοι στο νερό αντικαθιστούσαν το χυμό λεμονιού), τσιμπιδάκια για τα μαλλιά, φουρκέτες.
Από την οροφή κρέμονταν με σπάγκους τα αλλαντικά: σαλάμια, μορταδέλες, λουκάνικα, παστουρμάδες και σουτζούκια. Ο παντοπώλης κατέβαζε αυτό που του έδειχνε ο πελάτης και, με ένα μεγάλο μαχαίρι, το έκοβε σε φέτες πάνω στην ξύλινη τάβλα· η σημερινή ηλεκτρική μηχανή με την περιστρεφόμενη λεπίδα περίμενε τότε τον εφευρέτη της.
Στα ράφια δίπλα στο ταμείο, τσιγάρα σε κασετίνα, σε μονή ή διπλή σειρά (Έθνος, Άρωμα, Άσσος, Καρέλια, Ιντεάλ, Ματσάγκου, Παπαστράτος κλπ), και παραδίπλα τα χύμα, όλα άφιλτρα. Από κοντά και τα σπίρτα, «Πυρεία Ελληνικού Μονοπωλίου» έγραφε το κουτάκι τους, φτιαγμένο από λεπτές φέτες ξύλου και χαρτόνι. Όταν άναβες κάποια σπίρτα κακής ποιότητας πεταγόταν η κάφτρα και σου άνοιγε τρύπες όπου σε πετύχαινε, στο παντελόνι ή στο πουκάμισο.
Να και οι τενεκέδες με ελιές, τουρσιά, ντοματοπολτέ. Οι καρτέλες με τα αυγά, κοινά και «ημέρας», που είχαν ημερομηνία με μπλε, στρογγυλή σφραγιδούλα. Στη βιτρίνα του ψυγείου οι μπύρες -μόνο Φιξ, Άλφα και Μάμμος, οι άλλες ήλθαν αργότερα-, οι δίσκοι με το φρέσκο βούτυρο και την κιτρινωπή μαργαρίνη, τα κεφάλια κασέρι και κεφαλοτύρι (η γραβιέρα σπάνια) και η φέτα σε βαρέλι και τενεκέ. Ένα κομμάτι τυρί στο ένα χέρι και μια φέτα ψωμί στο άλλο ήταν το συνηθισμένο κολατσιό που τρώγαμε παίζοντας στην αλάνα.
Πιο κάτω, οι παιδικές λιχουδιές. Σε ειδικό stand τα μεγάλα, τσίγκινα κουτιά που στέκονταν λοξά με τα χύμα μπισκότα Παπαδοπούλου: τετράγωνα (δύο, με λουκούμι στη μέση, έφτιαχναν ζηλευτό σάντουιτς), μακρόστενα (Μιράντα) και γεμιστά στρογγυλά. Παραδίπλα οι καραμέλες, τυλιγμένες καθεμία σε σελοφάν με εξαίσια χρώματα και σχέδια, οι σοκολάτες (Παυλίδου και Ίον), η κούτα με τα λουκούμια χύμα, η «Θρεψίνη», πολτοποιημένη σταφίδα, νόστιμη και δυναμωτική. Όταν ο γιος μου ήταν μικρός ανακάλυψα σε κάποιο κατάστημα ένα κουτί. Το πήρα φιλοδοξώντας πως θα τον έπειθα να την δοκιμάσει. Την σνομπάρισε. Τελικά την έφαγα όλη μόνος μου…
Άρης Γαβριηλίδης, συγγραφέας, εικαστικός. Απόσπασμα από το βιβλίο του «Νοσταλγώντας την δεκαετία του ’50». Διάθεση εδώ