Η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας, την οποία ανέπτυξε ο Leon Festinger, εντάσσεται στην ομάδα θεωριών σχετικά με την γνωστική συνέπεια. …
Το φαινόμενο της γνωστικής ασυμφωνίας
Η γνωστική δυσαρμονία ή γνωστική ασυμφωνία (Cognitive dissonance) , περιγράφει την ύπαρξη στον άνθρωπο αντικρουόμενων στάσεων, πεποιθήσεων ή συμπεριφορών.
Από την κατάσταση αυτή απορρέει ένα αίσθημα νοητικής δυσφορίας, οδηγώντας σε αλλαγή των στάσεων, των πεποιθήσεων ή των συμπεριφορών του ανθρώπου προκειμένου να μετριαστεί η δυσφορία και ν’ αποκατασταθεί η ισορροπία. Όταν, παραδείγματος χάριν, οι άνθρωποι καπνίζουν (συμπεριφορά), έχοντας γνώση ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο (στάση), τότε βρίσκονται σε κατάσταση γνωστικής δυσαρμονίας.
Πώς προέκυψε η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας
Η γνωστική δυσαρμονία μελετήθηκε αρχικά από τον Leon Festinger (1975), ως αποτέλεσμα μίας συγκεκριμένης μελέτης παρατήρησης της συμπεριφοράς ανθρώπων που ανήκαν σε ένα δόγμα που πρέσβευε ότι ένας κατακλυσμός θα αφάνιζε τον πλανήτη και από ότι παρατηρήθηκε στα μέλη του- ιδιαίτερα τα πιο πιστά, που είχαν εγκαταλείψει την οικογένεια και την εργασία τους προκειμένου ν’ αφοσιωθούν στο συγκεκριμένο δόγμα, όταν ο κατακλυσμός τελικά δεν επήλθε.
Ενώ τα περιθωριακά μέλη του δόγματος έτειναν προς την αναγνώριση της γελοιοποίησης που είχαν υποστεί, αποδίδοντας την εξήγηση στα εμπειρικά δεδομένα, τα πιο πιστά μέλη ήταν πρόθυμα να ερμηνεύσουν τις αποδείξεις εκ νέου, προκειμένου ν’ αποδείξουν το δίκιο τους (ότι δηλαδή η πίστη των μελών του δόγματος ήταν εκείνη που διέσωσε τη γη από τον αφανισμό).
Δείτε το σχετικό βίντεο που αναλύει τη θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας, μεταφρασμένο στα ελληνικά:
«Έχουμε ήδη αναλύσει (σ.σ. σε προηγούμενο βίντεο) τον τρόπο με τον οποίο οι αντιλήψεις γενικά διαμορφώνουν τις συμπεριφορές μας.
Οι άνθρωποι αγωνίζονται για τη διατήρηση της συνέπειας και της αρμονίας μεταξύ των αντιλήψεων και των συμπεριφορών τους.
Δε θα υιοθετούσατε, για παράδειγμα την αντίληψη ότι η βρώση κρέατος είναι ανήθικη και στη συνέχεια θα παραγγέλνατε ένα χάμπουργκερ, διατηρώντας θετική στάση για την κατανάλωση του χάμπουργκερ.
Παρατηρείται λοιπόν, ασυνέπεια, κάτι που δεν αρέσει στον άνθρωπο.
Το αποτέλεσμα είναι ότι αναπτύσσουμε ένα αίσθημα δυσφορίας.
Επίσης, όταν συντηρούμε τις αντιφάσεις αυτές στις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές μας, μπορεί να οδηγηθούμε σε μία κατάσταση που ονομάζεται γνωστική ασυνέπεια.
Ως εκ τούτου, γνωστική ασυνέπεια είναι η αισθανόμενη δυσφορία λόγω της υιοθέτησης δύο ή περισσότερων αντικρουόμενων αντιλήψεων, πεποιθήσεων, ακόμη και της συμπεριφοράς μας.
Ο λόγος της προσαρμογής ή της αλλαγής των γνωστικών δεδομένων αυτών είναι ένα είδος προστατευτικού ή αμυντικού μηχανισμού, προκειμένου να μετριαστεί η δυσφορία που προκύπτει μέσα από τις αντιφάσεις.
Ας δούμε λοιπόν τη γνωστική δυσαρμονία μέσα από τα μάτια ενός καπνιστή.
Αν υποθέσουμε ότι είμαστε καπνιστές, παραδεχόμαστε ότι καπνίζουμε. Την ίδια στιγμή ωστόσο, πιστεύουμε και αντιλαμβανόμαστε ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο.
Ως αποτέλεσμα, η συμπεριφορά είναι το κάπνισμα.
Εντούτοις, η αντίληψη είναι ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο. Γίνεται λοιπόν φανερή η αντίφαση στο σημείο αυτό; Υπάρχει μία ασυνέπεια. Αυτή είναι λοιπόν η ασυμφωνία, αν υπάρχουν αντιφάσεις.
Ο άνθρωπος όμως δε συμπαθεί τις αντιφάσεις. Προτιμά την ισορροπία και την αρμονία, κάθε τι το θετικό. Όταν λοιπόν προκύπτουν οι αντιφάσεις αυτές, μπορεί να προβούμε σε τέσσερις διαφορετικές διεργασίες στη γνωστική μας λειτουργία, προκειμένου να τροποποιήσουμε τις αντιλήψεις αυτές και ν’ αποκατασταθεί η ηρεμία.
Η πρώτη από αυτές τις διεργασίες είναι η πιθανότητα να προσπαθήσουμε να τροποποιήσουμε ένα ή δύο από γνωστικά μας δεδομένα.
Έτσι, στο παράδειγμα του καπνιστή, ο καπνιστής ενδέχεται να ισχυριστεί ότι δεν καπνίζει τόσο πολύ. Τροποποίησε λοιπόν την παραδοχή ότι καπνίζει, λέγοντας ότι στην πραγματικότητα δεν καπνίζει τόσο πολύ. Γίνεται λοιπόν εδώ μία μικρή αλλαγή προκειμένου να μειωθεί η δυσφορία που αισθάνεται ο άνθρωπος μεταξύ αντίληψης και συμπεριφοράς.
Η δεύτερη διεργασία που ενδέχεται να επιχειρήσει ο άνθρωπος είναι η απαξίωση, που σημαίνει την υποβάθμιση της σημασίας. Μπορεί έτσι να προσαρμόσει τη σημασία της γνώσης που έχει ή να την απαξιώσει, λέγοντας ότι τα συμπεράσματα που συνδέουν το κάπνισμα με το καρκίνο είναι ανεπαρκή.
Να θυμάστε πάντα ότι το αρχικό γνωστικό δεδομένο έλεγε ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο. Τώρα λοιπόν, υποβαθμίζοντάς το, ο καπνιστής ισχυρίζεται ότι οι αποδείξεις για τη σχέση καπνίσματος και καρκίνου είναι ανεπαρκείς. Συνειδητοποιείτε λοιπόν, μία μικρή αλλαγή και στην περίπτωση αυτή;
Η τρίτη γνωστική διεργασία που η αντίφαση μπορεί να τροποποιηθεί ή να ελαττωθεί, είναι με την προσθήκη περισσότερων γνωστικών δεδομένων. Ένας ακόμη τρόπος λοιπόν που μπορεί να μετριάσει τη δυσφορία των αντιφάσεών μας ή να αμβλύνει τις αντιφάσεις, είναι η προσθήκη περισσότερων πληροφοριών. Έτσι, μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι γυμνάζεται τόσο, ώστε το κάπνισμα δεν είναι καν επιβλαβές.
Το αρχικό γνωστικό δεδομένο ήταν η παραδοχή του καπνίσματος. Το δεύτερο ήταν ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο. Πλέον, με την προσθήκη ενός ακόμη δεδομένου, ότι η γυμναστική καθιστά το κάπνισμα αβλαβές, έχουν ελαφρώς αλλάξει και τα δύο γνωστικά δεδομένα. Υπάρχει λοιπόν και ο τρίτος τρόπος διαχείρισης της γνωστικής δυσαρμονίας.
Ο τελευταίος τρόπος είναι η συλλήβδην άρνηση όλων των γνωστικών δεδομένων. Αψηφώντας λοιπόν ότι τα δεδομένα σχετίζονται μεταξύ τους εξαρχής.
Απορρίπτοντας ότι το κάπνισμα και ο καρκίνος έστω συνδέονται. Στην περίπτωση αυτή, ο καπνιστής μπορεί να ισχυριστεί ότι το η απόδειξη μεταξύ καπνίσματος και καρκίνου είναι ανύπαρκτη.
Έτσι αποτυπώνεται, συνοπτικά, η γνωστική ασυμφωνία μέσα από την οπτική ενός καπνιστή.
Το ουσιαστικότερο συμπέρασμα είναι η ανάγκη του ανθρώπου για αρμονία.
Πασχίζουμε προκειμένου οι σκέψεις, τα λόγια και οι πράξεις μας να διέπονται από αρμονία, και τη στιγμή που τα γνωστικά δεδομένα αντικρούονται, οι αντιλήψεις και οι συμπεριφορές δεν ευθυγραμμίζονται, τότε είναι που έχουμε γνωστική δυσαρμονία.
Αρχική πηγή: https://www.simplypsychology.org/cognitive–dissonance.html.