Το δαχτυλίδι, του Γιώργου Παπαδόπουλου – Κυπραίου
Η αγάπη για την Κύπρο μπόλιασε την ψυχή μου εξ απαλών ονύχων. Όλα τα πιτσιρίκια της πειραϊκής γειτονιάς που μεγάλωσα, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, είχαμε φλογισθεί από τον αγώνα των Κυπρίων για την απελευθέρωση από τους Άγγλους. O Χάρτιγκ ήταν ένα μισητό πρόσωπο, ο Μακάριος, ο Γρίβας και οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ οι ήρωές μας, οι απαγχονισθέντες Καραολής και Δημητρίου οι σούπερ-ήρωές μας. Στην αλάνα που παίζαμε είχαμε σχηματίσει με πέτρες τον χάρτη της Κύπρου. Ξεσπούσαμε το παιδικό μας μένος με το σατιρικό τραγουδάκι “Κορόιδο πού ‘σαι Χάρτιγκ” στον σκοπό του “Κορόιδο Μουσολίνι”.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν έζησα με τους άλλους Έλληνες τον πόνο και τους αγώνες της Κύπρου για την απελευθέρωσή της, τραγούδησα με συγκίνηση το “Χρυσοπράσινο φύλλο”, μάτωσε η καρδιά μου με τον Αττίλα 1 και 2, συνέπασχα με τις συμφορές της. Όμως, θαύμαζα την ικανότητα του λαού της να αναγεννιέται από τα ερείπια, όπως απέδειξε και πρόσφατα, όταν η Κύπρος βγήκε σύντομα από το μνημόνιο ενώ εμείς εδώ ακόμη βολοδέρνουμε, άγνωστο ως πότε.
Μου έλειπε όμως κάτι: η ιστορία της. Ειπωμένη όχι από κάποιον ιστορικό με ψυχρή καταγραφή γεγονότων και χρονολογιών αλλά ειδομένη “εκ των έσω” και ειπωμένη με απλά λόγια.
Το κενό αυτό ήλθε να καλύψει Το δαχτυλίδι· ένα μυθιστόρημα “βασισμένο σε αληθινά περιστατικά” όπως διευκρινίζει ο υπότιτλος. Το έγραψε ο Γιώργος Παπαδόπουλος-Κυπραίος και το εξέδωσε, φυσικά, η “Διόπτρα” αφού συμβαίνει να είναι ο ιδρυτής της.
Μια καλαίσθητη έκδοση του Οκτωβρίου 2013 με 400 σελίδες και αξιοπρόσεκτο εξώφυλλο το οποίο εντυπωσιάζει με το ανάγλυφο δαχτυλίδι στο εσωτερικό του οποίου διακρίνεται η εγχάραξη ΕΘΝ. ΑΓΩΝ 1940, που σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι φωτογραφία αυθεντικού και όχι γραφιστικό δημιούργημα. ‘Άλλωστε, σε όλο το κείμενο, το αυθεντικό μπλέκεται με το επινοημένο σε βαθμό που μόνο ο συγγραφέας γνωρίζει.
Πριν σχολιάσουμε το βιβλίο, ας γνωρίσουμε καλύτερα τον συγγραφέα, όπως παρουσιάζεται στο εσώφυλλο:
Ο Γιώργος Παπαδόπουλος-Κυπραίος γεννήθηκε στην Ακρούντα της Κύπρου τον Μάιο του 1941. Σε ηλικία 15 ετών ορκίστηκε μέλος της ΕΟΚΑ στον αγώνα της εναντίον των Άγγλων, για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Σπούδασε Ηλεκτρονικά στην Αθήνα με υποτροφία και εργάστηκε στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (CYTA). Τον Δεκέμβριο του 1966 μετανάστευσε στο Τορόντο του Καναδά, όπου εργάστηκε ως ηλεκτρονικός. Φοίτησε στο College of Education του Πανεπιστημίου του Τορόντο και διορίστηκε καθηγητής ηλεκτρονικών στο Danforth Technical School.
Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε τον Φεβρουάριο του 1974 και φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άσκησε τη δικηγορία ως τον Μάρτιο του 1985. Το 1978 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Διόπτρα, του οποίου ανέλαβε τη διεύθυνση από το 1985.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με ωραία ελληνικά, σε ρέουσα γλώσσα. Διανθίζεται με κυπριακές λέξεις που γίνονται εύκολα κατανοητές με το Γλωσσάρι που ακολουθεί στο τέλος. Διαβάζεται ευχάριστα και ξεκούραστα. Αυτό οφείλεται στην περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα, στους ζωντανούς, πειστικούς διαλόγους και πάνω απ’ όλα στο ενδιαφέρον περιεχόμενο του βιβλίου, χωρίς το οποίο ακόμη και ένας Ντοστογιέφσκι θα ματαιοπονούσε.
Το βιβλίο θεωρείται ιστορικό· νομίζω ότι αυτός ο χαρακτηρισμός το αδικεί. Είναι και πατριωτικό και λαογραφικό και αισθηματικό. Εξηγούμαι:
Ιστορικό: Αρχίζει την εξιστόρηση από το 1821, πριν από δύο αιώνες, και έρχεται μέχρι τις μέρες μας ακολουθώντας τις έξι γενιές μιας οικογένειας. Στο διάστημα αυτό παρακολουθούμε τις ιστορικές εξελίξεις στο νησί και τους απελευθερωτικούς αγώνες ενάντια στην τουρκοκρατία που διαδέχτηκε η αγγλοκρατία.
Διδάσκει ιστορία διαλύοντας μύθους π.χ. ο τάχα προδοτικός ρόλος του Πατριάρχη Γρηγορίου ή η παραχώρηση των Επτανήσων από τους Εγγλέζους ως δήθεν δώρο προς τους Έλληνες. Μαθαίνουμε για την άρνηση των Άγγλων να δεχτούν στην Κύπρο Έλληνες πρόσφυγες από τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 και μόνον ύστερα από διεθνή πίεση τελικά δέχτηκαν μόνο 10.500 άτομα επιβάλλοντας όμως φόρο 40 λίρες το κεφάλι, ποσό υπέρογκο για την εποχή.
Οι άφθονες ιστορικές πληροφορίες είτε μπαίνουν αυτούσιες ως κεφάλαια που συνδέονται όμως οργανικά με την πλοκή και την εξηγούν είτε ζυμωμένες μέσα στον μύθο της διήγησης. Έτσι όχι μόνο δεν είναι κουραστικές, αλλά γίνονται ουσιώδες μέρος της υπόθεσης.
Πατριωτικό: Το αντιδιαστέλλω από το ιστορικό επειδή το δεύτερο μπορεί να προσφέρει γνώση δίχως όμως να κρούει χορδές πατριωτισμού μέσα μας. Για παράδειγμα, όταν μαθαίνω ότι Κύπριοι εθελοντές συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821, στην απελευθέρωση της Κρήτης, στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο, στη μικρασιατική εκστρατεία αλλά και στον πόλεμο του 1940, πέραν από τη στεγνή πληροφόρηση, συγκινούμαι από την προθυμία αυτοθυσίας των Κυπρίων που δηλώνει το σφιχτό δέσιμό τους με τη μητέρα πατρίδα.
Πολλές οδοί σε ελληνικές πόλεις έχουν ονομαστεί Καραολή και Δημητρίου όπως και Γρηγόρη Αυξεντίου για να τιμήσουν τους Κύπριους ήρωες. Πόσοι όμως διαβάτες γνωρίζουν κάτι για αυτούς; Σήμερα ελάχιστοι και σε λίγα χρόνια κανένας. Το βιβλίο λοιπόν έρχεται να θυμίσει ή να πληροφορήσει τους αναγνώστες του ποιοι ήσαν και γιατί ηρωοποιήθηκαν.
Εντύπωση προκαλεί και η αφοσίωση των μελών της ΕΟΚΑ που προσέλκυε καθημερινούς ανθρώπους (ανάμεσά τους και ο συγγραφέας) οι οποίοι εντάσσονταν στον ιερό σκοπό της.
Πατριωτική συγκίνηση προσφέρουν και φράσεις όπως αυτές από την σελίδα 308: “Το πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος στην Αγγλία δεν ξέρει τι γίνεται εδώ. Διαδηλώνουν για τα δικαιώματα της Λάικα, της σκυλίτσας που έστειλαν οι Ρώσοι στο διάστημα αλλά παρέμεναν απαθείς με όσα γίνονταν στα ανακριτήρια και στις φυλακές της Κύπρου”.
Συγκίνηση επίσης δημιουργεί και ο αιώνιος και φλογερός πόθος των Κυπρίων για την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Είναι το μοτίβο που διατρέχει όλες τις σελίδες του βιβλίου, από την αρχή ως το τέλος.
Στην εποχή μας ο πατριωτισμός είναι παρεξηγημένη έννοια. Θεωρείται εξοβελιστέος επειδή συγχέεται με τον σωβινισμό ή τον υπερπατριωτισμό. Λάθος.
Το κεντρικό μήνυμα του βιβλίου είναι πατριωτικής φύσεως: “Η ελευθερία δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται με αγώνες“.
Λαογραφικό: Ένας πλούτος λαογραφικών και ηθογραφικών στοιχείων αναδύονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Σταχυολογώ:
Το περίφημο χαλούμι ήταν από αιώνες στο καθημερινό σιτηρέσιο των Κυπρίων.
Η γυναικεία μαυροφορία όχι ως μόδα που συνεχίζει να κυριαρχεί στην εποχή μας αλλά ως ένδειξη πένθους, όπως διαβάζουμε στη σελίδα 209: “…ήταν μάλλον βαθειά εκτίμηση για μια γυναίκα που δέκα χρόνια τώρα μαυροφορούσε για τον άντρα της”.
Η μακροζωία των παλαιότερων γενιών, όπως συνάγουμε από τη σελίδα 167: “‘Έλα τυχερέ! Θα ευτυχήσεις να πιάσεις και δισέγγονο. Άλλοι, στην ηλικία μας έχουν τρισέγγονο, βέβαια, αλλά τι να σου κάνω που άργησε να παντρευτεί ο Αντώνης μας”.
Ο μεγάλος και διαχρονικός ρόλος της καλλιέργειας του χαρουπιού στην αγροτική οικονομία. Δεν εξεπλάγην λοιπόν όταν διάβασα πρόσφατα στον τύπο ότι “το Πανεπιστήμιο Κύπρου αποφάσισε την καλλιέργεια, εντός του 2016, πενήντα χιλιάδων χαρουπόδεντρων σε έκταση περίπου 1.500 στρεμμάτων που διαθέτει και να δημιουργηθεί εργοστάσιο που θα επεξεργάζεται τα χαρούπια και θα βγάζει από αυτά μία ειδική χαρουπόκρεμα, 100% φυσική, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για ιατρικούς σκοπούς”.
Αποκορύφωμα ο κυπριακός γάμος που περιγράφεται παραστατικά και γλαφυρά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου και δίνει αφορμή στον αναγνώστη για συγκρίσεις με τα γαμήλια έθιμα του ελλαδικού χώρου.
Αισθηματικό: Η τρυφερή αισθηματική ιστορία της νεαρής Ζήνας που στέκεται ανάμεσα σε δύο αγάπες αλλά η μεγάλη ανατροπή που ακολουθεί τη βγάζει από το δίλημμα.
Γενικά, η δομή της πλοκής είναι έξυπνα σκηνοθετημένη και οι σκηνές τόσο ζωντανές που θαρρείς πως παρακολουθείς σήριαλ στην τηλεόραση. (Θα μπορούσε να γίνει· γιατί όχι;).
Οι χαρακτήρες της ιστορίας έχουν ήθος. Αγνοί άνθρωποι, αγνοί αγωνιστές με κοινό όραμα την απελευθέρωση του νησιού και την ένωση με την Ελλάδα. Και επειδή ο συγγραφέας περιγράφοντας τους ήρωές του περιγράφει, άθελά του, μέρος του εαυτού του, αφήνει επάνω τους το αποτύπωμά του. Ίσως κάποιος από αυτούς να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Ποιος; Μόνο εκείνος ξέρει. Πάντως, η αγάπη του για την πατρίδα και την οικογένεια, όπως ομολογεί στην αφιέρωση του βιβλίου στους γονείς του, περνά μέσα στο βιβλίο.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί έξυπνα συγγραφικά τεχνάσματα για να στήσει τον μύθο του. Να κάποια από αυτά:
Αρχίζει με ιστορία σε πρώτο πρόσωπο με την επίσκεψη ενός ζευγαριού σε παιδική κατασκήνωση του Δήμου Αθηναίων σε αναζήτηση μιας κυπριοτοπούλας και με αυτή την αφορμή ξετυλίγει με flash back το νήμα της ιστορίας του. Το ίδιο ζευγάρι κλείνει και το βιβλίο.
Χρησιμοποιεί τα σημαδιακά όνειρα των γυναικών και τα προφητικά οράματα του Μάκη που, φευ, αποδεικνύονται πραγματικά!
Το δαχτυλίδι είναι ένα ισχυρό σύμβολο που έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην ελληνική και παγκόσμια δραματουργία: Το δαχτυλίδι της μάνας του Μανώλη Καλομοίρη, το βαγκνερικό Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν, το δημοτικό Γεφύρι της Άρτας με τον πρωτομάστορα που “το δαχτυλίδι τού ‘πεσε στην πρώτη την καμάρα” και πολλά άλλα ενώ η μυθολογία είναι γεμάτη με δαχτυλίδια. Εδώ ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μαστορικά το δαχτυλίδι που διατρέχει την ιστορία και τιτλοφορεί το έργο.
Στηρίζει τη διήγηση της ιστορίας σε τετράδια με στιγμιότυπα της ζωής του που έγραψε ο μπάρμπα Χριστόδουλος. Τα εγγόνια προσπαθούν να πείσουν τον παππού Τοουλή να γράψει κι εκείνος (σελ. 212) “…επέμεναν πως με την άρνησή του να γράψει δεν αδικούσε μόνο τον εαυτό του, αδικούσε κυρίως τους απογόνους του, αφού δεν θα είχαν συγκεντρωμένη όλη τη σοφία και τις νουθεσίες του”. Αυτό θα μπορούσε να είναι μια προτροπή προς όλους τους αναγνώστες να γράψουν κι εκείνοι τα δικά τους τετράδια…
Δείτε μερικές ακόμα παρουσιάσεις βιβλίων τού έγκυρου εκδοτικού οίκου Διόπτρα από το Flow Magazine:
Αντίο, Πάχος! του Άρη Γαβριηλίδη
Ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον του Richard Bach
Το μήλο βγήκε απ’ τον παράδεισο, της Έλενας Ακρίτα
Καλή ανάγνωση!