Βάλαμε στο λεξιλόγιό μας το social distancing. Βάλαμε τις αποστάσεις στη ζωή μας. Ας τις αντιμετωπίσουμε γενναία ως μια άσκηση …
Το βαθύτερο νόημα της ζωής
Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της ζωής;
Σίγουρα έχεις αναρωτηθεί πολλές φορές ποιο είναι το νόημα της ζωής τόσο της δική σου όσο και γενικά των ανθρώπων. Πολλές φορές ίσως έχεις καταλήξει σε έναν σκοπό, ενώ άλλες ο σκοπός αυτός αλλάζει. Ίσως κάποιες φορές ο σκοπός να προσωποποιείται, την ίδια στιγμή που άλλες φορές παίρνει μια άυλη μορφή. Τελικά ακόμα και σήμερα δεν έχεις καταλήξει σε έναν οριστικό λόγο ύπαρξης.
Γι’ αυτό και εγώ έγραψα δυο μικρές ιστορίες που ελπίζω να απολαύσεις και ίσως βρεις μέσα σε εκείνες την αιτία της ύπαρξης της ζωής και τον τρόπο να γίνει η καθημερινότητά σου ουσιώδης και πιο ανθρώπινη. Καλή ανάγνωση λοιπόν!
Ιστορία 1η
«Δεν ξέρω από πού να πρωτοαρχίσω… Εσείς ως ψυχολόγος θα έχετε ακούσει πολλά…Εγώ όμως ως απλός άνθρωπος δεν είμαι σε θέση να τα διαχειριστώ όλα αυτά!», το βλέμμα της σκλήρυνε «Η ζωή μου από τότε που ήρθε σε αυτή η Ζωή έχει αλλάξει ολοκληρωτικά! Όταν έμαθα πως το παιδί μου θα γεννιόταν με νοητική στέρηση πόνεσα πάρα πολύ… Δε θα σας κρύψω πως μάλιστα σκέφτηκα να το ρίξω… Ναι, ναι ντρέπομαι για αυτή μου τη σκέψη», σταύρωσε τα χέρια της και πήρε μια βαθιά ανάσα «αλλά εδώ μιλάμε για μια απόφαση ζωής! Δεν ήταν ότι δε θα την αγαπούσα τη Ζωούλα μου! Όχι, όχι, κάθε άλλο! Απλά δεν ήξερα αν θα αντέξω! Δεν ήξερα αν έχω το κουράγιο για όλη μου τη ζωή να προσέχω και να φροντίζω έναν… -ξεροκατάπιε- ανάπηρο άνθρωπο όπως θα έλεγε ο καθένας. Για ΄μενα η Ζωή είναι ένα λουλουδάκι πανέμορφο! Είναι η άνοιξη, οι πεταλούδες, ο κάμπος», στο πρόσωπό της εμφανίστηκε ένα στιγμιαίο χαμόγελο «και το γέλιο της τόσο αθώο, αχ τόσο όμορφο! Σαν να ακούω πουλιά να κελαηδούν!».
Ξαφνικά το βλέμμα της σκοτείνιασε «Όμως δεν αντέχω όσα συμβαίνουν τόσα χρόνια! Το παιδί μου πάρα πολλές φορές χλευάστηκε από άλλα παιδιά» η φωνή της είχε μια γερή δόση ταραχής «Σπαράζει η καρδιά μου! Το καταλαβαίνετε; Ποτέ μου δεν κατάλαβα το γιατί…» και βυθισμένη στις σκέψεις της συνέχισε: «η Ζωίτσα μου δεν πείραξε ποτέ κανέναν! Είναι μια ψυχούλα αθώα και ευαίσθητη! Μόνο αγάπη και σεβασμό ζητάει! Με πληγώνει ο άκαρδος κόσμος! Ναι! Γιατί έτσι είναι οι πιο πολλοί! Άκαρδοι!».
Πήρε μια ανάσα και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. «Κάποια βράδια ερχόταν η Ζωή στο δωμάτιό μου και μου έλεγε με δάκρυα στα μάτια: «Μαμά, σήμερα μια παρέα παιδιών με αποκάλεσε ζώο, άρρωστη και φρικιό! Τι εννοουν; Γιατι μου τα παν αυτα;». Και για πείτε μου εγώ τι έπρεπε να της πω; Ε; Πως απο τη στιγμή που γεννιέσαι διαφορετικός είσαι καταδικασμένος; Πού θα βρει δουλειά; Πώς θα ζήσει όταν εγώ πεθάνω; Πώς θα ξέρω ότι θα της φέρονται καλά μέσα στο ίδρυμα; Και πώς τέλος πάντων μπορώ εγώ να νιώθω σαν μάνα, που το παιδί μου θα ζει σε ένα ίδρυμα; Κάποια βράδια δεν μπορώ να ησυχάσω…
Ένα απόγευμα βρήκαμε έξω από την πόρτα του σπιτιού μας γραμμένη στον τοίχο τη λέξη ΦΡΙΚΙΟ! Το παιδί μου φρικιό; Σας ρωτάω! Το σπλάχνο μου φρικιό; Και η κυρία Νατάσα από απέναντι -δε λέω καλή γυναίκα- αλλά δεν μίλησε, δεν έκανε τίποτα για τη Ζωή μου όταν την κορόιδευαν τα παιδιά στο σχολείο… Και είναι και άλλοι τόσοι που δε μιλάνε… Ξεχασμένοι όλοι στις οθόνες των κινητών μας! Νομίζουμε πως είμαστε φιλάνθρωποι με το να πατάμε like σε ένα status συγκινητικό και μετά κάνουμε και μια κοινοποίηση! Στην πράξη; Σας ρωτάω, στην πράξη; Ποιος είναι ο άνθρωπος τελικά και ποια η αξία του; Δεν στεναχωριέμαι που έχω ένα ξεχωριστό, ιδιαίτερο και ευαίσθητο παιδί! Στεναχωριέμαι και θυμώνω που ο κόσμος είναι άδικος και κοιμισμένος! Που δεν ξέρει το ανώτερο νόημα της ζωής, που είναι να προσφέρεις! Για κάποιο λόγο πρέπει όλοι μας να ΄μαστε ίδιοι για να ΄μαστε ίσοι και φυσιολογικοί. Πράγμα αδύνατο από τη φύση μας! Με καταλάβατε;
Ιστορία 2η
8:15, πρωί Δευτέρας
Άλλη μια βαρετή μέρα ξεκινούσε. Άλλη μια μέρα που της έδειχνε με ένα χαιρέκακο γέλιο πως ήταν ένα θύμα, ένα απλό θύμα του συστήματος. Άνοιξε τα μάτια της, τεντώθηκε, ρούφηξε τη μύτη της και κοίταξε το ρολόι. «Τιιιιιι; Έχω αργήσει για τα καλά! Θεέ μου!». Έπιασε τα μαλλιά της έναν γρήγορο κότσο, φόρεσε τα μαύρα βανς της, έβαλε μια μαύρη σκέτη μπλούζα και ένα τζιν με δύο σχισίματα στα γόνατα. Πήρε φουριόζα την τσάντα της, έριξε και δύο τετράδια μέσα και τράβηξε την πόρτα. Έξω έβρεχε. «Γαμώτο!», πέταξε κοφτά και έβαλε την κουκούλα της. Άρχισε να τρέχει μέσα στους δρόμους. Τα αμάξια περνάγανε με φόρα στον δρόμο και της πέταγαν νερά στα πόδια. Τα πατζάκια της γέμισαν λάσπες. Τράβηξε τα μαλλιά της από το πρόσωπό της και φώναξε τον σχολικό φύλακα να της ανοίξει την πόρτα. «Καλημέρα», της είπε εκείνος βαριεστημένα. Δεν του έδωσε καμία σημασία και προχώρησε με γοργό βήμα ως την τάξη. Ανέβηκε ένα, δύο, τρία σκαλοπάτια και έπιασε την κοιλιά της. Είχε λαχανιάσει. Κάθισε για λίγα λεπτά στο σκαλοπάτι. Έπειτα άρχισε πάλι να τρέχει.
Όταν έφτασε έξω από την τάξη χτύπησε δειλά την πόρτα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα μια ψηλόλιγνη γυναικα με κατσαρά ξανθά μαλλιά της άνοιξε. «Αχ! Σωστά! Η κυρία Πετριζίδου!», έκανε ειρωνικά η γυναίκα και της έκανε νεύμα να περάσει γρήγορα.
«Τι θα γίνει Πετριζίδου κορίτσι μου; Μονίμως αργείς να μπεις στην τάξη! Έχεις προκλητική συμπεριφορά και τη δείχνεις με κάθε τρόπο! Κανα βιβλίο έχεις ανοίξει ή μπα; Άσε άσε μην απαντήσεις! Πέντε στο τετράμηνο Πετριζίδου! Δεν ανέχομαι εγώ τέτοια συμπεριφορά στο μάθημά μου!» Το κορίτσι είχε ζαρώσει στη θέση του. «Με κατάλαβες κορίτσι μου; Ε; Τι με κοιτάς έτσι Πετριζίδου;» Το κορίτσι είχε καρφώσει το βλέμμα του στο δάπεδο. Μετά από λίγα λεπτά σιωπής γύρισε και κοίταξε την καθηγήτρια. Είχε σουφρώσει τα φρύδια της κάνοντας τα μάτια της να σκοτεινιάζουν. «Λοιπόν, θέλετε να σας μιλήσω ανοιχτά; Εσείς κάθε μέρα ξυπνάτε, έρχεστε να κάνετε μάθημα, να πείτε αυτά που έχετε να πείτε και να φύγετε. Εμείς όμως είμαστε άνθρωποι και όχι ρομπότ! Ξέρετε έχουμε και μια άλλη ζωή εκτός από τα δίωρα κάθε Δευτέρα και Τετάρτη μαζί σας. Για πείτε μου εσείς με ποια δύναμη θα σηκωνόσασταν κάθε πρωί να έρθετε να μας διδάξετε όταν κάθε βράδυ ακούτε τη μητέρα σας να βογκάει από τους πόνους;», η φωνή της έτρεμε, «Πώς θα διαβάζατε το επόμενο μάθημα ενώ η μητέρα σας και εσείς ξέρατε πως ο καρκίνος θα κερδίσει τη μάχη;», τα μάτια της τώρα ήταν κόκκινα «Πώς θα ζούσατε σαν μια φυσιολογική δεκαεξάχρονη; Και ποια ελπίδα θα΄χατε για τη ζωή σας; Ποιους στόχους;», πήρε μια βαθιά ανάσα ενώ τα παιδιά και η καθηγήτρια την κοίταζαν με λύπη «Και όχι, δε θέλω να με κοιτάτε με αυτό το ύφος! Ούτε σεις ούτε κανένας άλλος μέσα σε αυτή την τάξη!», το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο «Θέλω αξιοπρέπεια και κατανόηση! Πριν φορέσετε ταμπέλες στους μαθητές και τους χωρίσετε σε κατηγορίες καλών, κακών, μετρίων, πάρ’ τε τον καθένα μια αγκαλιά και ρωτήστε τον εάν είναι καλά, πώς είναι η ζωή του», πήρε μια τελευταία ανάσα «Μπορεί να ΄μαι μόλις δεκαέξι και άρα πολύ νεότερη σας, αλλά ίσως μπορώ και ΄γώ να σας διδάξω κάτι. Κάτι που ίσως εσείς δεν έχετε γνωρίσει ποτέ και σας εύχομαι να μην το γνωρίσετε ποτέ!»
Το επόμενο λεπτό ακούστηκε ο κρότος της πόρτας. Η κοπέλα είχε γίνει καπνός αφήνοντας πίσω της την καθηγήτρια καθισμένη να κρατά το κεφάλι της με τα δυο της χέρια.
Μην κρίνεις, για να μην κριθείς!
Είναι σημαντικό να σου αναφέρω ότι και οι δυο ιστορίες είναι βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα. Ζώντας τα γεγονότα ως παρατηρητής και μετέπειτα παίρνοντας την απόφαση να γράψω αυτό το άρθρο, σκέφτηκα λίγο πιο σφαιρικά και ανθρώπινα τη ζωή. Τελικά οι σκέψεις μου με οδήγησαν σε κάποιους δρόμους, εσένα;