Θανάσης Παπακωνσταντίνου: Ο αταλάντευτος τεχνίτης της μουσικής
Οι πιθανότητες να πετύχετε το Θανάση Παπακωνσταντίνου στους τηλεοπτικούς σας δέκτες είναι ελάχιστες έως μηδαμινές. Είναι ο «τυφλοπόντικας» της μουσικής που στέκεται συνειδητά μακρυά από τα φώτα. Μένει μακρυά από την πολύβουη Αθήνα, την οποία επισκέπτεται για επιλεκτικές εμφανίσεις. Είναι από τις λιγοστές εξαιρέσεις καλλιτεχνών που καταφέρνει να παίρνει αποστάσεις αλλά να έχει το δικό του φανατικό κοινό που τον ακολουθεί πιστά σε κάθε του εμφάνιση. Αποτελεί μια διακριτική παρουσία στο χώρο. Έβαλε πλώρη με το καραβάκι της παράδοσης και του λαϊκού τραγουδιού να ρίξει άγκυρα στον υπερρεαλισμό που κρύβουν τ΄αστέρια του ουρανού σαν τα κοιτάξετε τη νύχτα.
Με άρωμα από το βρεγμένο χώμα
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1959 στον Τύρναβο. Στις μνήμες του είναι χαραγμένες οι εικόνες των γονιών του που τραγουδούσαν στα χωράφια. Κάπως έτσι, στα μουσικά του βιώματα τον διαπερνά το καθαρό και γάργαρο νερό της παραδοσιακής μουσικής μαζί με την άδολη ματιά που αυτό κουβαλάει. Παρέα με τους παλιούς λαϊκούς, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Άκης Πάνου, ο Απόστολος Καλδάρας και άλλοι, αρχίζει να διαμορφώνει αισθητικό κριτήριο. Στο τέλος της εφηβείας του ανακαλύπτει το Διονύση Σαββόπουλο, ο οποίος τον άγγιξε όσο κανείς.
Σπουδάζει μηχανολόγος-μηχανικός στη Θεσσαλονίκη. Υπηρετεί τη θητεία του στην Κοζάνη και βγαίνοντας από το στρατό καταπιάνεται με την κατασκευή μουσικών οργάνων, όπως μπουζούκια, μπαγλαμάδες, τζουράδες και λαούτα. Στα 19 του χρόνια ζυγώνει το Μάνο Λοϊζο προτείνοντάς του για σύνθεση κάποια στιχάκια που είχε ξεκινήσει να γράφει. Η συνεργασία όμως δεν ευοδώθηκε λόγω του απρόσμενου θανάτου του συνθέτη. Τα επόμενα χρόνια εργάζεται ως εργολάβος δημοσίων έργων στη ΔΕΥΑΛ. Έτσι, ξεπηδούν και τα βιωματικά τραγούδια που γράφει αργότερα. «Σκυφτός στης ΔΕΥΑΛ τα χαρακώματα μετράω/ τις Κυριακές που ακόμα η πλάτη μου θα φορτωθεί…»
Κι αυτός από τη Λάρισα μας στέλνει τραγουδάκια…
Η πρώτη του παρουσία καταγράφεται με αφορμή τους μουσικούς αγώνες της Κέρκυρας με διοργανωτή το Μάνο Χατζιδάκη, το 1982. Δύο χρόνια, αργότερα κυκλοφορεί ο δίσκος του συνονόματου Βασίλη Παπακωνσταντίνου με δύο τραγούδια σε στίχους του Θανάση και μουσική του Βασίλη. Είναι ο «Λεγεωνάριος» και ο «Μαύρος γάτος». Η πρώτη του προσωπική δουλειά δισκογραφείται το 1993 με τίτλο «Αγία Νοσταλγία» και σε παραγωγή του Νίκου Παπάζογλου.
Συνολικά ως τώρα έχει στο ενεργητικό του 12 προσωπικούς δίσκους σε συνεργασία και με άλλους καλλιτέχνες όπως είναι ο Γιώργος Μιχαήλ,ο Σωκράτης Μάλαμας, η Μελίνα Κανά, η Μάρθα Φριτζίλα και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Σαν καλός εργολάβος έφτιαξε όμορφους μουσικούς δρόμους βάζοντας απάνω τους τις λέξεις για σπίτια. Έχει γράψει τραγούδια που αγαπήθηκαν πολύ από τον κόσμο και ακούγονται
ακόμα όπως «Αερικό», «Όταν τραγουδάω», «Διάφανος», «Αποσπερίτης», «Μιλώ για σένα» και πολλά ακόμα. Διαθέτει μια φωνή με πολύ χαρακτηριστική χροιά σφραγίζοντας έτσι τα κομμάτια με τις ερμηνείες του.
Πίσω από τις γρίλιες των τραγουδιών του
Για το Θανάση Παπακωνσταντίνου τα τραγούδια είναι το μεράκι του, η καταφυγή του από όσα τον βαραίνουν. Μέσα από αυτά μιλάει για όσα δεν μπορεί να πει με λόγια. Έχει ένα χάρισμα, αυτά που γράφει σε αφορούν άμεσα. Είναι ευθύβολος και δεν διστάζει να αποκαλύψει αυτό που ασυνείδητα αποτυπώνει στις δημιουργίες του. Ο ίδιος έχει πει ότι, όταν γράφει, δεν σκέφτεται απολύτως τίποτα. Απλά παρασύρεται στην έμπνευση της στιγμής. «Όσοι φοράν τα μαύρα τους τα ρούχα για ν’ αρέσουν/ κι απ’ τον καθρέφτη φεύγουνε με άλλον εαυτό/ θα βγουν στο προσκλητήριο/ και θα τους αφαιρέσουν το δίπλωμα, το όχημα και το μυστήριο»
Αγαπά πολύ την παραδοσιακή μουσική από τον Έβρο ως την Κρήτη και οι επιρροές του από αυτήν είναι ξεκάθαρες στα τραγούδια του. Αυτή η μουσική είναι αυτή που του φέρνει δάκρυα στα μάτια. Μεγάλη προτίμηση έχει στους ηπειρώτικους σκοπούς. Γι’ αυτό και χρωματίζει κάθε του δημιουργία με αυτήν. Έχει μια αδυναμία στο να χρησιμοποιεί ξεχασμένες και για πολλούς άγνωστες ερμηνευτικά λέξεις. Κάνει ηχηρές μεταφορές και φτιάχνει δυνατές εικόνες. «Οι πολιτείες πάντα χορεύουν σε ρυθμό κιρκαδιανό…» και «Μες στο σκοτάδι θα ‘ρθουν πάλι μακρινές μαρμαρυγές…» και «Μια νύχτα θα ‘ρθει από μακριά, βρε αμάν αμάν αέρας Πεχλιβάνης..». Αυτή η ιδιαιτερότητα στο λόγο μαζί με το διαφορετικό δικό του ήχο, έχουν διαμορφώσει και τη μουσική του ταυτότητα.
Δανείζεται εικόνες από τη φύση και τις μετουσιώνει σε μια ενέργεια πότε γειωτική και χαόδη, πότε ανυψωτική και με εκτόπισμα. «Μιλώ με τα ψηλά τ’ απάτητα βουνά/ και τους μιλώ για σένα/ πως έχεις ομορφιά και φρύδια τοξωτά/ σαν πέτρινα γεφύρια/ Και μ’ απάντησαν: «Τα γεφύρια χορταριάζουν./Άμοιρη ψυχή μη ξεγελαστείς.»» και «Εκεί που φτερουγίζει ο νους/ εκεί που ξημερώνει/ μαργώνουν τα πουλιά της γης/ κι ούτε ένα δεν ζυγώνει..»
Στα τραγούδια του θα συναντήσετε το πρωτότυπο να μιλάει για το συνηθισμένο και το καίριο να μιλά για το ελαφρό αντίστοιχα εδώ, «Bάστα το νού, βάστα το νου/
να μη γκρινιάξει του καιρού/ πού ‘φτιαξε με τον πόνο κλίκα/ και τσιγκουνεύεται στη γλύκα..» και «Έρημα κορμιά του φεγγαριού κρατήρες/ αθώα στο σταυρό Πιλάτοι στους νιπτήρες..». Θα αναγνωρίσετε κραιπάλες και εσωτερική αναστάτωση, «Βάλε κρασί στου φίλου το ποτήρι κι η μοναξιά ας κάνει χαρακίρι..». Και κάπου άλλου θα ακούσετε δημώδεις φωνές, θρήνους λαϊκούς σε στίχους σκωπτικούς και ευαίσθητους μαζί, «Κάθε μέρα χάνω, χάνω το όνειρό μου/ και το ξαναβρίσκω όταν τραγουδώ/.Αχ ζωή μάγισσα να σε μάθω άργησα…» και «Μικράκι που πελάγωσε/ ντροπή που γυροφέρνει,/ του λόφου αλεπότρυπα/ με δώδεκα στοές./ Γιορτή που δεν τιμήθηκε/ ηφαίστειο που κοιμάται./- Πες μας, πού πας; /- Μέσα στις φωτιές!»
Στις χαραυγές ξεχνιέται
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου αγαπάει πολύ την επαρχία και τους ανθρώπους της, κάνοντάς το πράξη, μιας και μένει μόνιμα στη γενέτειρά του. Είναι παντρεμένος και έχει δύο αγόρια δίδυμα. Παίζει ποδόσφαιρο και λατρεύει τη φασολάδα. Ως άνθρωπος έχει τρομερή αίσθηση του χιούμορ και αυτό φαίνεται σε κάθε του συνέντευξη. Έχει μια υπερηφάνεια και την ίδια στιγμή βγάζει και μια ταπεινότητα ανεπεξέργαστη. Διαβάζει πολύ ποίηση και όταν ταξιδεύει του αρέσει να γνωρίζει τη μουσική του τόπου που πάει για να τον νιώθει οικείο. Από ξένους καλλιτέχνες θαυμάζει πολύ τον Philip Glass και τη μεγάλη αγγελική φωνή του Λιβάνου, τη Fαiruz.
Η στιγμή της δημιουργίας του προσφέρει το μεγαλύτερο εσωτερικό γλέντι και απαλύνει τις μοναχικές του στιγμές. Σέβεται πολύ τους μουσικούς και τους συναδέλφους του, αφήνοντας χώρο σ’ αυτούς για αυτοσχεδιασμούς.τους. Ο Σωκράτης Μάλαμας έχει για πει εκείνον: « Με το Θανάση δεν έχω πρόβλημα κανένα γιατί οι ανάσες είναι πολύ κοντά, οι διαθέσεις είναι πολύ κοντά, δεν χρειάζεται ούτε ένα νεύμα ούτε μια ματιά για να συνεννοηθούμε. Το ζήτημα είναι οι συνεργασίες με φίρμες και με τέτοια, εκεί είναι τα προβλήματα. Με τον Θανάση είναι ομοιογενές το έργο, όχι μουσικά τόσο πολύ, όσο συναισθηματικά, ψυχικά.»
Σε συνέντευξη στην Γιούλη Επτακοίλη, στην Καθημερινή, το Μάρτιο του 2006, ρωτήθηκε πότε κρίνει καλό ένα τραγούδι. Απάντησε το εξής: «..Οταν το ακούω, να μη με χωράει ο τόπος. Οταν μετατρέπει το φυσικό περιβάλλον σε συνομιλητή μου. Οταν με ψηλώνει. Οταν θέλω να το ακούσουνε και οι άλλοι. Οταν μ’ αναγκάζει, από ζήλεια, να πιάσω το όργανο στα χέρια. Οταν μ’ αναγκάζει να αφήσω το όργανο από τα χέρια. Οταν, ακούγοντάς το, θέλω να χορέψω τον χορό του Ζαλόγγου.»
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι ένας ακριβοθώρητος τραγουδοποιός. Αντιστέκεται σθεναρά στο πνέυμα της εποχής χωρίς τυμπανοκρουσίες από τα κύμβαλα της διαρκούς προβολής. Γράφει πολύ σημαντικά πράγματα, συχνά δύσκολα ανεβάζοντας τον πήχυ της μουσικής αισθητικής μας αντίληψης. Όμως, δεν απομακρύνεται από το στόχο που έχει το τραγούδι, να φτάσει στην καρδιά. Ο τόπος έχει ανάγκη από τέτοιους δημιουργούς, για να φέρουν το χαμόγελο ενάντια στη μιζέρια της εποχής. «Όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός στενεύει/ ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει..»