Τέχνη: Όταν σταματά η κριτική, η Μόνα Λίζα κλαίει
«Μόνα Λίζα σε αφίσα, 5 €». «Guernica από φωτοτυπία μεγάλων διαστάσεων σε απλό χαρτί, λιγότερο από 3 €». «Ποιοτική μουσική ξεπερασμένη και “ποδοπατημένη” από τα μοντέρνα κομμάτια». Για τους περισσότερους οι αναφερθείσες προτάσεις θα αποτελούσαν έναν απλό τιμοκατάλογο καθημερινών αντικειμένων με τα οποία θα στόλιζαν τον διάδρομο και το σαλόνι τους. Τι θα έδειχναν, όμως, οι προτάσεις αυτές σε κάποιον που θα αναζητούσε το βαθύτερο νόημα των πραγμάτων; Παρακάτω αναφέρεται μία τέτοιου είδους προσπάθεια.
Εκτός των κλασικών, τετριμμένων, κλισέ φράσεων, όπως «υπερκατανάλωση», αυτές οι φράσεις δείχνουν και κάτι άλλο. Αφορμή γι’ αυτό δίνει ένας πολύ γνωστός νεότερος Γερμανός φιλόσοφος, ο Walter Benjamin. Ο φιλόσοφος αναφέρεται στην «αύρα» των αντικειμένων τέχνης. Αυτή η «αύρα» που περιβάλλει τα έργα, ουσιαστικά, προσδίδει σε αυτά τη μοναδικότητα που κατέχει το καθένα. Με αυτό τον τρόπο η «Μόνα Λίζα» είναι μοναδική και θεωρείται έργο τέχνης, όσο την περιβάλλει αυτή η «αύρα». Αυτή η έννοια χρησιμοποιείται βεβαίως μεταφορικά. Ωστόσο, είναι μία πολύ καλή μεταφορά, που στοχεύει στην ανάδειξη της αυθεντικότητας των έργων τέχνης.
Στη σημερινή εποχή, μετά από όσα έχουν ακολουθήσει τη βιομηχανική επανάσταση, δηλαδή μετά από την επικράτηση της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και του καπιταλισμού, το μόνο σίγουρο είναι ότι η «αύρα» αυτή έχει χαθεί. Η επιθυμία των ανθρώπων να κατέχουν ολοένα και περισσότερα αντικείμενα προκειμένου να δώσουν «ζωή» στη ζωή τους, αλλά και η επιθυμία τους να είναι όσο πιο σπάνια τα αντικείμενα αυτά έχουν οδηγήσει στη μείωση της αυθεντικότητας των έργων τέχνης. Αποτέλεσμα τούτου, όταν η «Μόνα Λίζα» έπρεπε να υπάρχει αποκλειστικά στο μουσείο του Λούβρου ώστε να μεταδίδει «αυτοπροσώπως» την «αύρα» της σε αυτούς που επισκέφτηκαν το μουσείο για να δουν μονάχα αυτήν, να υπάρχει σε κάθε σπίτι, σε κάθε σαλόνι, σε κάθε γωνιά της γης, χωρίς ιδιαίτερη «αύρα» και χωρίς ιδιαίτερο νόημα.
Μπορούμε να προχωρήσουμε τη σκέψη αυτή, ένα βήμα παραπέρα και να την ενώσουμε με τους ανθρώπους της εποχής. Με τον παραπάνω τρόπο, οι άνθρωποι θεωρούν ότι η τέχνη μπορεί να κατανοηθεί από όλους, μιας και όλοι μπορούν να τη «στολίσουν» στο σαλόνι τους. Μέσω αυτού η ίδια η τέχνη χάνει τη σημαντικότητά της. Τα έργα τέχνης χάνουν τη σημασία τους και το βαθύτερο νόημά τους, καθώς οι άνθρωποι πλέον δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τι είναι τέχνη και τι δεν είναι, με αποτέλεσμα να συγχέουν αυτά τα δύο. Η απάντηση στην ερώτηση «μου αρέσει;» είναι αυτή που καθορίζει το αν ένα έργο τέχνης θα κοσμήσει τον τοίχο και όχι το τι πραγματικά απεικονίζεται.
Εκτός όμως από αυτού του είδους την τέχνη, το πρόβλημα αυτό εξαπλώθηκε και σε άλλους τομείς. Πλέον, η μουσική έχει χαράξει μία νέα πορεία. Μία πορεία που βασίζεται ακριβώς στην απάντηση του: «Μου αρέσει;». Δεν δίνεται η απαιτούμενη σημασία στα λόγια του τραγουδιού ή τη μουσική καθ’ εαυτή, αλλά στο αν παίζεται σε κάποιο νυχτερινό μαγαζί. Η τηλεόραση (και ό, τι συνεπάγεται αυτή) μέσα από τις ταινίες που παράγει θεωρείται ως η «νέα» τέχνη της εποχής. Αυτή, πρώτη απ’ όλους, αναπαράγει την απώλεια της «αύρας», ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον ως χώρος προβολής συμφερόντων και αντικειμένων που αναμασούν τον καπιταλισμό.
Το ζητούμενο του άρθρου δεν είναι βέβαια η απόκρυψη από τα σαλόνια του πίνακα του Ντα Βίντσι, αλλά η κριτική σκέψη πάνω σε τέτοιου είδους ζητήματα. Αφενός, η κριτική των νέων προτύπων που παρουσιάζονται από τα social media και την τηλεόραση. Αφετέρου, η αναζήτηση της πραγματικής τέχνης με την αυθεντική «αύρα» η οποία έχει ακόμη πολλά να προσφέρει στην ανθρωπότητα. Το ζητούμενο είναι, ο θαυμασμός για το επίτευγμα κάποιου, το οποίο θεωρείται ως Τέχνη, να περνά από κριτική σκέψη σε βάθος, προκειμένου να βρεθεί το πραγματικό του νόημα, και όχι να «στολίζεται» άκριτα σε έναν διάδρομο «για τα μάτια του κόσμου». Τότε πραγματικά η τέχνη σε όλες τις μορφές της θα έχει βοηθήσει την ανθρωπότητα ως προς το καλύτερο. Γιατί άλλο η παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης και άλλο η κατανόησή της.