Σωτηρία Μπέλλου, η αρχόντισσα του ρεμπέτικου
Σκαρφαλωμένη στα απότομα βουνά του φλεγόμενου ρεμπέτικου στεναγμού που τυλίγεται στο κουβάρι του ανθρώπινου πόνου, η ανυπότακτη ψυχή της Σωτηρίας Μπέλλου μας καθήλωσε για παραπάνω από 50 χρόνια συνοδευόμενη από την ανόθευτη φωνή της και το απίστευτο τσαγανό της. Το περίσσιο ταλέντο της και το αλάνθαστο ένστικτό της για τη μοιραία λύση στο γρίφο της ζωής της δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν στους τοίχους του σπιτιού της, ούτε καν στο τόπο γέννησής της. Η ανάγκη επιβίωσης και ο διακαής της πόθος για μια ελεύθερη και αυτόνομη πορεία την οδήγησαν σε μια πρωτόγονη επιθετικότητα, η οποία εξευμενιζόταν μόνο μέσα στις μερακλίδικες και ταυτόχρονα αγγελικές ερμηνείες της. Ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε πει για εκείνη: « Αυτός ο ανάποδος άνθρωπος, όταν τραγουδούσε ήταν μια αγία. Η σύγκρουση με όλα την οδήγησε στο θεϊικό της τραγούδι.».
Μια ατίθαση καρδιά
Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1921 στα Χάλια της Χαλκίδας. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια, όπου δεν της έλειψαν τα βασικά αγαθά με μια μητέρα δυναμική και σκληρή ένεκα αρβανίτικης καταγωγής και έναν πατέρα κάπως πιο ήπιο και τρυφερό. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια αλλά πολύ ζωηρή. Από παιδί φάνηκε ο καμωμένος από μπαρούτι χαρακτήρας της, καθώς δεν δίσταζε να δείρει όποιον τη πείραζε. Ο παππούς της ήταν ο παπά-Σωτήρης, ο οποίος της είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Εκείνος την έπαιρνε κοντά του κάθε Κυριακή, για να τον βοηθάει στη Θεία Λειτουργία κι εκείνη άκουγε σαν υπνωτισμένη τους ήχους από τις ψαλμωδίες.
Η έφεσή της στη μουσική είχε αρχίσει να φαίνεται. Οι χορδές που σπάγανε πάνω στην κορύφωση από τις μουσικές μαργιολιές των δεξιοτεχνών γινόντουσαν στα χέρια της Μπέλλου το υλικό, για να φτιάξει το δικό της όργανο. Ως παιδί θαύμαζε πολύ τη Σοφία Βέμπο. Με αφορμή την πρώτη της ταινία με τίτλο «Προσφυγούλα», την οποία είδε η Μπέλλου, στέκεται με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη και παριστάνει την τραγουδίστρια. Κάθε φορά που η μάνα της την έπαιρνε χαμπάρι, αυστηρή καθώς ήταν, την έδερνε. Εκείνη με αναπάντεχη τόλμη, μετά το ξύλο, επέμενε να ονειρεύεται κατά πως της υπαγόρευε ο χτύπος της καρδιάς της. Το πρώτο τραγούδι που παίζει είναι το «Δυο μαύρα μάτια» και εκείνη είναι μόλις 13 ετών.
Στα 17 της χρόνια, την παντρεύουν με κάποιο νεαρό, από τον οποίο όμως χωρίζει σύντομα, μιας και ανακαλύπτει πως την απατά. Λίγο πριν χωρίσουν είχε μείνει έγκυος, αλλά απέβαλε μετά από κάποιο χτύπημα που δέχτηκε από τον άντρα της. Αντιδραστική και ζόρικη όπως ήταν, μαθαίνοντας την απιστία του, λειτουργεί ακραία και πάνω στο θυμό της, του ρίχνει βιτριόλι στο πρόσωπο, προκαλώντας του σοβαρά εγκαύματα. Η πράξη της αυτή την οδηγεί στον εγκλεισμό της στη φυλακή για 3 μήνες. Όταν επιστρέφει στο τόπο της, είναι ανεπιθύμητη. Παρασυρόμενη από το πείσμα και της νεανική της ορμή διαλέγει τη φυγή, λέγοντας: «Εγώ θα γίνω μεγάλη και τρανή». Ο δρόμος τη βγάζει πια στην Αθήνα.
Περιπλανώμενη ζωή, περιπλανώμενο κορμί
Το 1940, την επόμενη ημέρα από την έφοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, η Μπέλλου μπαίνει σ’ ένα τρένο και φεύγει για την Αθήνα. Από την ευμάρεια του σπιτιού της πέφτει στην ανάγκη επιβίωσης μέσα από άθλιες συνθήκες φτώχειας και πείνας. Αναγκάζεται να κάνει διάφορες δουλειές, όπως αχθοφόρος στους σταθμούς των τρένων, υπηρέτρια και πολλά ακόμα. Με ισχυρή αριστερή συνείδηση οργανώνεται στο ΕΑΜ, συμμετέχοντας μάλιστα στα Δεκεμβριανά, όπου ξυλοκοπείται άγρια και μπαίνει για μια ακόμη φορά στη φυλακή. Η μάνα της έχοντας μεγάλη ανησυχία για το αν ζει, έρχεται στην Αθήνα, όπου τη συναντά στην πλατεία Ομονοίας να πουλά παστέλια. Η Μπέλλου τη βλέπει από μακρυά, δεν της μιλά και από εγωισμό γυρίζει πίσω και χάνεται σε κάποιο στενό. Στέκεται σε μια γωνιά και ξεσπά σε κλάμματα.
Δειλά δειλά ξεκινά να τραγουδά σε ταβέρνες, ώσπου κάποια στιγμή συναντά το μοιραίο άνθρωπο στη ζωή της, που δεν είναι άλλος από το Βασίλη Τσιτσάνη. Η συνεργασία τους της χαρίζει ανεπανάληπτα τραγούδια ενώ ο Τσιτσάνης ανακαλύπτει την ερμηνευτική δεινότητα μιας μεγάλης φωνής που αναδεικνύει υπέροχα τις δημιουργίες του. Συνεργάζεται και με άλλους μεγάλους δημιουργούς όπως ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Καλδάρας και άλλοι. Αν και γυναίκα υψώνει το ανάστημά της και κερδίζει επάξια μια θέση στο λαϊκό πάλκο, σε μια εποχή όπου το ρεμπέτικο τραγούδι είναι ανδροκρατούμενο. Κάποιοι δυσαρεστούνται μ’ αυτό, γεγονός το οποίο την κάνει να αναπτύξει ακόμα περισσότερο την επιθετικότητά της, στην προσπάθειά της να αμυνθεί.
Είναι σωστό αντράκι και δεν καταδέχεται να κάνει εκπτώσεις σε όσα πιστεύει, με οποιοδήποτε τίμημα. Περιβόητη είναι η άρνησή της να τραγουδήσει μια συγκεκριμένη παραγγελιά από τους λεγόμενους χίτες (οργάνωση με εθνικιστικό και φιλοβασιλικό περιεχόμενο) την περίοδο που τραγουδούσε μαζί με τον Τσιτσάνη και άλλους στου «Τζίμη του Χοντρού», γεγονός που οδήγησε στον ξυλοδαρμό της από αυτούς. Αξιοπρόσεκτο ήταν, ότι δεν σηκώθηκε ούτε ένας από τους συναδέλφους της να την υπερασπιστεί, κάτι το οποίο το κουβαλούσε πάντα σαν μια πίκρα. Η ρήξη με τον Τσιτσάνη ήταν σφοδρή και τότε βρήκε καταφύγιο στο Μάρκο Βαμβακάρη, ο οποίος την αγαπούσε και τη θαύμαζε πολύ. Εκείνος την αγκάλιασε σαν να ‘ταν μικρό παιδί. Λίγο αργότερα, ξανασυνεργάστηκε με τον Τσιτσάνη, με τον οποίο όμως πάλι συγκρούστηκαν εξαιτίας της σχέσης του με τη Μαρίκα Νίνου. Εκείνη απαίτησε την αποχώρηση της Μπέλλου και ύστερα από σκληρό καβγά και ξύλο των δύο γυναικών, για τη δεύτερη ξεκινά μια ακόμα δύσκολη περίοδος γεμάτη από πολλή μοναξιά.
Ψάχνοντας μια διέξοδο, γυρεύοντας μια αλλιώτικη ζωή…
Οι αρχές της δεκαετίας του ’60 βρίσκουν την Μπέλλου σε μια κάμψη της καριέρας της, η οποία διαρκεί για τρία περίπου χρόνια. Βρίσκεται στο περιθώριο και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τα πάθη της, τα οποία την κυριεύουν. Περνά μέσα από το φρικτό τούνελ του αλκοολισμού και της αγιάτρευτης μανίας της για το τζόγο. Πάσχει από μανιοκατάθλιψη και νοσηλεύεται σε ψυχιατρική κλινική, από την οποία, όμως δραπετεύει. Καταλήγει να πουλά τσιγάρα. Η γνωριμία με τον Κώστα Καζάκο αποτελεί το συνδετικό κρίκο για τη συνάντηση με τον Αλέκο Πατσιφά (διευθυντής της Λύρας) και τη σταδιακή επάνοδό της. Από το 1963 και έπειτα, συνεργάζεται και πάλι με τον Τσιτσάνη παίζοντας στο Χάραμα για 10 ολόκληρα χρόνια, χαρίζοντας στο αθηναϊκό κοινό απερίγραπτες βραδιές. Τα επόμενα χρόνια δοκιμάζεται σε πιο έντεχνα κομμάτια, σημειώνοντας εξίσου μεγάλες επιτυχίες. Συνεργάζεται με τους Μούτση, Σαββόπουλο, Τριπολίτη και άλλους.
Δημιουργώντας μεγάλες συμπάθειες αλλά και μεγάλες αντιπάθειες ήταν πάντα η παρεξηγημένη προσωπικότητα που μπορούσε να διχάσει, προκαλώντας με τη συμπεριφορά της σε άλλους ειρωνικό χαμόγελο και σε άλλους οργή. Είναι ο θηλυκός σατράπης (τραγούδι που έγραψε για εκείνη ο Παπαϊώαννου που την αγαπούσε πολύ) που έκατσε σ’ ένα βράχο φαγωμένο μια συννεφιασμένη Κυριακή και τραγούδησε «τα καβουράκια». Σαν απόκληρος γύριζε όλη της τη ζωή και δεν έλεγε κουβέντα, κρατούσε κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα της βασανισμένης της ψυχής. Τα βράδια τα έπινε στις ταβέρνες και όλο παράπονα έκανε για τους ατέλειωτους χειμώνες και εκείνα τα μικρά καλοκαίρια που σαν αστραπή φεύγουν μπρος από τα μάτια μας. Και όταν ο καημός της πύρωνε σαν τη φωτιά, φώναζε στον μάγκα της να της ανοίξει την πόρτα την κλειστή, να μην την τυραννάει πια, παρακαλώντας τον με έναν αρχοντικό, ζεϊμπέκικο χορό να μην της ξαναφύγει πια.
Υπήρξε μια αυθεντική και παθιασμένη ανθρώπινη φιγούρα που λειτούργησε επαναστατικά ρίχνοντας μετωπικές κουτουλιές στον καθωσπρεπισμό μιας σκουριασμένης νοοτροπίας για τη θέση της γυναίκας στη κοινωνία. Είχε το στοιχείο της υπερβολής βαθιά στη ψυχοσύνθεσή της, όμως αυτό ήταν απόρροια μιας περιρρέουσας καταπιεσμένης συμπεριφοράς και σκέψης χωμένης μέσα στην ναφθαλίνη. Διαφωνούσε πάντα έντονα και ήταν σε μόνιμη θέση «μάχης.» Έβριζε πολύ, όμως η ίδια έλεγε πως αυτό το κάνει μόνο για τους ανθρώπους που αγαπάει πραγματικά. Ο Στέλιος Βαμβακάρης είχε πει για εκείνη: «Ήταν μια όμορφη γυναίκα και είχε τύπο φανταστικό σαν άνθρωπος. Είχε μια μεγάλη προσωπικότητα που τη σεβόντουσαν μέχρι και οι πέτρες. Τη διέκρινες για τη φωνή της και την αγάπη της για τη δουλειά που έκανε.».
Οι πόθοι της σε υπόγεια διαδρομή
Κουβαλούσε ένα παράξενο κράμα μιας μεγάλης γενναιοδωρίας που ξεδιπλωνόταν, όταν ένιωθε τον πόνο του άλλου και μιας παρόρμησης ανεπανάληπτης, άρρηκτα δεμένης με την παρούσα απουσία του φόβου από τη ψυχή της. Τη διακατείχε ένα ιδιαίτερο χιούμορ κι όσα για τους άλλους έμοιαζαν παράξενα, για εκείνη ήταν φυσικά. Τα πιο απλά πράγματα μπορούσαν να την πλημμυρίσουν χαρά και τότε τα μάτια της πίσω από εκείνα τα μεγάλα, χαρακτηριστικά γυαλιά της λαμπύριζαν σαν ένα ζευγάρι διαμάντια. Το ένστικτό της την καθοδηγούσε σε κάθε της βήμα. Αυτό σηματοδοτούσε την αρχή ή το τέλος μιας φιλίας. Ο Γιάννης Τσαρούχης την λάτρευε και δεν της χαλούσε χατήρι. Έτσι έγινε εκείνο το βράδυ του 1988, σε κάποιο κέντρο που τραγουδούσε η αγαπημένη του κι εκείνη τον «ξεσήκωσε» και χόρεψαν μαζί σε μια μέθεξη μαγική. Εκείνος έλεγε: «Αγαπώ την Κάλλας και τη Μπέλλου και δεν αισθάνομαι διχασμένος. Ας κοπιάσουν όσοι σκανδαλίζονται να καταλάβουν τί μου συμβαίνει.».
Περνώντας δια πυρός και σιδήρου η Μπέλλου γεννήθηκε σε μια παράταιρη από την ιδιοσυγκρασία της εποχή, αγωνιζόμενη για την ανεξαρτησία της με πολλά σωστά και άλλα τόσα στραβά, φέρνοντας διαρκώς τα πάνω-κάτω στη ζωή της. Βοηθούσε πολύ τους ανθρώπους που ένιωθε πως είχαν ανάγκη, κάτι το οποίο δεν το διατυμπάνιζε ποτέ, σαν μια κρυφή συνωμοσία του καλού. Το 1993 της διαγνώστηκε καρκίνος στο φάρυγγα. Σύντομα έχασε το θείο δώρο της φωνής της. Ταλαιπωρήθηκε για 4 περίπου χρόνια και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Η τελευταία περίοδος της ζωής της ήταν γεμάτη από απομόνωση και απελπισία, τις οποίες έσπαγε το «σκασιαρχείο» που έκανε, όταν πήγαινε να παίξει ζάρια, για να βρει παρηγοριά.
Η Μπέλλου άφησε την τελευταία της πνόη στις 27 Αυγούστου 1997. Η δημοσιογράφος Ρηνιώ Παπανικόλα είχε πει: «Κι αν το ρεμπέτικο πήρε πολλούς δρόμους, εσύ, Σωτηρία, βγάζεις στο μονοπάτι το σωστό.». Πήρε ένα πονεμένο και κακότραχαλο μονοπάτι μέχρι το τέλος, απόλυτα συνυφασμένο με όλη την ουσία του ρεμπέτικου τραγουδιού, το οποίο εκπροσώπησε. Τώρα στη γειτονιά των αγγέλων θα τραγουδά κάποιο μινόρε της αυγής και θα μας κοιτάζει γεμάτη παράπονο και ένα παιδικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Τούτες οι ατόφιες φυσιογνωμίες και τούτα τα τραγούδια μας είναι απαραίτητα τώρα περισσότερο από ποτέ, για να ανασηκωθούμε, να ψηλώσουμε δυο πόντους και επιτέλους να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα η τρομερή μας η λαλιά…