Συναισθήματα, αισθήματα και άλλα… (μέρος 2ο)

Συντάκτης: Μάριαμ Συρεγγέλα

Ο κόσμος των συναισθημάτων είναι πανανθρώπινος, διαφέρουν, ωστόσο, οι περιγραφές τους, οι τρόποι που εκδηλώνονται, ακόμη και οι αιτίες που τα προκαλούν.

Η αλήθεια είναι ότι τα συναισθήματα των άλλων, μακρινών και κοντινών, φαντάζουν σε μας απλοϊκά, έως και μικρά – ιδιαίτερα των πολιτιστικά “άλλων”. Συχνά μοιάζουν λιγότερο περίπλοκα, ίσως και κάπως φτηνά, υπερβολικά θεατρικά και όχι τόσο εκλεπτυσμένα όσο τα δικά μας. Γιατί;  Διότι δεν τα ζούμε, είναι μακριά, και έτσι σχεδόν -ή εντελώς- δεν υπάρχουν για εμάς.

Οι Nias μας τοποθετούν σε συναισθηματικές ζώνες, ξένες και ενοχλητικές, στο εσωτερικό της ανθρώπινης καρδιάς –της επώδυνης καρδιάς– που σπάνια εξερευνούμε έξω από τη μυθοπλασία ή το θέατρο.

Η ανθρωπολογία είναι ένα συγκριτικό εγχείρημα, αλλά όσον αφορά τα συναισθήματα πώς ξέρουμε τι συγκρίνουμε; Τα συναισθήματα που αποκαλούμε “οργή” και “χαρά” είναι οικουμενικά ή κάθε πολιτισμός παράγει το δικό του ρεπερτόριο; Πόσο ρόλο παίζουν η γεωγραφική απόσταση, η έλλειψη επικοινωνίας, το κλίμα; Είναι τα συναισθήματα φυσικά είδη, όπως είναι τα ζώα, οι άνθρωποι, το σώμα, ή είναι πολιτιστικές εφευρέσεις, όπως η “τριχωτή καρδιά”; Πού και πώς αρχίζουν και σταματούν; Υπάρχουν βασικά συναισθήματα, των οποίων τα υπόλοιπα είναι παραλλαγές ή υπο-υποστάσεις; Είναι ελαστικά ή παγιώνονται και σκληραίνουν και αυτά με τον χρόνο, όπως οι αρτηρίες μας;

Οι ανθρωπολόγοι, πολύ περισσότερο από τους ψυχολόγους που τείνουν (συχνά με απόλυτο τρόπο) να αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο ως μεμονωμένο ον, είναι επιφυλακτικοί με τις γενικεύσεις που αφορούν την ανθρώπινη φύση. Η παγκόσμια εθνογραφία είναι γεμάτη παραδείγματα ανθρώπων που συμπεριφέρονται με τρόπους που δεν συμβαδίζουν με την κατανόησή μας για τα συναισθήματα – εάν φυσικά προϋποθέτουμε ότι υπάρχει κάποια δεδομένη κατανόηση. Οι καταστάσεις που προκαλούν συγκεκριμένα συναισθήματα ποικίλλουν, όπως διαφέρουν και η εμφάνιση και οι τρόποι που αυτά εκδηλώνονται. Υπάρχει, όμως, κάτι περισσότερο από αυτό: οι ανθρώπινες αντιδράσεις ποικίλλουν με τρόπους που οι περισσότερες θεωρίες των συναισθημάτων δεν μπορούν να εξηγήσουν ή δεν εξηγούν επαρκώς.

Εδώ είναι μερικά παραδείγματα:

  1. Ένας Chewong, από μια φυλή δάσους της Μαλαισίας, ζαλίζεται εάν συμπεριφερθεί με τσιγκουνιά, παραβαίνοντας τον κανόνα της κοινής μοιρασιάς. Εκεί όπου εμείς θα καταβαλλόμασταν με συναισθήματα ντροπής, ενοχής ή αμφιβολίας, οι Chewong δεν μετατρέπουν την αντίληψη του σφάλματος σε συναίσθημα. Αντίθετα, ζαλίζονται. Ζαλίζομαι όταν χάνω την ισορροπία μου, όταν κάτι αλλάξει, όταν κάτι με συγχύσει. Είναι αυτό μια μορφή σωματοποίησης του συναισθήματος;
  2. Οι Bosmun της Παπούας Νέας Γουινέας βιώνουν μια σωματική αίσθηση, την πείνα, ως μια συναισθηματική κατάσταση έλλειψης.
  3. Αντίθετα, οι Baining της Παπούας Νέας Γουινέας, αισθάνονται τη μοναξιά τους ως πείνα. Για τους Baining το φαγητό σχετίζεται με την κοινωνικότητα. Το να είσαι μόνος συνεπάγεται να πεινάς – είσαι άδειος από τον άλλον.
  4. Οι Waorani των τροπικών πεδινών του Ισημερινού (Εκουαδόρ) αντιδρούν στον θάνατο από δάγκωμα φιδιού με οργή, όχι με θλίψη ή τρόμο. Εδώ το σκεπτικό είναι πιο εύκολα κατανοητό. Για τους Waorani, κανένας θάνατος δεν είναι “φυσικός”, καθώς πάντα ελλοχεύει η μαγεία: ποιος έβαλε το φίδι; Το αξιοσημείωτο είναι η αμεσότητα της οργής, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την επικρατούσα θεωρία των  επιστημόνων ότι η σοβαρή απώλεια αυτόματα ενεργοποιεί τη θλίψη. Βέβαια, η οργή προσλαμβάνεται ως η “κορυφή του παγόβουνου” της θλίψης. Μήπως, εν τέλει, δεν αλλάζει το συναίσθημα, αλλά ο τρόπος έκφρασής του ανάλογα με τον τόπο, επομένως ανάλογα με τις κοινωνικές συνήθειες, την ιστορία κ.λπ. του τόπου;
  5. Οι Ταϊτινοί, σύμφωνα με πληροφορίες, στερούνται μια λέξη ή ακόμη και την έννοια της θλίψης και αντιμετωπίζουν την απώλεια με μια συμπεριφορά που μοιάζει με τεμπελιά ή οκνηρία παρά με θλίψη. Από την άλλη, η θλίψη δεν μας “ρίχνει” σε μια κατάσταση ακινησίας, διότι τίποτα δεν φαίνεται πλέον να έχει νόημα;
  6. Οι Utku, μια ομάδα Εσκιμώων, που είναι, λόγω του κλίματος, εξαρτώμενοι ο ένας από τον άλλον για την επιβίωσή τους, αποφεύγουν με κάθε τρόπο τον θυμό, εκπαιδεύουν τα παιδιά τους να τον διαχειρίζονται και η όποια “αίσθηση ενόχλησης” θεωρείται παιδαριώδης εκδήλωση συναισθημάτων και έλλειψη τρόπων. Στις δυτικές κοινωνίες ο θυμός ή και η οργή εκλαμβάνονται συχνά πλέον ως έκφραση ελευθερίας (π.χ. έχω το δικαίωμα να εκφραστώ όπως θέλω), ως δίκαιη ένδειξη διαμαρτυρίας κ.λπ.

Υπάρχουν χιλιάδες άλλα παραδείγματα συναισθηματικών καταστάσεων ή τουλάχιστον συναισθηματικών εκφράσεων και συμπεριφορών που ποτέ δεν ονειρευτήκαμε, τα οποία μας αναγκάζουν να παραδεχτούμε αυτό που λέει ο Άμλετ στον Οράτιο: “Υπάρχουν πολλά περισσότερα στον ουρανό και στη γη, Οράτιε, απ’ ό,τι ονειρεύτηκε ποτέ η φιλοσοφία σου”. Η “φιλοσοφία σου” μπορεί να είναι ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα ο καθένας μας: μέσα από τα δικά του μάτια.

Πιστεύουμε, χωρίς να το πολυσκεφτούμε, ότι αυτό που μας κάνει ανθρώπους και μας διευκολύνει στην επικοινωνία είναι τα συναισθήματά μας, και σε κάποιο επίπεδο υπάρχουν σαφώς ομοιότητες, καθώς καταφέρνουμε, ξεπερνώντας κάποια πολιτιστικά όρια, να αναγνωρίζουμε και να ανταποκρινόμαστε μέσες-άκρες αποτελεσματικά στα δάκρυα, στον θυμό, στη χαρά των άλλων, χωρίς να χρειάζεται να ξέρουμε την αιτία αυτών των συναισθηματικών εκφράσεων.

Τα περισσότερα συναισθήματα, όμως, απαιτούν ένα “αφηγηματικό πλαίσιο” και ένα “πρότερο ιστορικό” που τα συνδέει, ώστε να μας γίνουν πιο “ευανάγνωστα”, ακόμα και μεταξύ των γνωστών μας. Ελλείψει αυτών, δηλαδή της ήδη υπάρχουσας γνώσης ή τουλάχιστον της διάθεσης για κατάκτηση αυτής της γνώσης, η ενσυναίσθηση “πάει περίπατο” και η θεωρία τού ότι όλοι είμαστε ίδιοι, ότι αντιδρούμε το ίδιο, καταρρέει.

Εάν αφαιρέσουμε το περιβάλλον, τα συναισθήματά μας θα έχουν νόημα ή έστω μια ρεαλιστική λειτουργικότητα; Ποιες θα ήταν οι ενοχές μας χωρίς τις προσωπικές μας βιογραφίες, τους άλλους που αδικήσαμε, τον εγωισμό μας, τα πράγματα που τις κρατούν ζωντανές, τον τρόπο που τις εκφράζουμε ή τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, τις κοινωνικο-θρησκευτικές μας πεποιθήσεις ή ακόμη και τον τρόπο που “επιλέγουμε” να αντιληφθούμε κάθε εξωτερικό ή εσωτερικό μας ερέθισμα;

Ως εδώ καλά. Αλλά γιατί να μας ενδιαφέρουν τα συναισθήματα των Εσκιμώων, των Μαλαισιανών, των Ταϊτινών κ.λπ.;  Οι πιθανότητες να τους γνωρίσουμε είναι ελάχιστες, και ακόμη λιγότερες οι πιθανότητες να αναπτύξουμε σχέσεις μαζί τους. Άρα τι μας ενδιαφέρει εάν δεν είμαστε ανθρωπολόγοι ή εθνογράφοι;

Και όμως, κατά έναν τρόπο είμαστε. Η ανθρωπολογία και η εθνογραφία δεν είναι θετικές επιστήμες και, επομένως, όπως και εμείς, δεν λειτουργούν καλά μέσα σε εργαστήρια. Για να λειτουργήσουν, δεν μπορούν να είναι ουδέτεροι και συναισθηματικά αποσυνδεδεμένοι παρατηρητές· πρέπει να είναι κάπου ανάμεσα στον κόσμο, στους ανθρώπους του και στη διαφορετική καθημερινότητά τους.

Έτσι και εμείς, που δεν είμαστε επιστήμονες, αλλά που, ωστόσο, είμαστε με μία έννοια εξερευνητές του κόσμου μας και του εαυτού μας, μπορούμε, όπως οι εθνογράφοι, να περπατήσουμε ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, να “τριφτούμε” μαζί τους, αρχίζοντας από τους πλέον κοντινούς μας και εκτείνοντας τον κύκλο προς τα έξω, να μοιραστούμε τις θλίψεις και τις χαρές τους, να ζήσουμε τον κόσμο τους “από μέσα”, να δούμε τι βλέπουν και πώς το βλέπουν, τι νιώθουν και γιατί το νιώθουν, να “μπούμε στα παπούτσια τους”, στραβοπατημένα ή καινούργια, μήπως και καταλάβουμε πώς ζουν και πώς αισθάνονται μέσα τους όλα αυτά τα χρόνια που τα φορούσαν έως και σήμερα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όλο αυτό το “πήγαινε, δες, ψάξε, εξέτασε και κατάλαβε” είναι μια “άσκηση” χρονοβόρα, επίπονη, ίσως συχνά αναποτελεσματική, σίγουρα μια διαδικασία χαοτική, ένα κουβάρι δίχως τάξη ή έλεγχο, αρχή και τέλος, όπως η ίδια η ζωή.

Ανταμείβει, όμως, προσφέροντάς μας πληροφορίες, νέες θεάσεις των άλλων και ημών των ιδίων, γνώσεις των οποίων την ύπαρξη δεν είχαμε αντιληφθεί, ούτε καν υποπτευθεί, συναισθήματα που μοιραζόμασταν, αλλά έμεναν ανείπωτα, μια στάση ίσως πιο ανεκτική και πιο χαλαρή έναντι των άλλων, μια άλλη θεώρηση του σωστού και του λάθους, ένα πιο ευρύ βλέμμα, με την ικανότητα να βλέπει πέρα από τα συνηθισμένα και τα καθημερινά (η ευφυΐα εδώ αποκτάται, κι ας λέει ο James), μια μεγαλύτερη καρδιά και ίσως μια καλύτερη, πιο χαρούμενη ζωή.

Οι εθνογράφοι παρατηρούν λαούς, κοινότητες, μια πληθώρα κόσμου σε μακρινές χώρες, ανακαλύπτοντας το άγνωστο και προσπαθώντας να το κάνουν γνωστό. Εμείς δεν μπορούμε να διαθέσουμε λίγο χρόνο για να ξανα-ανακαλύψουμε τον δικό μας μικρόκοσμο αλλά και του διπλανού μας, που συχνά μας είναι το ίδιο άγνωστος όσο και ο παγωμένος κόσμος των Εσκιμώων; Μαζί μπορεί να ανακαλύψουμε και τον εαυτό μας, που συνήθως δεν γνωρίζουμε τόσο όσο πιστεύουμε.

Συντάκτης: Μάριαμ Συρεγγέλα,

Influence:

Έχει σπουδάσει ψυχολογία με μεταπτυχιακές σπουδές στο Illinois Institute of Technology (USA) και Surrey University (UK). Έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα και στο Ιράν…