Σε τι μπορεί, πραγματικά, να μας βοηθήσει η τέχνη;
Η τέχνη, σε όλες τις μορφές της, ανέκαθεν υπήρχε δίπλα στον άνθρωπο. Από τοιχογραφίες μέχρι και κινηματογράφο, κάθε μορφή τέχνης αναπτυσσόταν αναλόγως με την εποχή και με τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Πώς όμως μπορεί η τέχνη να βοηθήσει την καθημερινότητα των ανθρώπων αλλά και τον τρόπο του σκέπτεσθαι του καθενός;
Αφορμή για το άρθρο αυτό στάθηκε το ερώτημα αν η τέχνη βοηθά την καθημερινότητα των ανθρώπων μόνο ως «πίνακες στα σαλόνια» ή «θεατρικές παραστάσεις δίχως κριτική» ή «ταινίες για να περνά η ώρα». Προκειμένου να γνωρίσει κανείς τις πραγματικές συνέπειες της τέχνης (δηλαδή τη χρησιμότητά της), θα ήταν πρέπον να κατανοήσει την παραγωγή της. Δεν χρειάζεται κάποιος ειδικός της ιστορίας της τέχνης για να καταλάβει κανείς το γεγονός ότι ποτέ κανένας ζωγράφος δεν δημιούργησε προκειμένου να στολίσει το σαλόνι του. Καμία συμφωνία δεν συντέθηκε για να την ακούσει κάποιος ενόσω περιμένει την άμαξα που θα τον παραλάβει. Ούτε κάποιο θεατρικό έργο σκηνοθετήθηκε για να περάσει η ώρα. Πολλά τέτοιου είδους παραδείγματα μπορούν να ειπωθούν. Πού όμως καταλήγει κανείς όταν στοχάζεται αυτά;
Προτού φτάσει στο ερώτημα «γιατί τότε η μόνη χρηστικότητα ενός πίνακα, πλέον, είναι να στολίζει τα σαλόνια;», χρειάζεται όπως ειπώθηκε, να γνωρίσει το λόγο παραγωγής της τέχνης. Κάθε πίνακας αναπαριστά κάτι. Το κάτι αυτό, ενυπάρχει στο μυαλό του ζωγράφου πριν ακόμη αποτυπωθεί στο χαρτί. Είναι μια ατομική οπτική εντός φαινομένου στην οποία ο ζωγράφος θα δώσει ζωή στον καμβά του. Παρουσιάζει, λοιπόν, τον τρόπο που ο ίδιος σκέφτεται σε ένα χαρτί. Αντιστοίχως σε μία παρτιτούρα, σε ένα θεατρικό, σε ένα μπαλέτο και πάει λέγοντας. Τις περισσότερες φορές, οι άνθρωποι αυτοί, οι δημιουργοί της τέχνης, ομιλούν μέσα από τα έργα τους για τις συνθήκες της καθημερινότητας με τις οποίες έχουν δυσαρεστηθεί. Αυτό σημαίνει ότι μέσα από το δημιούργημά τους θέλουν να περάσουν κάποιο νόημα για την αλλαγή της πραγματικότητας, όπως τη βιώνει ο καθημερινός άνθρωπος. Είναι λογικό, λοιπόν, η κάθε μορφή τέχνης να παρουσιάζει κάποια στοιχεία τηw εποχής και με αυτό τον τρόπο να μπορεί να διαχωριστεί σε εποχές ή ρεύματα κλπ. Το σημαντικό είναι, όμως, ότι κάθε δημιούργημα τέχνης, προσπαθεί να περάσει ένα μήνυμα.
Οποιοσδήποτε αναλογιστεί αυτά τα ερωτήματα και μελετήσει την παραγωγή του κάθε έργου τέχνης, θα οδηγηθεί σε έναν δύσκολο αλλά σημαντικό και βοηθητικό δρόμο. Βλέποντας τον κόσμο μέσα από την οπτική του κάθε δημιουργού, αφουγκράζεται κανείς τα προβλήματα τα οποία τον εξώθησαν στη δημιουργία. Πολλές ερωτήσεις μπορούν να προκύψουν από κει και πέρα: «Γιατί τα χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό τον πίνακα να είναι μουντά και μελαγχολικά;» «Γιατί οι νότες που δημιουργούν αυτή τη μελωδία να είναι μελαγχολικές;», «Γιατί χαρούμενες;», «γιατί αυτός ο ηθοποιός έχει τόσο θλιμμένο ρόλο;», «γιατί αυτοκτόνησε;». Και πολλά ακόμη ερωτήματα τα οποία δεν θα είχαν καμία απολύτως έννοια για κάποιον ο οποίος απλώς θα κρέμαγε έναν πίνακα στο σαλόνι του, η επιλογή του οποίου θα γινόταν μόνο με βάση τα χρώματα που ταιριάζουν.
Η εμπορευματοποίηση της τέχνης (κάτι το οποίο κατά την γνώμη μου, σκοτώνει την τέχνη), θα μπορούσε να ειπωθεί ότι έχει ξεκινήσει από πιο παλιά χρόνια με μία κάπως ιδιότυπη μορφή. Διάφοροι πίνακες ή μελωδίες αγοράζονταν από εύπορους ανθρώπους προκειμένου να στολίζουν τα σπίτια τους ή για να ακούγονται κατά τη διάρκεια ενός δείπνου. Αφηνόταν όμως στην κρίση του δημιουργού ο τρόπος με τον οποίο θα δημιουργήσει το κάθε έργο. Ακόμη και οι προσωπογραφίες και τα πορτραίτα διαφέρουν μεταξύ της μίας ή της άλλης περιόδου ως προς τον τρόπο απεικόνισης των προσώπων. Η εμπορευματοποίηση αυτή σχετιζόταν απλώς με την πώληση και αγορά των δημιουργημάτων αφού αυτά ολοκληρωθούν. Η σύγχρονη εμπορευματοποίηση της τέχνης, όμως, έχει εισέλθει και στον τρόπο παραγωγής της.
Σε όλο το άρθρο δεν έχει αναφερθεί κάποιο παράδειγμα από τον κινηματογράφο καθώς, αυτή η μορφή της τέχνης αποτελεί τόσο μεγάλο εμπόρευμα, που έχει αλλοιωθεί. Λίγες ταινίες υπάρχουν προκειμένου να μεταδώσουν κάποιο νόημα, και αυτές είναι «παλιές». Εάν η χρησιμότητα της τέχνης κρίνεται από το ποιοι ηθοποιοί πρωταγωνιστούν, πόσα εφέ έχουν χρησιμοποιηθεί και εάν το σενάριο είναι δυναμικό και «πιασάρικο», τότε η τέχνη ατροφεί.
Η τέχνη δεν είναι κάτι αυτόνομο. Εξαρτάται άμεσα από την κριτική που ασκείται σε αυτήν και από την σκέψη και τον προβληματισμό που δημιουργούνται μέσα από κάποιο έργο της. Μετά από κάθε θεατρική παράσταση θα έπρεπε να υπάρχει ανοιχτή συζήτηση για το νόημα του έργου. Σε κάθε έκθεση ζωγραφικής ή φωτογραφίας θα έπρεπε να συζητείται το νόημα και το πλαίσιο των απεικονισθέντων. Κάθε κρεμασμένος σε σαλόνι πίνακας θα πρέπει να κρεμάται έχοντας κατανοηθεί το νόημά του, και αφού αυτός που τον στόλισε έχει την όρεξη να μιλήσει γι’ αυτό το νόημα σε κάθε επισκέπτη.
Καθώς, πόσα πιο πολλά τατουάζ μπορεί να στολίσει κανείς στο σώμα του όταν θα το έχει καλύψει όλο, επειδή η «νέα μόδα» (η εμπορευματοποίηση της συγκεκριμένης τέχνης με άλλα λόγια), στρέφεται στην ποσότητα; Κάποιο νόημα μπορεί να περαστεί και από ένα μικρό τατουάζ σε κάποιο σημείο του σώματος. Ή αλλιώς, από μία ταινία μικρού μήκους (διάρκειας λιγότερης από μισή ώρα). Όλα αυτά έχουν ως βασική προϋπόθεση, τον προβληματισμό των άλλων. Καμία ταινία μικρού μήκους δεν βοηθά τη σκέψη όσο τα εφέ μίας περιπέτειας συνεχίζουν να καθηλώνουν, και κανένας πίνακας ή θεατρικό έργο δεν βοηθούν όσο δεν υπάρχει κάποιος που θα λάβει σοβαρά κάποιο νόημά τους. Όταν οι άνθρωποι θέσουν τις σωστές ερωτήσεις για την τέχνη, τότε κι αυτή θα τους βοηθήσει ακόμη και στην καθημερινότητά τους.