Η ψυχολογία του παιδιού που έχασε τη μητέρα του
Ο θάνατος αποτελεί την σημαντικότερη απώλεια που μπορεί να βιώσει ένα παιδί. Ο γονιός είναι εκείνος που στηρίζει το παιδί παρέχοντας του ένα σταθερό περιβάλλον στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί και να ωριμάσει, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί πρότυπο μίμησης. Για τα περισσότερα παιδιά οι γονείς είναι οι σημαντικοί άλλοι, οι σύνοδοι στην αναπτυξιακή πορεία και στην ενήλικη ζωή. Η απώλεια ενός γονιού δεν πλήττει μόνο το παιδί αλλά αποτελεί μεγάλο πλήγμα για όλη την οικογένεια, με πολλαπλές συνέπειες στην δομή και στη λειτουργία της.
Η κατανόηση του θανάτου από τα παιδιά παίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία του πένθους. Το αναπτυξιακό επίπεδο του παιδιού σχετίζεται άμεσα με την αντίληψη της «οριστικότητας». Υπάρχουν 3 στάδια αντίληψης του παιδικού πένθους. Στο πρώτο στάδιο (3 έως 5 χρόνων) το παιδί κατανοεί το θάνατο ως μια αναχώρηση, δεν αντιλαμβάνεται την έννοια της οριστικότητας και πιστεύει ότι ο θάνατος υπάρχει κάπου αλλού, σε μια άλλη διάσταση. Στο δεύτερο στάδιο (5 έως 9 χρόνων) ο θάνατος προσωποποιείται ενώ κάποιες φορές μπορεί να αποφευχθεί. Στο τελευταίο και τρίτο στάδιο (9 και 10 χρόνων) το παιδί αντιλαμβάνεται ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και οριστικός και αγγίζει όλους τους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του.
Η φύση αυτής της προσαρμογής προσδιορίζεται από τους ρόλους και τις σχέσεις του θανόντα γονέα με το παιδί αλλά και με ολόκληρη την οικογένεια. Για παράδειγμα, η μητέρα συνήθως είναι αυτή που υποστηρίζει ψυχικά το παιδί και αποτελεί το πιο έμπιστο πρόσωπο για αυτό. Κατά μια έννοια, η διαδικασία του πένθους περιλαμβάνει την προσαρμογή στην απώλεια των ρόλων οι οποίοι χάθηκαν μαζί με τη μητέρα. Για τα περισσότερα παιδιά, ο θάνατος της μητέρας συνεπάγεται περισσότερες αλλαγές στην καθημερινότητα απ’ ότι ο θάνατος του πατέρα. Καθώς το παιδί ωριμάζει και περνάει στην εφηβεία συνειδητοποιεί όλες τις απώλειες που έχει επιφέρει ο θάνατος ενός γονιού. Μέσα από σημαντικά γεγονότα ζωής αναδύονται πτυχές ενός θανάτου που έχει συμβεί στην παιδική ηλικία.
Η είδηση του θανάτου ενός γονέα είναι μια οδυνηρή στιγμή που απειλεί άμεσα τον ψυχισμό του παιδιού. Οι αντιδράσεις αυτές ποικίλουν ανάλογα με το είδος και την έντασή τους. Οι αντιδράσεις αυτές δεν διαφέρουν πολύ από τις αντιδράσεις των ενηλίκων και είναι οι εξής:
Άρνηση: «Δεν πιστεύω ότι συνέβη. Είναι ένα άσχημο όνειρο». Το παιδί συχνά δείχνει ότι είναι ανεπηρέαστο από το γεγονός γιατί προσπαθεί να προστατεύσει τον εαυτό του από το θάνατο, προσποιούμενο ότι το συμβάν δεν συνέβη πραγματικά. Μπορεί να θεωρηθεί ακόμα ότι το παιδί είναι αδιάφορο ή άκαρδο. Συνήθως η απώλεια της αντίδρασης σημαίνει ότι το παιδί δεν μπορεί να δεχθεί την πραγματικότητα και ως εκ τούτο προσποιείται ότι το άτομο είναι ακόμα ζωντανό.
Σωματικό άγχος: «Έχω ένα κόμπο στο λαιμό μου», «Δεν μπορώ να αναπνεύσω», «Δεν έχω καθόλου όρεξη», «Νιώθω ότι δεν είμαι αρκετά καλά για να πάω στο σχολείο». Το άγχος εκφράζεται με ψυχικά και σωματικά συμπτώματα.
Εχθρική Αντίδραση προς τον γονέα που πέθανε: «Πώς μπόρεσε να μου κάνει τέτοιο;», «Δεν νοιαζόταν αρκετά για μένα ζωντανός;», «Γιατί με άφησε;». Το παιδί νιώθει εγκαταλελειμμένο και θυμωμένο.
Εχθρική Αντίδραση στους Άλλους: «Φταίει ο γιατρός. Του έδωσε λάθος φάρμακο». Η εχθρότητα προβάλλεται στους τρίτους προκειμένου να ανακουφίσει τις ενοχές, καθιστώντας κάποιον άλλο υπεύθυνο για το θάνατο.
Εξιδανίκευση: «Η μητέρα μου ήταν τέλεια». Σε μια προσπάθεια να προστατεύσει από τις αρνητικές σχέσεις το παιδί αναπτύσσει εμμονή με τα καλά χαρακτηριστικά του γονέα.
Πανικός: «Ποιος θα με προσέχει τώρα;»
Ενοχή: Είναι πολύ πιθανό τα παιδιά να νιώσουν ενοχές καθώς μέσα από την καθημερινή τους εμπειρία συχνά τιμωρούνται επειδή είναι άτακτα. Η εγκατάλειψη από το αγαπημένο πρόσωπο «πρέπει» να είναι η τιμωρία κάποιας κακής πράξης. Πολλά παιδιά αισθάνονται υπεύθυνα για το θάνατο ενός μέλους της οικογένειας. Αρχικά τον αποδίδουν στη μαγεία. Αν κάποιο παιδί κάποτε ευχήθηκε το θάνατο κάποιου και αυτό πραγματοποιήθηκε λίγο καιρό μετά, τότε το παιδί νιώθει ότι αυτό τον προκάλεσε. Για αυτό το λόγο είναι πολύ σημαντικό να βοηθήσουμε το παιδί να εκφράζει τις φαντασίες και τους φόβους του.
Τέλος, ο θάνατος του γονέα επιδρά σε όλες τις πτυχές της ζωής του παιδιού. Μερικές φορές η λύπη συνοδεύεται από τύψεις καθώς τα παιδιά μετανιώνουν για τα άσχημα λόγια που ειπώθηκαν ή για τις άσχημες πράξεις που έκαναν στο παρελθόν. Επίσης, κάποια παιδιά οδηγούνται στη θλίψη και στο θυμό, γνωρίζοντας ότι ο νεκρός δεν βρίσκεται εκεί για να τα συμβουλεύσει. Η ένταση του κλάματος είναι μεγαλύτερη το πρώτο χρόνο του πένθους και σταδιακά μειώνεται τα επόμενα δυο χρόνια μετά το θάνατο. Το άγχος είναι ένα συναίσθημα απολύτως αναμενόμενο για το παιδί που θρηνεί. Αρχικά μπορεί να φοβάται ότι κάποιο άλλο αγαπημένο του πρόσωπο, ειδικά ο εναπομείναντας γονιός, θα χαθεί και αυτός. Κατά δεύτερο, το άγχος μπορεί να προκληθεί από το φόβο για τη δική του ασφάλεια «θα συμβεί και σε μένα αυτό;».