Πώς οι γνωστικές ικανότητες επηρεάζονται ανάλογα με το γένος

Συντάκτης: Νίνα Καραμολέγκου, Συμβουλευτική Ψυχολόγος

Πώς οι γνωστικές ικανότητες επηρεάζονται ανάλογα με το γένοςΗ λέξη «φύλο» χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε στα δύο γένη, το αρσενικό και το θηλυκό, τον άνδρα και τη γυναίκα και τα χαρακτηρίζουμε με αυτό τον όρο βασιζόμενοι στις βιολογικές και σωματικές ιδιαιτερότητΈς τους. Τα πρώτα χρόνια κυρίαρχη θέση κατείχε η αντίληψη πως η διαφοροποίηση του αρσενικού από το θηλυκό καθορίζεται από την επίδραση των ενδοκρινικών διαφορών. Η άποψη αυτή εγκαταλείφθηκε και τη θέση της πήρε η εμπειρική ή κοινωνική προσέγγιση, η οποία υποστηρίζει πως η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται καθαρά στις κοινωνικοπολιτικές επιδράσεις ή είναι αποτέλεσμα της αγωγής. Το κάθε άτομο ανάλογα με το φύλο του επωμίζεται ένα διαφορετικό ρόλο και καλείται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Η παραπάνω άποψη είναι γνωστή και ως η «γνωστική θεωρία».

Γνωστικές διαφορές στη γυναίκα και τον άνδρα

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό πως οι ρόλοι του άνδρα και της γυναίκας διαμορφώνονται από την κοινωνία στην οποία ζουν και ενεργούν. Η συμπεριφορά του αγοριού έχει συνδεθεί με τάση για επιθετικότητα και κυριαρχικότητα, ενώ αντίστοιχα του κοριτσιού έχει συνδεθεί με σεμνότητα και υποτακτικότητα. Τα δύο φύλα όμως, δε διαφέρουν μόνο ως προς την εξωτερική εμφάνιση και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, αλλά διαφέρουν και σε συγκεκριμένες γνωστικές δοκιμασίες. Οι Hyde & Linn (οι οποίοι αναφέρονται στους Matthews, Daniels, Westerman & Stammers, 2000) υποστηρίζουν πως οι άνδρες και οι γυναίκες δε διαφέρουν γενικά σε όλα τα γνωστικά τεστ, αλλά πως υπάρχουν διαφορές στα τεστ που μετρούν “primary ability”. Σύμφωνα με τους Maccoby & Jaclin (οι οποίοι αναφέρονται στον Matthews et al., 2000): «…οι άνδρες έχουν καλύτερη απόδοση σε χωρικά τεστ, ενώ οι γυναίκες αποδίδουν καλύτερα στα λεκτικά τεστ».

Με σκοπό να αποδειχθούν και πειραματικά οι παραπάνω θεωρίες οι επιστήμονες διεξήγαγαν κάποιες μελέτες. Σε μία από αυτές τις μελέτες, οι επιστήμονες υπέθεσαν πως τα άτομα και των δύο φύλων τα οποία είχαν περισσότερα αρσενικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας (masculine personality characteristics) θα απέδιδαν καλύτερα στα χωρικά τεστ. Οι μελέτες φανέρωσαν πως η χωρική απόδοση μπορεί να συσχετιστεί με το γένος (αρσενικό και θηλυκό) ανεξαρτήτως φύλου.

Κοινωνικοί ή βιολογικοί παράγοντες;

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να εξεταστούν οι παράγοντες που συνδέονται με την διαφορετική απόδοση των ανδρών και γυναικών σε ότι αφορά στα γνωστικά τεστ. Μπορεί να υποτεθεί πως υπάρχουν βιολογικές και κοινωνικό –πολιτιστικές εξηγήσεις. Σύμφωνα με τους Hampson & Kimura (οι οποίοι αναφέρονται στον Matthews et al., 2000), τα οιστρογόνα και οι τεστοστερόνες επηρεάζουν την ανάπτυξη του εμβρυϊκού εγκεφάλου καθώς επίσης και τη λειτουργία του εγκεφάλου των ενηλίκων. Συγκεκριμένα, έχει φανεί μέσα από μελέτες πως οι άνδρες που παράγουν λίγη τεστοστερόνη έχουν μειωμένη χωρική απόδοση. Αντιθέτως, οι γυναίκες με υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης αποδίδουν καλύτερα στα διάφορα χωρικά τεστ.

Πώς οι γνωστικές ικανότητες επηρεάζονται ανάλογα με το γένοςΑπό την άλλη πλευρά, οι κοινωνικό – πολιτισμικές θεωρίες εστιάζουν στις διαφορετικές εμπειρίες και στον διαφορετικό πλαίσιο που μεγαλώνουν τα παιδιά. Τα αγόρια ενθαρρύνονται να ασχολούνται με δραστηριότητες που έχουν να κάνουν με χωρική επεξεργασία, όπως είναι το ποδόσφαιρο, τα video games ή ακόμη και η χαρτοκοπτική γεωμετρικών σχημάτων.

Βασιζόμενοι στα παραπάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως οι διαφορές στις γνωστικές δεξιότητες προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ των βιολογικών και των φυσιολογικών παραγόντων.

Το γένος ενός ατόμου μπορεί να προσδιοριστεί από τις απαντήσεις του σε ένα ερωτηματολόγιο που καθορίζει το βαθμό που αυτό το άτομο έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά τα ερωτηματολόγια είναι το Bem Sex Role Inventory” της Sandra Bem. Το BSRI περιλαμβάνει μία λίστα από είκοσι «θηλυκά» χαρακτηριστικά π.χ. αγαπάει τα παιδιά, είκοσι «αρσενικά» χαρακτηριστικά π.χ. διεκδικητικοί, και κάποια άλλα ουδέτερα χαρακτηριστικά που είναι το ίδιο επιθυμητά και από τα δύο φύλα.

Μέσα από μία έρευνα της Bem σε δείγμα νέων της Αμερικής, φάνηκε πως δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ φύλου και γένους. Επομένως, σε ότι αφορά και στα δύο φύλα, η πλειοψηφία των ερωτώμενων δε φαίνεται να κατέχει στερεοτυπικά χαρακτηριστικά γένους κατηγοριοποιημένα ανάλογα με το φύλο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να οδηγήσει πολλούς ερευνητές να αντιλαμβάνονται την απόδοση σε γνωστικές δοκιμασίες όχι με βάση το φύλο του συμμετέχοντα, αλλά με το χαρακτηριστικό του γένους όπως καθορίζεται από το BSRI (φυλλάδιο διάλεξης).

Οι Signorella & Jamison διεξήγαγαν μία μελέτη για να μετρήσουν τη σχέση μεταξύ του γενετικού τύπου και της απόδοσης σε γνωστικά τεστ. Μέσω των αποτελεσμάτων φάνηκε πως οι αρσενικοί ερωτώμενοι (ανεξαρτήτως φύλου) απέδωσαν καλύτερα στα τεστ που είχαν να κάνουν με την αντίληψη του χώρου, εν αντιθέσει με αυτούς με τα θηλυκά χαρακτηριστικά. Αυτό το αποτέλεσμα συμφωνεί με την υπόθεση πως ονομάζοντας τα τεστ σαν ανδρικά και η μελλοντική απόδοση μπορεί σε αυτά μπορεί να συσχετιστεί με το γένος. Παρ’ όλα αυτά, και οι ερωτώμενοι θηλυκού και αρσενικού τύπου γένους δεν απέδωσαν καλά στα προφορικά τεστ. Επομένως, τα αποτελέσματα από την μελέτη δεν υποστηρίζουν τη σχέση μεταξύ γένους και απόδοσης στα γνωστικά τεστ.

Συντάκτης: Νίνα Καραμολέγκου, Συμβουλευτική Ψυχολόγος

Influence:

Η Νίνα Καραμολέγκου ειδικεύεται στον τομέα της Συμβουλευτικής και Ψυχοθεραπείας παιδιών, εφήβων και ενηλίκων…