Όλοι έχουμε πληγωθεί στη ζωή μας. Δεν υπάρχει τίποτα ευχάριστο σε αυτό και ακόμα και όταν έχει περάσει αρκετός καιρός …
Πώς καταλαβαίνεις αν πρέπει να εμπιστεύεσαι κάποιον;
Μπορεί στ’ αλήθεια το σώμα μας να προδώσει τον εσωτερικό μας κόσμο στους γύρω μας και, ακόμη περισσότερο, μπορούμε να «διαβάσουμε» τις προθέσεις και τις διαθέσεις των συνομιλητών μας ερμηνεύοντας τη γλώσσα του σώματός τους;
Η λαϊκή άποψη θεωρεί ότι, εκτός από τα μάτια, ολόκληρο το σώμα μας «μιλάει» στέλνοντας, ανάλογα με τη στάση του, μηνύματα για τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας σε αυτούς που μας παρατηρούν.
Έχει όμως αυτό πραγματική βάση; Μπορεί στ’ αλήθεια το σώμα μας να προδώσει τον εσωτερικό μας κόσμο στους γύρω μας και, ακόμη περισσότερο, μπορούμε να «διαβάσουμε» τις προθέσεις και τις διαθέσεις των συνομιλητών μας ερμηνεύοντας τη γλώσσα του σώματός τους;
Η επιστήμη δεν έχει αφήσει το πεδίο αυτό ανεξερεύνητο. Μπορεί να σας πει ποιες στάσεις και χειρονομίες περνάνε πραγματικά κάποιο μήνυμα για εσάς στο περιβάλλον σας και ποιες είναι παραπλανητικές.
Μπορεί επίσης να σας διδάξει πώς να αλλάξετε τη γλώσσα του σώματός σας έτσι ώστε να επηρεάσετε τον τρόπο με τον οποίο σας βλέπουν οι άλλοι.
Η λαϊκή κουλτούρα βρίθει «θεωριών» αυτού του είδους. Στο κάτω κάτω είναι διασκεδαστικό να κάνουμε υποθέσεις σχετικά με τον εσωτερικό κόσμο των μεγάλων και τρανών. Ο οποιοσδήποτε σκεπτικιστής ή και απλώς λογικός άνθρωπος όμως δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει αμέσως την προφανή παγίδα που όλοι οι άλλοι αγνοούν: την παραδοχή ότι μπορούμε να διαβάσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων παρατηρώντας πως κινούν το σώμα τους.
Με τόσους μύθους που υπάρχουν γύρω από αυτό το θέμα εύκολα μπορούμε να νομίσουμε ότι καταλαβαίνουμε τα κωδικοποιημένα μηνύματα που περνάνε οι άλλοι. Τι έχει όμως να πει η επιστήμη για τη γλώσσα του σώματος; Υπάρχει σε αυτήν κάτι περισσότερο από την απλή αξία της διασκέδασης;
Αν ναι, ποιες κινήσεις και χειρονομίες λένε πραγματικά κάτι και ποιες είναι παραπλανητικές; Και αν γνωρίζουμε τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, μπορούμε πραγματικά να αλλάξουμε τη δική μας γλώσσα του σώματος ώστε να επηρεάσουμε το πώς μας βλέπουν οι άλλοι;
Δεν μιλάμε μόνο με τα λόγια
Ένα καλό σημείο για να αρχίσουμε να αναζητούμε απαντήσεις είναι κάποια στατιστικά στοιχεία που αναφέρονται συχνά και υποστηρίζουν ότι κατά 93% η επικοινωνία μας δεν είναι λεκτική – μόνο το 7% βασίζεται σε αυτά που πραγματικά λέμε. Οι αριθμοί προέρχονται από μια έρευνα που έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 από τον Αλμπερτ Μαχράμπιαν, κοινωνικό ψυχολόγο στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες.
Διαπίστωσε ότι όταν το συναισθηματικό μήνυμα που μεταδιδόταν από τον τόνο της φωνής και την έκφραση του προσώπου διέφερε από τις λέξεις που προφέρονταν (π.χ. όταν κάποιος έλεγε τη λέξη «κτήνος» με θετικό τόνο και χαμογελώντας), οι άλλοι έτειναν να πιστεύουν τα μη λεκτικά μηνύματα παρά την ίδια τη λέξη. Από τα πειράματα αυτά ο δρ Μαχράμπιαν υπολόγισε ότι ίσως μόνο το 7% του συναισθηματικού μηνύματος προέρχεται από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε ενώ το 38% προέρχεται από τον τόνο της φωνής και το 55% από μη λεκτικά σήματα.
Ο δρ Μαχράμπιαν αφιέρωσε μεγάλο μέρος των τελευταίων τεσσερισήμισι δεκαετιών στο να διευκρινίσει ότι ποτέ δεν θέλησε να πει πως η «εξίσωση» αυτή πρέπει να θεωρηθεί κάτι σαν ευαγγέλιο και ότι ισχύει μόνο σε ορισμένες πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις – όταν κάποιος μιλάει για αυτά που του αρέσουν και για αυτά που απεχθάνεται. Τώρα λέει ότι, «εκτός από τις περιπτώσεις όπου αυτός που επικοινωνεί το μήνυμα μιλάει για τα συναισθήματα ή τις διαθέσεις του, οι εξισώσεις αυτές δεν ισχύουν» και ότι ανατριχιάζει κάθε φορά που ακούει τη θεωρία του να εφαρμόζεται στην επικοινωνία εν γένει.
Επομένως, η αρχαιότερη στατιστική στο βιβλίο της γλώσσας του σώματος δεν είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται και ο άνθρωπος που ανακάλυψε την εξίσωση θα ήθελε οι άλλοι να σταματήσουν επιτέλους να επιμένουν σε αυτήν. Στο κάτω κάτω, αν πραγματικά μπορούσαμε να κατανοήσουμε το 93% αυτών που λένε οι άλλοι χωρίς τη βοήθεια των λέξεων, δεν θα είχαμε ανάγκη να μαθαίνουμε ξένες γλώσσες και κανείς ποτέ δεν θα μπορούσε να τη γλιτώσει με ένα ψέμα.
Τι προδίδει τους ψεύτες;
Είναι εμφανές ότι οι άνθρωποι μπορούν να λένε ψέματα με μεγάλη επιτυχία. Και γενικά, αν και μερικές φορές μας φαίνεται χρήσιμο να λέμε ένα ψέμα, θα προτιμούσαμε οι άλλοι να μη λένε ψέματα σε εμάς. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος για τη γλώσσα του σώματος αφορά την ανίχνευση του ψεύδους.
Ο μύθος λέει ότι οι ψεύτες προδίδονται από σωματικά «μαρτυριάρικα» σήματα, όπως το ότι κοιτάζουν προς τα δεξιά, ότι κάνουν νευρικές κινήσεις, ότι σφίγγουν τα χέρια τους ή ότι ξύνουν τη μύτη τους. Πόσα από αυτά ισχύουν;
Το πρώτο στη λίστα είναι εύκολο να καταρριφθεί. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε πέρυσι, η πρώτη που επιστημονικά εξέτασε το αξίωμα «οι ψεύτες κοιτάζουν προς τα δεξιά», δεν εντόπισε στοιχεία που να το στηρίζουν. Μια ομάδα με επικεφαλής τον ψυχολόγο Ρίτσαρντ Γουάιζμαν από το Πανεπιστήμιο του Χέρτφορντσαϊρ στο Χάτφιλντ της Βρετανίας παρατήρησε τις κινήσεις των ματιών εθελοντών οι οποίοι έλεγαν ψέματα σε πειράματα που έγιναν στο εργαστήριο.
Μελέτησαν επίσης βιντεοσκοπήσεις ανθρώπων που είχαν μιλήσει σε συνεντεύξεις Τύπου της Αστυνομίας για αγνοουμένους στις οποίες είχε εκ των υστέρων αποκαλυφθεί ότι ορισμένες από τις πιο συγκινητικές εκκλήσεις για πληροφορίες είχαν προέλθει από άτομα τα οποία είχαν εμπλακεί στην εξαφάνιση. Σε καμία περίπτωση οι ψεύτες δεν κοίταζαν προς τα δεξιά περισσότερο από ό,τι προς άλλες κατευθύνσεις.
Όσον αφορά άλλα προδοτικά σήματα, μια μετα-ανάλυση περισσότερων από 100 μελέτες διαπίστωσε ότι τα μόνα σημάδια του σώματος που εντοπίζονται στους ψεύτες σημαντικά συχνότερα από ό,τι σε όσους λένε την αλήθεια είναι η διαστολή της ίριδας των ματιών και ορισμένες νευρικές κινήσεις – το να παίζουν με αντικείμενα ή να τα ξύνουν, όχι όμως το να ξύνουν το πρόσωπό τους ή το να παίζουν με τα μαλλιά τους.
Ο καλύτερος τρόπος για να εντοπίσει κάποιος έναν ψεύτη, ανακάλυψε η μελέτη, δεν ήταν το να παρατηρεί τη γλώσσα του σώματος του άλλου αλλά το να ακούει προσεκτικά τι λέει. Οι ψεύτες έτειναν να μιλάνε σε υψηλότερο τόνο, έδιναν λιγότερες λεπτομέρειες στις περιγραφές τους για τα γεγονότα, ήταν πιο αρνητικοί και έτειναν να επαναλαμβάνουν κάποιες λέξεις.
Ένστικτο : ο καλύτερος οδηγός
Γενικά, κατέληγαν οι ερευνητές, τα υποκειμενικά μέτρα –ή, ας το πούμε, ένα ένστικτο– ίσως να είναι πιο αποτελεσματικά για την ανίχνευση ενός ψέματος από οποιοδήποτε αντικειμενικό μέτρο. Το πρόβλημα αξιοπιστίας της γλώσσας του σώματος είναι ότι, αν και οι ψεύτες έχουν ίσως λίγο περισσότερες πιθανότητες να επιδεικνύουν κάποιες συμπεριφορές, όσοι λένε την αλήθεια κάνουν επίσης τα ίδια πράγματα.
Στην πραγματικότητα μάλιστα τα σήματα που πολλοί νομίζουν ότι είναι «φως φανάρι» για το ψέμα, όπως το να κάνει κάποιος νευρικές κινήσεις και να αποφεύγει το βλέμμα του άλλου, τείνουν να είναι σήματα μιας γενικής συναισθηματικής νευρικότητας και κάποιος ο οποίος δεν λέει ψέματα είναι πιθανότερο να τα εκφράσει υπό την πίεση μιας ανάκρισης. Αυτός είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο, παρά το ενδιαφέρον και την προσπάθεια που αφιερώνουμε στο να εντοπίσουμε τους ψεύτες, στην πραγματικότητα είμαστε πολύ κακοί σε αυτό.
Ο Αμερικανός ψυχολόγος Πολ Έκμαν έχει διαπιστώσει μάλιστα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν επιδεικνύουν σε αυτό επιδόσεις καλύτερες από εκείνες που θα μπορούσαν να αποδοθούν στην τύχη. Τα δε ποσοστά επιτυχίας των δικαστών, των αστυνομικών, των ιατροδικαστών ψυχιάτρων και των πρακτόρων του FBI είναι ελάχιστα μόνο υψηλότερα.
Αβάσιμες προκαταλήψεις
Ίσως λοιπόν να είναι καλύτερο να μη σπεύδουμε να κατηγορήσουμε ανθρώπους ότι λένε ψέματα βασιζόμενοι μόνο στη γλώσσα του σώματός τους. Και υπάρχουν επιπλέον πολλά άλλα παραδείγματα στα οποία οι προκαταλήψεις μας σχετικά με τη μη λεκτική επικοινωνία είναι λανθασμένες ή ακόμη και παραπλανητικές (δείτε το γράφημα). Πάρτε για παράδειγμα τα σταυρωμένα χέρια. Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι όταν κάποιος σταυρώνει τα χέρια του προσπαθεί να αμυνθεί ή να αποκρούσει τον άλλον ή τις απόψεις του. Αυτό ίσως ισχύει.
«Το ίδιο όμως σταύρωμα των χεριών μπορεί να σημαίνει το αντίθετο αν ο θώρακας είναι υπερβολικά στητός, με μια ελαφρά κλίση προς τα πίσω – τότε δηλώνει ότι κάποιος δεν είναι ευάλωτος» λέει ο Ντέιβιντ Μακ Νιλ, ο οποίος μελετά τις χειρονομίες στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Επιπλέον κάποιος που σταυρώνει τα χέρια του μπορεί απλώς να κρυώνει, να προσπαθεί να νιώσει άνετα ή απλώς να μην έχει τσέπες.
Ο δρ Μακ Νιλ επίσης δεν πείθεται από τους ισχυρισμούς που προβάλλουν σύμβουλοι περί δημόσιας ρητορικής σχετικά με τη σημασία των κινήσεων των χεριών. Λέγεται συχνά, για παράδειγμα, ότι το να ενώνει κάποιος τις κορυφές των δαχτύλων του σε τόξο τον κάνει να δείχνει ότι έχει κύρος, ενώ το ανοιχτό χέρι σημαίνει ειλικρίνεια.
Ο ειδικός λέει ότι αυτά είναι παραδείγματα μεταφορικών χειρονομιών οι οποίες έχουν το νόημα που αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι του μάνατζμεντ, αλλά δεν περιορίζονται μόνο σε αυτό. Με άλλα λόγια, αυτοί οι γνωστοί «κανόνες» της γλώσσας του σώματος είναι αυθαίρετοι. Ένα ανοιχτό χέρι, π.χ., μπορεί να αποτελεί μια μεταφορά για την εμπιστοσύνη, μπορεί όμως εξίσου εύκολα να σημαίνει ότι κάποιος συγκρατεί ένα βάρος. Η χειρονομία είναι αμφιλεγόμενη αν την εξετάσει κάποιος εκτός πλαισίου και χωρίς σήματα από τις λεκτικές φράσεις που τη συνοδεύουν.
Πηγή: tovima.gr