Η γνωστική δυσαρμονία ή γνωστική ασυμφωνία (Cognitive dissonance) , περιγράφει την ύπαρξη στον άνθρωπο αντικρουόμενων στάσεων, πεποιθήσεων ή συμπεριφορών. Από …
Πώς η γνωστική ασυμφωνία επερεάζει την κρίση μας
Στο προηγούμενο άρθρο, αναλύσαμε το φαινόμενο της γνωστικής ασυμφωνίας και πώς προκύπτει στη ζωή μας. Στη συνέχεια θα συζητήσουμε τους τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος προσπαθεί να ξεπεράσει τη δυσάρεστη αυτή κατάσταση (όχι συνειδητά) και να επιφέρει και πάλι ισορροπία στη ζωή τους.
Η γνωστική δυσαρμονία είναι δυνατόν να μετριαστεί με έναν από τους τρεις παρακάτω τρόπους:
- Την αλλαγή μίας ή περισσότερων αντιλήψεων, συμπεριφορών, πεποιθήσεων, προκειμένου να εναρμονιστεί η σχέση μεταξύ των δύο γνωστικών στοιχείων.
Όταν η συμπεριφορά είναι το ένα από τα αντικρουόμενα στοιχεία, το άτομο μπορεί ν’ αλλάξει ή να εγκαταλείψει τη συμπεριφορά.
Συχνά ωστόσο, ο τρόπος αυτός μετριασμού της δυσαρμονίας αποδεικνύεται προβληματικός για τους ανθρώπους, καθώς δύσκολα ο άνθρωπος αλλάζει καλά μαθημένες συμπεριφορικές αποκρίσεις (όπως είναι για παράδειγμα, η διακοπή του καπνίσματος).
- Απόκτηση νέων πληροφοριών οι οποίες υπερβαίνουν τις αντικρουόμενες πεποιθήσεις.
Η αντίληψη, για παράδειγμα ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο του πνεύμονα γεννά δυσαρμονία εάν το άτομο καπνίζει. Νέες ωστόσο πληροφορίες της φύσης «η σχετική έρευνα δεν έχει αποδείξει αμετάκλητα την πρόκληση καρκίνου του πνεύμονα από το κάπνισμα», μπορεί να μετριάσει τη δυσαρμονία.
- Η υποβάθμιση της σημασίας του γνωστικού δεδομένου (δηλ. των πεποιθήσεων, αντιλήψεων).
Ένας άνθρωπος μπορεί καλύτερα να πείσει τον εαυτό του ότι «μία ζωή την έχουμε», παρά πως «η υγεία είναι πλούτος».
Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος μπορεί να πείσει τον εαυτό του ότι είναι προτιμότερο να ζήσει τη ζωή του καπνίζοντας και χορτασμένος από σωματικές απολαύσεις, παρά στερούμενος τις χαρές αυτές. Αυτός είναι λοιπόν ο τρόπος με τον οποίον ο άνθρωπος αυτός μετριάζει τη σημασία της αντικρουόμενης γνώσης (ότι δηλαδή το κάπνισμα είναι επιβλαβές για την υγεία).
Αξίζει να παρατηρηθεί ότι η θεωρία της δυσαρμονίας δεν ισχυρίζεται ότι οι παραπάνω διεργασίες μετριασμού της είναι πράγματι αποτελεσματικές, παρά μόνον ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται σε κατάσταση γνωστικής δυσαρμονίας ενεργούν προκειμένου να καταλαγιάσουν τη δυσαρμονία τους.
Που συναντάται συχνά η γνωστική ασυμφωνία
Η θεωρία της γνωστικής δυσαρμονίας έχει εξεταστεί εκτεταμένα σε ένα φάσμα καταστάσεων, προκειμένου η βασική της ιδέα να εξελιχθεί λεπτομερέστερα, καθώς και οι διάφοροι παράγοντες οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί ως σημαντικοί για την αλλαγή της αντίληψης.
Η σχετική έρευνα διαιρείται σε τρεις βασικές περιοχές:
- Τη συμπεριφορά υποχρεωτικής συμμόρφωσης
- Τη διαδικασία λήψης της απόφασης
- Την προσπάθεια
Παρακάτω, παρουσιάζονται τα σημαντικότερα πορίσματα που προέρχονται από την κάθε περίπτωση.
- Η συμπεριφορά της υποχρεωτικής συμμόρφωσης
Η ασυμφωνία μεταξύ της γνώσης (δε θέλω να κάνω κάτι) και της συμπεριφοράς (το έκανα), προκύπτει όταν κάποιος εξαναγκάζεται να κάτι (δημόσια) το οποίο (ιδιωτικά) δεν επιθυμεί πραγματικά να κάνει.
Η υποχρεωτική συμμόρφωση υπάρχει όταν ένας άνθρωπος υλοποιεί μία πράξη που αντίκειται στις πεποιθήσεις του.
Η συμπεριφορά, εφόσον ήδη υπάρχει, δε μπορεί ν’ αλλάξει και ως εκ τούτου χρειάζεται να μετριαστεί η δυσαρμονία, αναθεωρώντας την αντίληψη γιατην πράξη που έγινε.
Η συγκεκριμένη πρόβλεψη έχει επαληθευτεί εμπειρικά.
O Festinger και ο Carlsmith, σε ένα ενδιαφέρον πείραμα, (1959) ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να διεξάγουν μία σειρά ανιαρών εργασιών (όπως το να στρίβουν τα κρεμαστράκια από μία κρεμάστρα επί μία ώρα).
Όπως είναι λογικό, οι αντιλήψεις των συμμετεχόντων σχετικά με την εργασία αυτή ήταν ιδιαίτερα αρνητικές.
Σκοπός
Οι Festinger και Carlsmith (1959), αποσκοπούσαν μέσω της έρευνας στη διαπίστωση του αν η ανάθεση των ανιαρών εργασιών θα δημιουργούσαν γνωστική δυσαρμονία μέσα από τη συμπεριφορά της υποχρεωτικής συμμόρφωσης στα άτομα.
Μέθοδος
Στο εργαστηριακό τους πείραμα, επιλέχθηκαν ως συμμετέχοντες 71 άντρες φοιτητές, προκειμένου να εκτελέσουν μία σειρά από ανιαρές εργασίες (όπως το να γυρίζουν τα κρεμαστράκια που είναι καρφωμένα σε μία κρεμάστρα επί μία ώρα).
Στους συμμετέχοντες δόθηκε αμοιβή είτε του 1 δολαρίου είτε των 20 δολαρίων, προκειμένου να πουν σ’ έναν από τους επόμενους συμμετέχοντες (οι οποίοι ήταν συνεννοημένοι) ότι οι εργασίες του πειράματος ήταν πολύ ενδιαφέρουσες.
Σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες συμφώνησαν να πείσουν τους συναδέλφους τους ότι το βαρετό πείραμα ήταν ενδιαφέρον.
Δείτε το πείραμα στο βίντεο που ακολουθεί με την επεξήγησή του μεταφρασμένη στα ελληνικά:
«Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, o Leon Festinger μαζί με το συνάδελφό του και κοινωνικό ψυχολόγο Merrill Carlsmith, διεξήγαγαν ένα κλασικό πείραμα στο οποίο ανατέθηκε σε φοιτητές να πραγματοποιήσουν πολύ βαρετές εργασίες.
Στη συνέχεια, μέλος της ομάδας του Festinger εξήγησε ότι το πείραμα μελετά την επίδραση μίας νοητικής τάσης στην επίδοση, ενώ οι υπόλοιποι συμμετέχοντες θα πληροφορούνταν ότι το πείραμα θα είναι πολύ ενδιαφέρον και ευχάριστο, για την ακρίβεια ιδιαίτερα διασκεδαστικό.
Στη συνέχεια τούς είπε ότι θα τους ζητούσε κάτι ασυνήθιστο:
Ο επόμενος συμμετέχων που περίμενε έξω θα ενημερωνόταν από τον ήδη συμμετέχοντα στο πείραμα, καθώς ο υπεύθυνος για τις οδηγίες του πειράματος έλειπε και χρειαζόταν ν’ αντικατασταθεί.
Ενημερώθηκαν μάλιστα ότι θα τους χρειαστούν και αργότερα και για το λόγο αυτό, τούς δόθηκε η αμοιβή των 20 δολαρίων προκειμένου να παραμείνουν στη διάθεση των ερευνητών.
Η επιλογή έγινε τυχαία σε μισούς από το σύνολο των συμμετεχόντων για να πραγματοποιήσουν την αποστολή τους, δηλαδή να πουν ψέματα ότι το πείραμα ήταν ενδιαφέρον, ενώ οι υπόλοιποι μισοί αμείφθηκαν με μόνο ένα δολάριο ως αμοιβή για να πουν το ίδιο ψέμα στους επόμενους συμμετέχοντες, ενώ και από αυτούς ζητήθηκε να παραμείνουν στη διάθεση των ερευνητών».
Αποτελέσματα
Όταν ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες ν’ αξιολογήσουν το πείραμα, εκείνοι οι οποίοι έλαβαν την αμοιβή του μόλις ενός δολαρίου αξιολόγησαν τη βαρετή εργασία ως περισσότερο διασκεδαστική και ευχάριστη, σε σχέση με όσους είχαν αμειφθεί με 20 δολάρια προκειμένου να πουν το ίδιο ψέμα.
Συμπέρασμα
Η αμοιβή του ενός δολαρίου δεν ήταν επαρκές κίνητρο για το ψέμα, συνεπώς όσοι έλαβαν ένα δολάριο βιώσαν γνωστική δυσαρμονία.
Ο μοναδικός τρόπος για να ξεπεράσουν τη δυσαρμονία αυτή ήταν με το να πιστέψουν ότι οι εργασίες του πειράματος ήταν πράγματι ενδιαφέρουσες και ευχάριστες.
Από την άλλη, τα 20 δολάρια, αποτέλεσαν αξιοπρεπή αμοιβή για το βαρετό πείραμα και, ως εκ τούτου δεν προέκυψε δυσαρμονία σε αυτούς τους συμμετέχοντες».
(Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του άρθρου θα αναλυθούν και οι άλλες δύο περιπτώσεις όπου εμφανίζεται η γνωστική ασυμφωνία: η διαδικασία λήψης απόφασης και η προσπάθεια. Μείνετε συντονισμένοι…)
Αρχική πηγή: https://www.simplypsychology.org/cognitive–dissonance.html