Πώς η αγάπη ξεπερνά τα σύνορα και μάχεται το ρατσισμό
Σε όλη μου τη ζωή ήμουν κοντά σε ανθρώπους με διαφορετικές εθνικές και πολιτισμικές καταβολές. Ποτέ δεν ένιωσα να απειλούμαι.
Μεγάλωσα σε ένα χωριό της Νότιας Ελλάδας, όπου μετανάστες και μια οικογένεια Ρομά ζούσαν δίπλα στο σπίτι των γονιών μου. Έπαιζα με τα παιδιά. Ήμουν η δασκάλα· η αδερφή μου, μαζί με την Αγγέλα, την Πολυξένη και τον Πασχάλη –τα ονόματά τους− ήταν οι μαθητές. Τους μάθαινα ελληνικά και αγγλικά – μερικές λέξεις και φράσεις που γνώριζα την εποχή εκείνη.
Έχω μια θεία με καταγωγή από την Αλβανία και μια άλλη θεία με πολωνική καταγωγή, και ξαδέρφια με πολωνικές ρίζες. Είχα μετανάστες μαθητές ή μαθητές που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από γονείς μετανάστες. Οι περισσότεροι είχαν έρθει από βαλκανικές χώρες (Αλβανία, Βουλγαρία και Ρουμανία), άλλοι προέρχονταν από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως το Καζακστάν.
Έζησα για δύο χρόνια στη Ρουμανία, ως εθελόντρια και ως επαγγελματίας εκπαιδευτικός. Έγινα μετανάστρια. Έζησα μαζί με αγόρια και κορίτσια από την Τουρκία, τη Ρουμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Δούλεψα μαζί με άστεγους, με παιδιά και εφήβους από τη Ρουμανία, με οικογένειες Ρομά. Συνάντησα εθελοντές και εθελόντριες από όλο τον κόσμο, από την Ευρώπη ως την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική.
Θυμάμαι όλα τα ονόματα και τις ιστορίες. Μεγάλωσα μαζί τους, διαμόρφωσα το χαρακτήρα μου, άλλαξα.
Τον Ιούλιο βρισκόμουν στη Γαύδο […]. Εκεί άκουσα τη δήμαρχο του νησιού των 157 κατοίκων να αφηγείται την ιστορία των 151 μεταναστών που έφθασαν εκεί. Πίστευαν πως είχαν φθάσει στην Ιταλία, όπως τους είχαν πει οι δουλέμποροι. Καθημερινά αντικρίζω πρόσφυγες στην Αθήνα. Ζω στον ίδιο όροφο μιας πολυκατοικίας με μια οικογένεια από τις Φιλιππίνες και έναν κύριο από το Πακιστάν.
Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αυξήθηκαν στην Ελλάδα τα χρόνια της οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης. Υπήρξαν πολιτικοί που μιλούσαν για «λαθρομετανάστες», λες και οι άνθρωποι μπορούν να είναι λαθραίοι. Υπάρχουν πολιτικοί που θα ήθελαν τα σύνορα κλειστά, να εμποδίζουν την είσοδο προσφύγων και μεταναστών, γεγονός που χρησιμοποίησαν και ως προεκλογική υπόσχεση. Υπάρχουν πολίτες που συμπεριφέρονται λες και οι μετανάστες είναι το χειρότερο κακό που θα μπορούσε να συμβεί σε αυτή τη χώρα και λένε πως «οι ξένοι [τους] παίρνουν τις δουλειές» και πως η Αθήνα θυμίζει αφρικανική ή ασιατική πόλη. Στο δημοτικό σχολείο όπου φοιτούσα, οι γονείς πίεσαν τους δασκάλους να αποβάλλουν τους Ρομά μαθητές «γιατί [ήταν] βρώμικοι», κάτι που ακόμη συμβαίνει σε πολλά μέρη. Ακόμη και η γιαγιά μου, που έχει φίλους από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, με συμβούλευσε «να προσέχω τους ξένους».
Από την άλλη, υπάρχουν άνθρωποι που προσφέρουν καθημερινά ό,τι μπορούν. Εθελοντές που δουλεύουν ασταμάτητα στα νησιά και τις μεγάλες πόλεις, σε μέρη όπου η βοήθεια που παρέχουν είναι ζωτικής σημασίας. Μετανάστριες που ζουν εδώ […] και που τώρα μαγειρεύουν και προσφέρουν φαγητό στους πρόσφυγες.
Έχω να προσφέρω λίγα, αλλά μπορώ να καλωσορίζω ανθρώπους που κατάφεραν να διασχίσουν το Αιγαίο και να φθάσουν στη χώρα μου. Η έλλειψη αγαθών δεν μπορεί να μου στερήσει τον ανθρωπισμό ή τη διδασκαλική μου ιδιότητα. Μπορώ να βοηθήσω τους μαθητές μου να κατανοήσουν το κακό που προξενεί ο ρατσισμός, να τους βοηθήσω να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Μπορώ να αγωνιστώ κατά των διακρίσεων, όπως θα έκανε κάθε υπεύθυνος πολίτης, με εργαλείο την εκπαίδευση.
Δε φοβάμαι γιατί γνώρισα μετανάστες και ήμουν μια από αυτούς. Δε φοβάμαι ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων γιατί γνωρίζω πως τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, σε περισσότερες από 25 χώρες του κόσμου υπάρχουν άνθρωποι που αγαπώ.
Ένα άτομο που μπορεί να αγαπήσει τους άλλους, που έζησε την αγάπη, δε φοβάται. Ειδικότερα όταν αυτή η αγάπη ξεπερνά όλα τα σύνορα.