Οι επιπτώσεις της κρίσης στην ψυχολογία μας
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει ψυχολογικές κρίσεις στη ζωή του. Το ευτύχημα είναι πως τις περισσότερες φορές οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε δεν είναι και τόσο σοβαρές. Κάποιες φορές, όμως, αντιμετωπίζουμε σοβαρά γεγονότα, τα οποία απειλούν να μεταβάλουν το πεδίο του προσανατολισμού μας μέσα στο οποίο βρίσκουμε την προσωπική μας ταυτότητα.
Ψυχολογική κρίση και κατάθλιψη
Η ίδια η λέξη «κρίση» εκπέμπει μηνύματα απειλής ή κατεπείγουσας ανάγκης για δράση. Ένα συναίσθημα που προκαλείται από αυτή την ψυχολογική κρίση ιδιαίτερα αν αυτή έχει σχέση με κάποια μορφή απώλειας ή υποτίμησης είναι η κατάθλιψη. Η κατάθλιψη αναφέρεται σε περιόδους της ζωής μας όπου είμαστε μελαγχολικοί και δεν θέλουμε να συμμετέχουμε σε διάφορες δραστηριότητες, ακόμη και στις ευχάριστες. Τα συμπτώματα της ελαφριάς μορφής κατάθλιψης είναι η φυσιολογική αντίδραση στις στρεσογόνες καταστάσεις της ζωής, όπως η αποτυχία στις εξετάσεις, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου ακόμη και μία ερωτική απογοήτευση. Η κατάθλιψη χαρακτηρίζεται ως μια ψυχική διαταραχή και απαρτίζεται από τέσσερις συστοιχίες συμπτωμάτων.
- Συναισθηματικά συμπτώματα
- Γνωστικά συμπτώματα
- Φυσικά συμπτώματα
- Συμπτώματα κινήτρων
Πριν ασχοληθούμε με τις συμπεριφοριστικές-γνωστικές και ψυχαναλυτικές θεωρίες για την κατάθλιψη θα πρέπει να μιλήσουμε για την επίλυση των διαπροσωπικών προβλημάτων, γιατί πολλά προγράμματα αντιμετώπισης της κατάθλιψης βασίζονται στην επίλυση των διαπροσωπικών προβλημάτων. Η επίλυση των οποίων γίνεται σε πέντε στάδια σύμφωνα με τους D’ Zurilla & Nezu:
Α) «Γενικός προσανατολισμός»
Β) «Ορισμός και διατύπωση»
Γ) «Παραγωγή εναλλακτικών λύσεων»
Δ) «Λήψη απόφασης»
Ε) «Εφαρμογή απόφασης και επαλήθευση»
Όπως και στις αγχώδεις, ένας συνδυασμός γνωστικών-συμπεριφοριστικών και ψυχαναλυτικών μοντέλων μπορεί να είναι η καλύτερη θεραπεία για τις ψυχωτικές διαταραχές.
Συμπεριφοριστική-γνωστική θεωρία
Γνωστική τριάδα
Σύμφωνα με τη συμπεριφοριστική-γνωστική θεωρία οι άνθρωποι γίνονται καταθλιπτικοί επειδή τείνουν να ερμηνεύουν τα γεγονότα της ζωής τους με πεσιμιστικό τρόπο. Ένας από τους περισσότερο σημαντικούς ερευνητές ο Aaron Beck τοποθέτησε τις αρνητικές σκέψεις των καταθλιπτικών υποκειμένων σε τρεις γνωστικές κατηγορίες και τις ονόμασε «γνωστική τριάδα» (cognitive triad). Αυτή η «γνωστική τριάδα» περιλαμβάνει τις αρνητικές σκέψεις σχετικά με τον εαυτό μας, σχετικά με τις εμπειρίες μας και τέλος σχετικά με τα γεγονότα που πρόκειται να μας συμβούν στο μέλλον.
Ο Beck πρόσθεσε, επίσης, πως αυτή η «γνωστική τριάδα» διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και επηρεάζεται είτε από την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου είτε από τον τρόπο απόδοσης του υποκειμένου από την κοινωνία (έντονη κριτική).
Τρόποι αντιμετώπισης
Τρεις είναι οι πιο συνηθισμένοι τρόποι αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος, ο καθένας από τους οποίους, όμως, αναφέρεται σε διαφορετικό ποιοτικά είδος αναπαράστασης του ίδιου θέματος. Ο πρώτος τρόπος αντιμετώπισης είναι να ζητηθεί από το άτομο αυτό να επαναλαμβάνει υπό τύπου άσκησης, φράσεις όπως: «είμαι πραγματικά μια χαρά», «είμαι έξυπνος», «είμαι καλός» κλπ. Ένας άλλος τρόπος είναι να συζητήσουμε μαζί του πράγματα που έχει καταφέρει ή πετύχει στο παρελθόν ή ακόμη κάποια από τα προσωπικά του χαρίσματα και προσόντα, έτσι ώστε το καταθλιπτικό άτομο να συμφωνήσει σε επίπεδο «νοητικών πεποιθήσεων» ότι «δεν είναι ένα μηδενικό» ή ότι «διαθέτει θετικά χαρακτηριστικά». Τέλος, ένας τρίτος τρόπος θα ήταν να στοχεύσουμε σε αλλαγές κατευθείαν στην «καρδιά» αυτής καθαυτής των «συναισθηματικών πεποιθήσεων», δηλαδή των έντονων συναισθημάτων ανεπάρκειας, αναξιότητας και χαμηλής αυτοεκτίμησης που παρουσιάζει το άτομο αυτό.
Υπόθεση της Διαφοροποιημένης Ενεργοποίησης
Ένας άλλος ερευνητής, ο Teasdale μίλησε για την «Υπόθεση της Διαφοροποιημένης Ενεργοποίησης». Η θεωρία του βασίζεται στη σπουδαιότητα των ανωτέρων επιπέδων γνωστικής αναπαράστασης και οργάνωσης στη μελέτη της κατάθλιψης. Σκοπός της ψυχολογικής αντιμετώπισης της κατάθλιψης είναι να αλλάξει τον καταθλιπτικό «επιτόπιο νου», που αυτόματα είναι αυτός που επικρατεί κάτω από την επίδραση συγκεκριμένων ερεθισμάτων και περιστάσεων και να δώσει στο ίδιο το καταθλιπτικό άτομο μεγαλύτερο έλεγχο του επιθυμητού επιτόπιου νου.
Ψυχαναλυτική θεωρία
Η ψυχαναλυτική θεωρία εξηγεί την κατάθλιψη ως μια αντίδραση στην απώλεια. Το καταθλιπτικό άτομο αντιδρά στις διάφορες απώλειες έντονα, γιατί του φέρνουν στην επιφάνεια όλους τους φόβους και την ανασφάλεια από την παιδική του ηλικία. Μία υπερτονισμένη άποψη της ψυχαναλυτικής θεωρίας είναι πως το υποκείμενο που εκδηλώνει κατάθλιψη έχει μάθει να αποκρύπτει τα συναισθήματά του επειδή φοβάται να ζητήσει από τους άλλους υποστήριξη. Επομένως, όταν τα γεγονότα χειροτερεύουν στρέφεται εναντίον του εαυτού του και τον κατηγορεί. Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως οι καταθλιπτικοί έχουν μειωμένη αυτοεκτίμηση (selfesteem) και αισθήματα κατωτερότητας.
Επειδή αυτοί οι εξαναγκασμοί είναι υποσυνείδητοι, οι συμβουλές από φίλους και την οικογένεια, το διάβασμα βοηθητικών βιβλίων ή ακόμη και η δύναμη του «θέλω» συχνά αποτυγχάνουν να προκαλέσουν ανακούφιση στον καταθλιπτικό.
Ψυχανάλυση και κάθαρση
Η ανάλυση είναι μια στενή επαγγελματική σχέση κατά την οποία το υποκείμενο διεισδύει στον εσωτερικό του κόσμο, στις σκέψεις του, στις εμπειρίες του και τις εκφράζει μπροστά στον ψυχαναλυτή του. Τυπικά ο ασθενής επισκέπτεται τον ψυχαναλυτή του τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα, ξαπλώνει στον καναπέ και αρχίζει να μιλάει για όσα του έρχονται στο μυαλό. Αυτή η μέθοδος αποτελεί μια ακόμη μέθοδο παρατήρησης. Καθώς ο ασθενής μιλάει και ξεδιπλώνει τις σκέψεις του, ο θεραπευτής συλλέγει στοιχεία για την προσωπικότητά του και για το συναισθηματικό του κόσμο.
Κατά τη διάρκεια των ετών που ο ασθενής κάνει ψυχανάλυση μαθαίνει να μιλάει χωρίς ενδοιασμούς για την καθημερινή ζωή, τις φαντασιώσεις του και τα όνειρά του. Επομένως, μαθαίνει να εξωτερικεύει τα συναισθήματα του και βιώνει την λεγόμενη «κάθαρση».
Εκτός από το να ακούνε τον ασθενή, οι ψυχαναλυτές έχουν και μια άλλη ιδιότητα, να ερμηνεύουν τη συμπεριφορά του. Οι θεραπευτές μπορούν να αναλύσουν τις πράξεις, τη συμπεριφορά, τα αισθήματα του ασθενή και να του προσφέρουν μια εξήγηση. Και οι άλλοι θεραπευτές μπορούν να κάνουν «απόδοση ρόλου», όμως, οι ψυχαναλυτές το κάνουν καλύτερα.
Επαγωγικά λοιπόν σκεπτόμενοι καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως όλων των ειδών οι θεραπείες και τα φάρμακα έχουν δοκιμασίες, με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία, στην προσπάθεια να καταπολεμηθεί η κατάθλιψη. Καθώς πιο αποτελεσματική φαίνεται να είναι η θεραπεία της συμπεριφοράς που επιχειρεί να βοηθήσει το άτομο, ανακαθιστώντας τον επιτόπιο νου που έχει κολλήσει από κάποιο άλλο. Και τα αποτελέσματα της εξαρτώνται στην ικανότητα του ατόμου να αποφεύγει να κολλάει σε ένα τέτοιο νου στο τέλος.