Καθώς η ζωή προχωράει και τα χρόνια περνούν, ο φόβος μας για το θάνατο γίνεται ολοένα κι εντονότερος. Ο φόβος …
Ο θάνατος, η κουκούλα, ο φόβος και ο Joe Black
Αποφεύγουμε να απεικονίσουμε τον θάνατο με ανθρώπινους όρους από φόβο ότι θα τον φέρουμε πολύ κοντά μας. Μήπως, όμως, έτσι τον κάνουμε πιο τρομακτικό;
Ο γιος μου στην ηλικία των 6 είχε μάθει ποδήλατο και έτρεχε ακράτητος σε όποια κατηφόρα έβρισκε. Στο τέλος μίας κατηφόρας υπήρχε ένα μοναδικό δέντρο. Έπεσε πάνω του με το ποδήλατο, οι φωνές ακούστηκαν ως τον φούρνο και είδα μπροστά μου ένα προσωπάκι καλυμμένο από αίματα που έσταζαν και άκουσα μια φωνή που δεν θα ξεχάσω ποτέ: “Μαμά!! Θα πεθάνω!! Θα πεθάνωωωωω!!!”. Τέσσερα ράμματα, δύο γλειφιτζούρια και ένα καινούργιο ποδήλατο αργότερα αναρωτιόμουν: “Πώς στην ηλικία των 5-6 ξέρει και φοβάται τον θάνατο; Πώς; Από πού; Πώς ξέρει αυτός ο πιτσιρικάς ότι υπάρχει ένα τέλος που δεν μπορεί να αποφύγει;”.
Γνώση του αγνώστου: ξέρω ότι ξέρω ότι δεν ξέρω
Η μόνη απάντηση στην οποία έχω καταλήξει μέσα στα χρόνια, κατόπιν διαβάσματος, ατελείωτων συζητήσεων, χρόνων εργασίας σε διαφορά νοσοκομεία με ετοιμοθάνατους ασθενείς (παιδιά και ενηλίκους) κ.λπ. είναι ότι η “γνώση” και ο φόβος του επικείμενου θανάτου μας είναι “φυτεμένα” βαθιά μέσα μας και μας γνωστοποιούνται, άγνωστο πώς, από τη στιγμή που συνειδητοποιούμε τη ζωή, δηλαδή τη θνητότητά μας. Το πώς την συνειδητοποιούμε παραμένει άγνωστο· ίσως από τη στιγμή που γεννιόμαστε, ίσως από πριν. Αυτό, όμως, δεν μπορούμε να το ξέρουμε καθώς λείπει η συνειδητότητα -όπως την κατανοούμε. Και σίγουρα είναι και η “αναγνώριση” του άγνωστου μαζί με τον κοινωνικά μαθημένο φόβο και τα ταμπού με τα οποία εμφορείται η κουλτούρα μας σχετικά με τον θάνατο.
“Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Ήμουν νεκρός για δισεκατομμύρια χρόνια πριν γεννηθώ, δίχως να υποστώ την παραμικρή ταλαιπωρία” είπε ο Mark Twain, και έχει μια λογική αυτό που λέει. Όταν δεν υπάρχεις, είσαι νεκρός ή δεν είσαι; Ουδείς ξέρει.
Απεικόνιση του θανάτου: κουκούλες και σκιές
“Έφυγε” λέμε. Η αοριστία και η υπεκφυγή σε όλο το μεγαλείο τους, άρα και ο φόβος. Αλλά καθώς η αοριστία δεν μας αρέσει, διότι το αίσθημα της ασφάλειάς μας είναι άρρηκτα συνυφασμένο με τη γνώση που νομίζουμε ότι διαθέτουμε, δημιουργούμε εικόνες ώστε να ξορκίσουμε το κακό που μας περιτριγυρίζει και ταυτόχρονα να το κάνουμε πιο οικείο, να το εξανθρωπίσουμε, ώστε να φέρουμε τον θάνατο πιο κοντά, αλλά και να τον διώξουμε πιο μακριά. Με άλλα λόγια, και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Και ύστερα αναρωτιόμαστε γιατί αυτός ο τρόπος δεν αποδίδει.
Επί αιώνες ο θάνατος απεικονίζεται με μακριά μαύρα ενδύματα που του κρύβουν το σώμα, με μια τεράστια μαύρη κουκούλα που του κρύβει το πρόσωπο -ποιος θα τολμήσει να του δώσει σώμα και πρόσωπο;- και με ένα δρεπάνι που έχει σκουριάσει, από την πολυκαιρία και την πολυχρησία φανταζόμαστε, να περιφέρεται μονάχος στο σκοτάδι, στα περιθώρια της κοινωνίας και του φωτός. Του δίνουμε μια – κατά τι- συμβολική μορφή και έτσι, πλαγίως, τον εισάγουμε ανάμεσα μας (σκέψη, κοινωνία, κουλτούρα κ.λπ.), “χαρίζοντάς” του με τον καιρό μια υπόσταση που δεν έχει. Άραγε πόσο έχουμε “ενηλικιωθεί” σε σχέση με αυτούς που αποκαλούμε αγρίους, που ύψωναν τα τοτέμ προς τους ουρανούς προσπαθώντας να ξορκίσουν τα αναπόφευκτα της φύσης όπως τις βροχές και τις ανομβρίες, ή εκείνους που λάτρευαν τον θεό Ἀδη και τον Χάρο, που και αυτοί ήταν από την κορυφή ως τα νύχια μες στα κατάμαυρα και ζούσαν στις σκιές;
“Εξανθρώπιση” του φόβου και ο Joe Black
Τον εξανθρωπίζουμε, λοιπόν, κατά κάποιον τρόπο, αλλά δεν του “χαρίζουμε” την ενσάρκωση, όπως έκαναν οι αρχαϊκές θρησκείες με τους θεούς τους, των οποίων η θέση ήταν η παροχή βοήθειας και παρηγοριάς με όποιον τρόπο. Ο θάνατος όμως; Ξεχνάμε πολύ εύκολα και βολικά πως συχνά ο θάνατος παρέχει βοήθεια και παρηγοριά στον ετοιμοθάνατο και, μεταξύ μας τώρα, πόσες φορές η ιδέα της αυτοκτονίας δεν μας έχει παρασταθεί ως παρηγοριά σε ένα δύσκολο βράδυ; Ας σκεφτούμε λίγο: Ποιον άλλον δεν ενσαρκώνουμε; Ποιον άλλον εξανθρωπίζουμε εν μέρει μόνον; Τον Θεό. Ο Υιός ενσαρκωμένος, οι άλλες δύο υποστάσεις αρκούνται σε περιστέρια, λάμψεις και έναν καλοσυνάτο γεράκο με άσπρα γένια. Πολύ φλου.
Μήπως, εν τέλει, δεν ενσαρκώνουμε τους φόβους μας, πεπεισμένοι από κάποια αρχαΐζουσα δεισιδαιμονία ότι μπορεί έτσι να πραγματωθούν, να αποκτήσουν σάρκα και οστά και να εμφανιστούν μπροστά μας, και τότε… τότε δεν θα μπορούμε πλέον να προσποιούμαστε ότι αγνοούμε την ύπαρξἠ τους; Ξεφύγαμε όμως…
Και με αυτήν την εξωτερική εμφάνιση του προσάπτουμε έμμεσα μια υποβαθμισμένη σωματική και ψυχική υπόσταση, όπως συνήθως προσάπτουμε (όχι και τόσο έμμεσα) σε όλους τους αποδιοπομπαίους τράγους μας, πάνω στους οποίους προσηλώνεται η προσοχή του όχλου, που σκοτώνει αυτόν που δημιουργεί προβλήματα. Στην περίπτωση του θανάτου, όμως, αυτό είναι αδύνατον, με αποτέλεσμα η υποβάθμιση και ο φόβος να αυξάνονται σε σημείο που σήμερα να προσπαθούμε να τον εξ-αφανίσουμε με όποιον τρόπο μπορούμε, κυρίως μέσω της τεχνολογίας (π.χ. η επικέντρωσή μας στα αιώνια νιάτα κι η βιομηχανία που τα “πουλάει”).
Γιατί; Όχι, σας παρακαλώ απαντήστε μου. Δεν είναι καλύτερος ο θάνατος στο έργο “Meet Joe Black”, όπου είναι νεαρός, ωραιότατος, ξανθός, μειλίχιος, σχεδόν ντροπαλός και αμήχανος, καθώς προσπαθεί να εκτελέσει το έργο του όσο πιο ανώδυνα γίνεται, να προκαλέσει όσο λιγότερο πόνο μπορεί; Δεν είναι καλύτερη αυτή η σπάνια απεικόνιση; (Ναι, εντάξει, το έργο δεν ήταν σπουδαίο, αλλά ας εστιάσουμε στο προκείμενο.) Δεν είναι κάπως άδικη αυτή η εικόνα που του έχουμε επιβάλει αιώνες τώρα; Δεν είναι άδικο να δίνουμε μορφή -και δη τέτοια- σε κάτι που δεν γνωρίζουμε, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην το αποτρέπουμε, αλλά να τρομοκρατούμε τον εαυτό μας ακόμη περισσότερο στην ιδέα του;
Ο θάνατος, ο παραλογισμός και μια άλλη εικόνα
Πόσο λογικό σας φαίνεται αυτό; Δεν έχει μια τεράστια δόση παραλογισμού; Όσο, άλλωστε, και όλοι οι αποδιοπομπαίοι τράγοι; Αν εκδιώξουμε αυτόν, θα ζήσουμε εμείς; Φωνάζουν οι φιλόσοφοι αιώνες τώρα ότι τον θάνατο δεν μπορούμε να τον ξεφορτωθούμε, διότι τον κουβαλάμε μέσα μας. Τελευταία το φωνάζει και η επιστήμη. Όχι, δεν είναι τιμωρία ο θάνατος· είναι απλώς ένα μέρος της ζωής που δεν γνωρίζουμε και συμβαίνει σε όλους τους οργανισμούς επί Γης.
Να τον ξεφορτωθούμε δεν μπορούμε· να αλλάξουμε λίγο την οπτική μας μπορούμε; Μια και τον εξανθρωπίζουμε, ας τον εξανθρωπίσουμε αλλιώς, ας τον δούμε ως “κάποιον” ο οποίος δεν επιτελεί ένα έργο δυσάρεστο, αλλά απαραίτητο και σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους που διέπουν τα πάντα. Ας μην ξεχνάμε ότι οι φυσικοί νόμοι, η φύση, δεν είναι καλή ή κακή· απλώς “είναι”· εμείς της αποδίδουμε αρνητικές έννοιες.
Ο θάνατος είναι αυτό που δεν γνωρίζουμε, άρα εν αδίκω τον κρίνουμε. Εάν θέλουμε να τον κάνουμε πιο προσιτό και λιγότερο τρομακτικό, και αφού δεν μπορούμε να μην τον εξανθρωπίσουμε – καθώς πάντα από καταβολής κόσμου ο άνθρωπος χρειαζόταν μια εικόνα, μια κάποιας μορφής υλοποίηση του άγνωστου – ας το κάνουμε αποδίδοντάς του όλες τις πτυχές του ανθρώπου αντί γι’ αυτήν τη μια, αδυσώπητα μονοδιάστατη όψη του κακού και άσχημου εκδικητή, μοναχικού εκτελεστή και τιμωρού. Είναι άδικο, παιδιά!
Το πνεύμα του Joe Black
Ας το δούμε ως άσκηση του νου: θα δω το ίδιο διαφορετικά. Ας ανακαλύψουμε μια “ανεξερεύνητη έκταση”, ας αλλάξουμε τους παλιούς συμβολισμούς που πλέον δεν μας παρέχουν ασφάλεια, ας εκσυγχρονίσουμε το πνεύμα μας· διότι περί αλλαγής πνεύματος πρόκειται και εδώ, όπως σε όλα, καθώς ακόμη και η τεχνολογία δεν στέκει δίχως την συμβολή του πνεύματος. Η τεχνολογία δεν εξαλείφει τον θάνατο, αντίθετα τον “κρύβει”, τον κουκουλώνει, μετατρέποντάς τον σε ένα ταμπού. Ο Joe Black κινείται άνετα μέσα στον χώρο και την κοινωνία, “στέκεται” παντού, είναι ένας όμορφος και χαμογελαστός νέος· απλώς δεν μπορείς να του ξεφύγεις. Ας τον δούμε και λίγο σαν τον έρωτα: μπορούμε να του ξεφύγουμε; Δεν είναι καλύτερη αυτή η εικόνα; Δεν είναι πιο ανθρώπινη, λίγο πιο δίκαιη; Μήπως θα πρέπει να ξανασκεφτούμε το πώς απεικονίζουμε τους φόβους μας και κατά πόσο αυτή η απεικόνιση απλώς τους αυξάνει –πράγμα παράλογο όταν η όλη προσπάθεια μοναδικό στόχο έχει την συμφιλίωση μαζί τους. Η μήπως δεν είναι αυτός ο στόχος;
Και όλα αυτά με τον κίνδυνο να μη με ξαναδιαβάσετε ποτέ, και άρα να με “θανατώσετε”… Βρε παιδιά, δεν θα είναι λίγο άδικο;