Ο καλός στρατιώτης Σβέικ
Ο Σβέικ προσπαθεί να φτάσει στα πεδία μάχης του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου για να πολεμήσει με τους συντρόφους του υπερασπιζόμενος τα κεκτημένα της μεγάλης αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Θα καταφέρει να γίνει ένας καλός στρατιώτης;
Ο Σβέικ είναι ένας Τσέχος πολίτης της προπολεμικής Αυστροουγγαρίας. Μόλις ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, θα αρχίσει μια μεγάλη διαδρομή για αυτόν, η οποία θα καταλήξει στα πεδία μάχης και τα χαρακώματα.
Στην εποχή που ζει ο Σβέικ, η μεγάλη αυστροουγγρική αυτοκρατορία βιώνει την απειλή του πολέμου με τους γείτονες της και τις αποσχιστικές τάσεις της Τσεχίας και της Σλοβακίας. Η κρατική αστυνομία στέλνει τα λαγωνικά της και μαζεύει πολίτες, υποψήφιους επαναστάτες στα μπουντρούμια της για ανάκριση. Κάποια στιγμή καταλήγει και ο Σβέικ στην αστυνομία. Στη διαδικασία της ανάκρισης, οι απαντήσεις του στις ερωτήσεις των αστυνομικών είναι τόσο παράξενες που ο ίδιος καταλήγει στο φρενοκομείο. Δεν μένει όμως πολύ εκεί, καθώς μια επιτροπή γιατρών συνειδητοποιούν ότι είναι υποκριτής και προσποιείται τον τρελό. Έτσι ο Σβέικ βρίσκεται πάλι ελεύθερος.
Μόλις ξεσπάσει ο μεγάλος πόλεμος, ο Σβέικ με υπερηφάνεια παρουσιάζεται στον στρατό γιατί θέλει να πολεμήσει για την αυτοκρατορία. Τον έχουν πιάσει ρευματισμοί στα γόνατα και παρουσιάζεται στην επιτροπή με πατερίτσες. Τον κατατάσσουν στην κατηγορία των «κοπανατζήδων» και τον στέλνουν σε ένα μέρος όπου αλλάζουν τη γνώμη των ανθρώπων που προσποιούνται τους αρρώστους. Από εκεί ο Σβέικ καταλήγει στη φυλακή, το έσχατο καταφύγιο για τους αμετανόητους.
Στη φυλακή γνωρίζεται με έναν στρατιωτικό ιερέα, ο οποίος μεταλαβαίνει τους ετοιμοθάνατους καταδικασμένους εθνικούς προδότες. Ο ιερέας τον παίρνει βοηθό και ο Σβέικ γλιτώνει το εκτελεστικό απόσπασμα. Με τον ιερέα βρίσκεται στα μετόπισθεν και κάνουν λειτουργίες για τον άμαχο πληθυσμό και μεταλήψεις σε ετοιμοθάνατους στρατιώτες που έχουν γυρίσει στην πατρίδα για να πεθάνουν ήρεμοι. Ο ιερέας όμως έχει δύο μεγάλες έξεις. Το ποτό και τον τζόγο. Όλα τα χρήματα που παίρνει καταλήγουν σε μποτίλιες με αλκοόλ και στο πράσινο τραπέζι με τα χαρτιά. Μια μέρα έχασε όλα του τα χρήματα σε ένα τέτοιο τραπέζι. Το τελευταίο του στοίχημα με ένα λοχαγό ήταν ο Σβέικ.
Ο Σβέικ καταλήγει στην υπηρεσία του λοχαγού. Μετά από ένα ατυχές περιστατικό –ο Σβέικ έκλεψε ένα σκυλί ενός ανωτέρου του για λογαριασμό του λοχαγού ερήμην του– ο λοχαγός και ο Σβέικ αρχίζουν το ταξίδι τους για τα χαρακώματα της πρώτης γραμμής του μεγάλου πολέμου.
Ο Γιάροσλαβ Χάσεκ με αυτό το βιβλίο καταφέρνει να ψυχαναλύσει όλη την Ευρώπη της εποχής του. Μια Ευρώπη, η οποία πονά, τραυματίζεται και σκοτώνεται στα χαρακώματα. Οι άνθρωποι έχουν χάσει τον δρόμο τους. Όπως ο Σβέικ περιπλανιέται από τη φυλακή στο φρενοκομείο, από βοηθός ιερέα σε υπηρέτη κάποιου λοχαγού στα μετόπισθεν, έτσι και ο κόσμος της Ευρώπης του Α΄ μεγάλου πολέμου του 20ού αιώνα, περιπλανιέται χαμένος σε οβίδες, πείνα, λιμούς και μιζέρια.
Ο Σβέικ παρουσιάζεται με χαμηλό δείχτη νοημοσύνης και αντιληπτική ικανότητα. Ο συγγραφέας το κάνει αυτό με σκοπό να φτιάξει μια αλληγορία για την ίδια του την εποχή. Στο βιβλίο είναι διάσπαρτο το χιούμορ μέσα από κάποια περιστατικά που αφηγείται ο Σβέικ. Το χιούμορ είναι στα όρια του μαύρου. Το ανάγνωσμα με αυτό τον τρόπο γίνεται πιο ανάλαφρο, αλλά δεν παύει να αφήνει μια πικράδα στη γεύση.
Ο Σβέικ είναι μια μορφή εμβληματική στη λογοτεχνία του περασμένου αιώνα. Σε παρασέρνει με τον ανθρωπισμό του, σε μαγεύει και σε κερδίζει αμέσως. Είναι ένας αγαθός και αυθόρμητος άνθρωπος, ο οποίος έχει άγνοια κινδύνου. Ο ήρωας μας είναι τολμηρός και αποφασιστικός. Προσπαθεί να φτάσει στα χαρακώματα όχι από βλακεία ή αυταρέσκεια. Το θεωρεί καθήκον του. Θέλει να είναι ένας καλός στρατιώτης για τη χώρα στην οποία ζει. Ο Χάσεκ καταφέρνει να τον κάνει τον πιο καλό στρατιώτη της αυτοκρατορίας. Με την ειρωνική του διαύγεια στη γραφή, ο συγγραφέας παραδίδει ένα διαχρονικό βιβλίο γεμάτο φρεσκάδα και χιούμορ. Τελικά ο Χάσεκ πετυχαίνει με αυτό το ανάγνωσμα να γίνει ένας καλός στρατιώτης της λογοτεχνίας.