Μπάμπης Τσέρτος, ένας στοχαστικός ρεμπέτης
Ο χρόνος κύλησε προς τα πίσω και οι μνήμες ξεπήδησαν. Έτρεξαν με θάρρος προς το μέρος μας. Οι παλιοί νοικοκυραίοι ασβεστώνουν τα σπίτια. Γιορτή ετοιμάζουν. Γεμίζουν τα βαρέλια με κρασί και απλώνουν στα τραπέζια τους μεζέδες. Έρχεται και η μουσική. Υπέροχοι μερακλήδες προκαλούν τη ζωή. Ανάμεσα τους μια φιγούρα γεμάτη αρχοντιά. Ο Μπάμπης Τσέρτος αρχινάει να παίζει και να τραγουδά. Αδιαλείπτως και με το ίδιο αστείρευτο πάθος εδώ και σαράντα χρόνια δεν σταματά να μας θυμίζει το σημείο στο οποίο χτυπά η καρδιά της λαϊκής κουλτούρας ετούτου του τόπου. Είναι ο σφυγμός του κόσμου σαν αγκαλιάζεται μονιασμένος και ο χορός σέρνει τα βήματά τους. Τους κυκλώνει η ζεστή φωνή του. Ο τόνος σφίγγει τη θηλιά της αλήθειας και όλες οι νότες βολτάρουν ανενόχλητες. Μπαίνουν σε ανοιχτές ψυχές και αλωνίζουν. Εκείνος αγέρωχος προσκυνά με απέραντο σεβασμό το παλιό και το φέρνει στη μαγεία της στιγμής που περνά και χάνεται. Αυτό ακριβώς μας ενώνει. Αυθεντικότητα που δεν αφήνει υπόνοιες για τίποτα μικρότερο.
Δυνατές εικόνες
Ο Τσέρτος γεννιέται στις 27 Οκτωβρίου 1957. Στα Τρόπαια Αρκαδίας μπαίνουν τα γεωγραφικά όρια της ψυχής του. Ξοπίσω καταφτάνουν και οι μελωδίες. Μυρίζουν χώμα και αέρα από την πατρίδα του. Τα δημοτικά κυριαρχούν. Τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά συναγωνίζονται τα ελαφρά κομμάτια του Μιχάλη Σουγιούλ. Όλα λουσμένα από την ατόφια χρυσόσκονη της διαχρονικότητας. Όλα μεταγενέστερα της σπουδαίας βυζαντινής διαδρομής της μουσικής ιστορίας. Δυο εκκλησίες έχει το χωριό. Στη μια είναι ψάλτης εκείνος. Στα δεξιά πάντοτε καμαρώνει και διαβάζει. Ακούει προσεκτικά και όταν η κατάνυξη ξεκορφίζει, χάνεται κι εκείνος σε τούτα τα χρώματα. Από τα 11 ως τα 14 του χρόνια η Κυριακή είναι αφιερωμένη στη ψαλτική. Ο ήχος από το μαντολίνο του πατέρα του συνοδεύει πάντα κάτι γλέντια αξέχαστα. Οι φωνές όλων στην οικογένεια είναι συντονισμένες στις κλίμακες της μουσικής. Έξι χρόνια κάνει μαθήματα πιάνου στο πλευρό του Γιώργου Αγγελόπουλου.
Είναι μόλις 17 χρονών, όταν η πρωτεύουσα τον καλεί κοντά της. Τελειώνει το Κλασικό Γυμνάσιο και πετυχαίνει στο Φυσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι πρώτες γρατζουνιές στο μπουζούκι είναι γεγονός. Μέρα με τη μέρα γίνονται κομμάτια ολοκληρωμένα. Αυτοδίδακτος και γεμάτος όρεξη χάνεται στα τραγούδια. Στο ενδιάμεσο κάνει βόλτες στο κέντρο. Σκέτη απόλαυση. Τα νεοκλασικά κτίρια διατηρούν την αίγλη τους. Οι παρέες είναι ζωντανές. Τα στέκια τις περιμένουν. Φοιτητικά ξεπεταρούδια φτιάχνουν ένα συγκρότημα. Ορμητικοί και τολμηροί πασχίζουν να κατακτήσουν τη ζωή τους. Να μετρήσουν τη δύναμή τους και να θυμήσουν την ελευθερία τους. Είναι καλοκαίρι του 1976. Η αποκατάσταση της δημοκρατίας είναι ακόμα νωπή. Η ζέστη κάνει τον αέρα καυτό να πέφτει στα πρόσωπά τους. Τα χέρια ιδρώνουν, καθώς παίζουν ξανά και ξανά τα κομμάτια. Εκείνος μελετά πολύ. Η αγωνία του είναι μεγάλη. Ο Επιτάφιος ακούγεται δυνατά. Η πρώτη σημαντική στιγμή καταγράφεται στο ενεργητικό του. Ο Βαμβακάρης παραμονεύει στη γωνία. Έχει τα μαργαριτάρια του και είναι έτοιμος να τα δώσει. Η αναβίωση του ρεμπέτικου τραγουδιού τον σπρώχνει στις ταβέρνες. Για μεγάλο χρονικό διάστημα παίζει και τραγουδά, δίχως κανένα επαγγελματικό αντίκρυσμα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μια πρόταση από ένα μαγαζί στη Κυψέλη τον σκουντά επιτακτικά στον ώμο. Δέχεται. Η μυρωδιά από το αχνιστό γιουβέτσι μπλέκεται με τη γεύση από το βαρελίσιο κρασί. Οι ήχοι από τις μελωδίες σκαλώνουν στον αέρα. Αυτή είναι μόνο η αρχή.
Είναι επαγγελματίας πριν ακόμα αποκτήσει την ανάλογη εμπειρία. Παίζει για πέντε ώρες ασταμάτητα μόνος του, χωρίς να στερεύει από τραγούδια. Το ρεπερτόριό του είναι μεγάλο. Βγαίνει από μέσα του αβίαστα. Περνά δίπλα από θρυλικά ονόματα του λαϊκού πάλκου, όπως οι Σωτηρία Μπέλλου, Καίτη Γκρέυ, Βίκυ Μοσχολιού και άλλοι. Το 1993 κάνει την είσοδό του στην μουσική αρένα με το δίσκο «Άτιμη Τύχη». Μέχρι σήμερα έχει στο ενεργητικό του 10 δισκογραφικές δουλειές και ακόμα τόσες περίπου συμμετοχές σε δίσκους συναδέλφων. Η πλειοψηφία των κομματιών είναι επανεκτελέσεις. Κρυμμένα ή ξεχασμένα κομμάτια από εξαιρετικούς δημιουργούς, όπως οι Παναγιώτης Τούντας, Γιάννης Παπαϊωάννου, Μάρκος Βαμβακάρης και πολλοί ακόμα βρίσκουν χώρο μέσα στην καρδιά του. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και το λαρύγγι του τα φέρνει δυο στροφές. Θυμίζει παλιό ρεμπέτη. Το στήσιμό του είναι απλό και λιτό. Η επαφή του όμως με τον κόσμο είναι ζεστή. Η ψυχαγωγία συναντά τη διασκέδαση. Σπάνια στιγμή και εκείνος συμβάλει τα μέγιστα σε τούτη την ένωση. Είναι η διασκέδαση που έχει το χορό αναπόσπαστο κομμάτι της. Μα δεν υπάρχει κίνδυνος να ευτελιστεί η αξία της. Το ζεϊμπέκικο είναι η λεβέντικη απάντηση του άντρα στην πρόκληση της ζωής. Το τσιφτετέλι είναι το θελκτικό ερωτικό κάλεσμα της γυναίκας προς τον άντρα. Εκείνος παίζει και τραγουδά. Πάντα καμαρώνει τον κόσμο σαν ανταμώνει με την τέχνη, σαν θυμάται την Ελλάδα. Μοιράζεται τη σκηνή με σπουδαίους καλλιτέχνες όπως οι Γιώργος Νταλάρας, Γλυκερία, Χρόνης Αηδονίδης, Μανώλης Μητσιάς και πολλοί ακόμα.
Το μειλίχιο ύφος και η ηρεμία στο πρόσωπό του μαρτυρούν τα ταξίδια που κάνει σαν τραγουδά σε κόσμους αλλιώτικους. Φτιάχνει καράβια με το νου του και φτερά και ξέρει πως μια μέρα σίγουρα θα φτάσει σ’ αυτά που οι φόβοι του κρατήσανε μακρυά. Μαζί τους θέλει να αμαρτήσει, πριν αγιάσει. Αμαρτίες γλυκές σαν παλιό καλό κρασί και αναπόφευκτες στιγμές στης μοίρας τα τεφτέρια. Αποθύμησε του έρωτα τη μάχη. Εκείνος σαν τ’ άκουσε έριξε τα βέλη απάνω του. Τότε, μια βοσκοπούλα αγάπησε, μια ζηλεμένη κόρη. Μες στα γλυκά ματάκια της, μες στα γλυκά της κάλλη εξέχασε σιγά σιγά κάθε αγάπη άλλη. Φυσάει ο μπάτης και ετούτο το τρελό μικρό τον έκανε θύμα. Μα μόλις του πήρε την καρδιά, τόνε πρόδωσε κι έφυγε μακρυά του. Τώρα εκείνος πίνει και μεθά, στο μπουζούκι του ξεσπά. Αναρωτιέται πού να βρει γυναίκα να της μοιάζει. Άτιμη τύχη και μοβόρα, τύχη μπαμπέσα και σκληρή τον χτύπησε αλύπητα. Τον έκαψε το Ερηνάκι και τώρα ψάχνει να σβήσει τη φωτιά. Σαν ψαράκι είναι μπλεγμένος μες στα δίχτυα της ο καημένος. Εκείνος της έδωσε την κάθε μια πνοή του κι εκείνη τον κέρασε φαρμάκι. Σε μια στιγμή το αποφάσισε. Σαν μερακλίδικο πουλί θα ζήσει και πουθενά φωλιά δεν θα κάνει.
Σταθερές και καθαρές επιλογές
Πολλές στιγμές περνοδιαβαίνουν το κατώφλι της ζωής του. Άλλες μεγάλες κι άλλες πιο μικρές, μα όλες φιλτράρονται και εκδηλώνονται μέσα από τη μουσική. Γεννήθηκε για αυτήν. Τα δημοτικά είναι βίωμα γραμμένο μέσα του με ανεξίτηλο μελάνι. Τα ρεμπέτικα είναι η ασπρόμαυρη φωτογραφία της ζωής. Όταν οι δυσκολίες πληγώνουν τα ανθρώπινα όνειρα και κουμαντάρουν ανάποδα τα σχέδια της μοίρας, τότε έρχονται ετούτα τα τραγούδια να εκτονώσουν τον καημό, να ξύσουν τις πληγές και ύστερα να τις επουλώσουν. Μπαίνει σε βαθιά νερά. Ψάχνει, ακούει, διαβάζει. Εκπλήσσεται ακόμα με όσα βρίσκει. Ανακαλύπτει παλιά τραγούδια σκονισμένα σε κάποιο ράφι της μουσικής ιστορίας. Δεν διστάζει να τα πάρει και να αναστήσει. Οι ερμηνείες του προσθέτουν κάτι διαφορετικό. Οι ενορχηστρώσεις είναι πάντα δεμένες, μα την ίδια στιγμή ξεχωρίζει το χρώμα από το κάθε όργανο. Λατρεύει τους μικρούς χώρους και όχι τις μεγάλες πίστες. Εκεί, μπορεί να απλώσει όλο το μεράκι του για τη μουσική.
Μακρυά από την ευτέλεια που κρύβεται πίσω από τις εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές των δισκογραφικών εταιρειών προτάσσει σθεναρά το ανάστημά του απέναντι σε οτιδήποτε προσβάλει την προσωπική του αισθητική. Κάποτε, η απαίτηση της υποχρεωτικής του παρουσίας σε κάποιο τηλεοπτικό πρόγραμμα και η άρνησή του στάθηκαν η αιτία, για να αποχωρήσει από την δισκογραφική εταιρεία, στην οποία βρισκόταν. Αφοπλιστικά ειλικρινής δεν χαμηλώνει τον πήχυ. Διεκδικεί πάντα την αθωότητα και την αγνότητα των μουσικών του αναμνήσεων. Κρατά το μέσα του τοπίο καθαρό και διώχνει όλα τα καυσάερια της μουσικής βιομηχανίας. Είναι ξεκάθαρος και αυστηρός στις προτιμήσεις του. Οποιαδήποτε αλλαγή άκρως αντίθετη με αυτές στη διαμόρφωση του προγράμματος στο οποίο συμμετέχει, μπορεί να τον απομακρύνει από αυτό με οποιοδήποτε κόστος. Η αποχή του για τρεις μήνες από τα πάλκα ήταν αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαφωνίας που είχε με κάποιο μαγαζί. Είναι επαναστάστης επι της ουσίας, μα δεν το φωνάζει από πριν. Όταν έρχεται η στιγμή που πρέπει να το δείξει, ήρεμα και ψύχραιμα επιλέγει. Δεν τον επιλέγουν.
Κάθε εποχή κουμαντάρει την ομορφιά και κάθε στιγμή φλερτάρει με τη γοητεία. Τα ζει όλα. Αγκυροβολημένος χρόνια στο λιμάνι του απολαμβάνει την ασφάλεια της οικογενειακής θαλπωρής με τη γυναίκα του και το γιο του. Βόλτες και ταξίδια γεμίζουν τις ώρες που η μουσική μπαίνει για λίγο στην άκρη. Μέχρι να την ξαναπιάσει και να χαθεί στα μονοπάτια τα δικά της. Ο καλός του φίλος ο Αντρέας τον περιμένει να παίξουν τάβλι. Μια παρτίδα ακόμα, πριν αρχίσει το τραγούδι και γυρίσει πάλι πίσω στην άνοιξη της παιδικής του αθωότητας. Πάντα θυμάται το τόπο που τον γέννησε. Πάντα γυρίζει πίσω.
Η αξιοπρέπεια κρέμεται πίσω από τη γλυκύτητα. Η αγάπη για τούτη τη δουλειά φαίνεται σε κάθε του βήμα. Ο κόπος του ανταμείβεται, καθε φορά που φέρνει στο φως παλιούς θησαυρούς της παράδοσης. Για να μην ξεχάσουμε τίποτα. Η ελπίδα είναι στο νέο αίμα που θυμάται το παλιό. Ο Μπάμπης Τσέρτος κάνει αυτό ακριβώς. Θυμάται τους παλιότερους και την ίδια στιγμή τους ξανασυστήνει στους νεότερους. Είναι ο τρόπος του να μπλοκάρει την ασυδοσία της εποχής και το συνεχές χτύπημα στις ρίζες. Κοντράρεται με τον καιρό και τον κερδίζει στα σημεία. Θα γινότανε φυσικός. Έγινε όμως τραγουδιστής και οργανοπαίχτης. Παραμένει αιώνιος φοιτητής, μιας και οι σπουδές του δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Η αιώνια νίκη της καρδιάς του πάνω στη λογική του. Η μουσική ήταν ο δρόμος του. Κι αυτήν ακολούθησε. Τώρα οι όροι αντιστράφησαν. Εκείνη τον ακολουθεί. Παντού. Εμείς απολαμβάνουμε αυτό το αλισβερίσι. Χανόμαστε στις μελωδίες τις παλιές και είναι κοινό μυστικό πως κάνουμε τη δική μας κρυφή επανάσταση. Μια αλητεία στον ψεύτικο καθωσπρεπισμό. Και αυτό από μόνο του είναι σπουδαίο.