Ο ΜΑΚΜΠΕΘ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ από την Πέμπτη 12 Μαρτίου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Ο πόθος για εξουσία, ο φόβος, ο φόνος, …
Μοντέρνοι Ρινό(κεροι)
Πόσο μακριά βρισκόμαστε από τους νόμους της ζούγκλας; Πόσο βαθιά χωμένο είναι το «κτήνος» που φέρουμε όλοι από τότε που γεννηθήκαμε; Και πόσο εύκολο είναι να έρθει στην επιφάνεια; Αυτά τα ερωτήματα έρχεται να απαντήσει ο «Ρινόκερος» του Ιονέσκο.
Με όχημα το παράλογο -χαρακτηριστικό του Ιονέσκο-, το έργο αποτυπώνει τη σταδιακή μεταμόρφωση των μελών μίας κοινωνίας σε ρινόκερους. Μια μεταμόρφωση χωρίς αρχή και τέλος.
Κεντρικός ήρωας ο Μπερανζέ, ένας «ανθρωπάκος». Ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να ταυτιστεί μαζί του: οι νευρώσεις του, οι ανησυχίες του, η πλήξη, η ψυχική κούραση, η διάβρωση της εποχής και τα αέναα υπαρξιακά ερωτήματα. Η εποχή του τον έχει προσπεράσει και εκείνος βρίσκει παρηγοριά στο αλκοόλ.
Στον αντίποδα, ο φίλος του ο Ζαν… και όλοι οι υπόλοιποι. Ο Μπερανζέ μοιάζει παράταιρος και αδύναμος. Ωστόσο, στο τέλος, όταν θα έχουν όλοι μεταμορφωθεί σε ρινόκερους, είναι εκείνος που καλείται να σηκώσει το βάρος και την ευθύνη της ανθρωπότητας.
Ο Κακλέας αποφασίζει να προσδώσει στο «Ρινόκερο» μία πιο επικαιρική νότα. Η εισαγωγή θυμίζει ταινία επιστημονικής φαντασίας: Ο Μπερανζέ (Άρης Σερβετάλης) αποκοιμιέται και χάνεται προς στιγμή από τη σκηνή, ενώ παράλληλα ξεκινά ο βομβαρδισμός του θεατή με βίντεο και διαφημίσεις καινοτόμων ιδεών και εφευρέσεων, όπως η διαγραφή αναμνήσεων από την ανθρώπινη συνείδηση ως το αποτελεσματικότερο λίφτινγκ!
Οι διαφημίσεις προβάλλονται τόσο από την οθόνη της κεντρικής σκηνής, όσο και από δύο οθόνες υπερυψωμένες δεξιά και αριστερά, εντείνοντας την αίσθηση του βομβαρδισμού. Στη συνέχεια, ο Μπερανζέ και ο Ζαν κάθονται για καφέ, πλαισιωμένοι από τα υπόλοιπα πρόσωπα αυτής της φιλήσυχης κοινωνίας. Άχρονη στον Ιονέσκο, τοποθετημένη σ’ ένα μέλλον που συνομιλεί έντονα και ανήσυχα με το παρόν στον Κακλέα.
Οι χαρακτήρες -ντυμένοι με έντονα χρώματα και φουτουριστικά κοστούμια– αποτελούν τυπικό παράδειγμα της σύγχρονης κοινωνίας: βιάζονται, βρίσκονται όλοι μαζί και ταυτόχρονα μακριά ο ένας από τον άλλον, κυνηγούν το μάταιο της εικόνας. Ξαφνικά, εμφανίζεται ένας ρινόκερος από το πουθενά και οι πάντες, εκτός του Μπερανζέ, σοκάρονται. Μόλις συνέρχονται, εμφανίζεται και ένας δεύτερος ρινόκερος, δημιουργώντας ερωτήματα για το πώς βρέθηκαν εκεί.
Στο δεύτερο μισό του έργου, οι χαρακτήρες σχεδόν απογυμνώνονται από το χρονικό πλαίσιο και την εποχή. Μαθαίνουμε πως οι ρινόκεροι δεν το έχουν σκάσει από κάπου, αλλά πρόκειται για άτομα της ίδιας της κοινωνίας, τα οποία έχουν μεταμορφωθεί στο συγκεκριμένο ζώο. Έντονες αντιδράσεις προκαλούνται: ο περισσότερος κόσμος καταδικάζει αυτήν την καινούρια τάση ή ασθένεια. Σταδιακά, όμως, ολοένα και περισσότεροι εγκαταλείπουν την έννομη κοινωνία και αποφασίζουν να μεταμορφωθούν σε ρινόκερους και να ζήσουν ελεύθεροι στη φύση.
Λίγο πριν το τέλος του έργου, οι μόνοι δύο που έχουν αντισταθεί είναι ο Μπερανζέ και η Νταίζη (Έλλη Τρίγγου), η δακτυλογράφος και συνάδελφος του Μπερανζέ, με την οποία ο τελευταίος είναι ερωτευμένος. Αποφασίζουν να ζήσουν μαζί και να ξαναδημιουργήσουν το ανθρώπινο γένος. Ωστόσο, τελικά και η Νταίζη εγκαταλείπει και αφήνεται στην «ελευθερία» της μεταμόρφωσης με τον Μπερανζέ να μένει ο τελευταίος άνθρωπος.
Ο Σερβετάλης μ’ έναν εκπληκτικό μονόλογο δημιουργεί προβληματισμούς, οι οποίοι λαμβάνουν πολλές επεκτάσεις… Ποιοι είμαστε τελικά; Πόσο διαχωρισμένοι είμαστε από τη ζωώδη φύση μας; Ποια είναι τα όρια μεταξύ νόμων και ζούγκλας; Ποια είναι τελικά η «σωστή» επιλογή; Ο χαρακτήρας του Μπερανζέ, από τη μία, παρουσιάζεται ως ένας νευρώδης ανθρωπάκος που στο τέλος βγάζει μία αξιοθαύμαστη δύναμη, η μάζα των μεταμορφωμένων ρινόκερων, από την άλλη, ως ευτυχισμένη. Ο Μπερανζέ, απομονωμένος, μονολογεί, προβληματίζεται και ανησυχεί σε σημείο που αναρωτιέται κανείς ποιος είναι εντέλει ο λογικός και ποιος ο παράλογος.
Αν και το πρώτο μισό της παράστασης χάνει σε ορισμένα σημεία το νόημά της, αποκλίνοντας σημαντικά από το πρωτότυπο και εστιάζοντας στη ματαιότητα που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνία σε βάρος των χαρακτήρων, πρόκειται για μία μαύρη κωμωδία που αφυπνίζει και ταρακουνά τον θεατή και γι’ αυτό αξίζει να την παρακολουθήσετε!