Μνησικακία: To πιάτο που τρώγεται καλύτερα κρύο

Συντάκτης: Flowmagazine

Λέγεται συχνά ότι το πιάτο της εκδίκησης τρώγεται κρύο. Αναρωτιέται κανείς: γιατί όχι ζεστό; Τι είναι αυτό που κάνει κάποιον να περιμένει να… κρυώσει;

Είναι φανερό πως αυτό ματαιώνει την εκδίκηση κατά πρόσωπο με σκοπό μια μελλοντική εκδίκηση «χωρίς πρόσωπο». Δηλαδή «να του τη φέρει πισώπλατα» την κατάλληλη στιγμή. Μήπως τελικά η ίδια η εκδίκηση είναι αδυναμία διεκδίκησης; Και από πού πηγάζει αυτή η αδυναμία;

Οι ρίζες της μνησικακίας

Η αδυναμία να διεκδικήσει κανείς το δίκιο του έχει βαθιές ρίζες και πηγάζει από την ίδια την ανθρώπινη δειλία, που είναι η άλλη όψη της μνησικακίας. Η δειλία, ο φόβος της σύγκρουσης, της διεκδίκησης ή ακόμα και της ρήξης στο παρόν, μεταθέτει τη λύση στο απώτερο μέλλον, ψάχνοντας την κατάλληλη ευκαιρία για εκδίκηση. Έτσι επωάζεται η μνησικακία.

Υποχωρώντας και δειλιάζοντας ο άνθρωπος, αντί να παλέψει την ώρα που έπρεπε για το δίκιο που τον «έπνιγε», πνίγεται τελικά στο φαρμάκι της μνησικακίας.

Μνησικακία: To πιάτο που τρώγεται καλύτερα κρύο

Μια ιστορική αναδρομή

Η ιστορία της μνησικακίας είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος και δεν θα λέγαμε, όπως ο μεγάλος φιλόσοφος του περασμένου αιώνα Μαξ Σέλερ, ότι μία από τις νεωτερικές ανακαλύψεις είναι η ανακάλυψη της μνησικακίας από τον Νίτσε. Ο Νίτσε διαύγασε και εμβάθυνε όσο κανείς στο θέμα της μνησικακίας, κυρίως όμως σε σχέση με την ηθική και τη θρησκεία.

Ο Αίσωπος, με τους γνωστούς μύθους του, αναγνώριζε τη μνησικακία ως αδυναμία των ανθρώπων, μόνο που με την αλληγορική του δύναμη και ευφυΐα τη φόρτωσε στην αλεπού, που επειδή δεν έφτανε τα σταφύλια, τα βάφτισε ξινά («όμφακες εισίν»).

Μια εξαιρετική και ίσως μοναδική στην ιστορία περίπτωση που μια εν δυνάμει μνησικακία έγινε αναπάντεχη ιστορική επιτυχία, είναι με τον Θεμιστοκλή. Με παρρησία και θάρρος, ο Θεμιστοκλής ομολόγησε δημόσια τη ζηλοφθονία του: «Ουκ έα με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον» (δεν με αφήνει να ησυχάσω το κατόρθωμα του Μιλτιάδη)! Και αντί η ζηλοφθονία του να εσωτερικευθεί και να τον δηλητηριάσει ως μνησικακία, μετετράπη στη μεγαλουργία της νικηφόρας ναυμαχίας της Σαλαμίνας.

Επομένως, αν και άκρως επικίνδυνη, η μνησικακία δεν είναι ανίκητη. Γνωρίζοντάς το αυτό, οι Αθηναίοι, μετά την πτώση των Τριάκοντα Τυράννων και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, μετά τον καταστροφικό Πελοποννησιακό πόλεμο και επειδή σοβούσε ο κίνδυνος της διχόνοιας, είχαν την ανεπανάληπτη στην ιστορία πολιτική ανωτερότητα και παιδεία να ψηφίσουν ομόφωνα νόμο «περί του μη μνησικακείν» και «ηγούμενοι τούτο πρώτον άρχειν δει της Ομονοίας» (έχοντας αυτή τη γνώμη πρώτη πρέπει να κυβερνά η Ομόνοια)! (Αριστοτέλους: Αθηναίων Πολιτεία).

Ο Πλάτωνας όμως, πιθανότατα από φόβο, έπεσε στην παγίδα ενός είδους «πνευματικής μνησικακίας» θέλοντας να εξορίσει τους Ποιητές από την «Πολιτεία» του. Δεν μπορεί να μη γνώριζε ότι η τραγική ποίηση όχι μόνο δεν ερεθίζει μέσω της μίμησης το άλογο μέρος της ψυχής του ανθρώπου, αλλά αντιθέτως το καθαρίζει («κάθαρσις», Αριστοτέλους Ποιητική) και το εξευγενίζει.

Μια σύγχρονη ματιά

Στις μέρες μας έχουμε πληθώρα εκφράσεων, όπως «έχει ο καιρός γυρίσματα», «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά», «θα γυρίσει ο τροχός» κ.ά., που βρίθουν, θα λέγαμε, μνησικακίας.

Ακόμα και λέξεις με  πολιτικό -και όχι μόνο- περιεχόμενο, όπως καιροσκοπισμός, ρεβανσισμός, οπορτουνισμός, σπέκουλα κ.ά. δεν είναι παρά «εκλεπτυσμένες» μορφές συγκαλυμμένης μνησικακίας.

Ένα συχνό φαινόμενο που παρατηρείται στους Νεοέλληνες είναι η μνησικακία της καταγωγής. Προερχόμενοι κάποιοι από φτωχές οικογένειες, πράγμα για το οποίο δεν ευθύνονται, επιδίδονται σε εξοντωτική και εθελόδουλη εργασιομανία, με απώτερο στόχο τον πλουτισμό, την κοινωνική αναρρίχηση με κάθε μέσο και πολλές φορές πατώντας επί πτωμάτων. Κι όλα αυτά για επίδειξη και για την πολυπόθητη αναγνώριση των άλλων: «θα με δείτε μια μέρα και θα τρίβετε τα μάτια σας».

Σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε τον Επίκουρο, που έγραψε ότι «ο άνθρωπος αναβάλλει συνεχώς την ευτυχία του και πεθαίνει εν μέσω ατελείωτων ασχολιών» και «αυτοί που ονειρεύονται να γίνουν πλούσιοι δεν γλιτώνουν απ’ τις έγνοιες, απλώς αλλάζουν έγνοιες»!

Αλλά και η εικόνα του Έλληνα μετανάστη στη Γερμανία, που είχε όνειρο ζωής να πάει στο χωριό του «να δείξει τη Μερσεντές», δεν είναι πολύ μακρινή. Αυτό δεν ήταν μόνο αφελής επαρχιωτισμός, αλλά και διψασμένος για αναγνώριση “κοινωνικός ναρκισσισμό”ς.

Θλιβερά συμβάντα μεταξύ των ανθρώπων ως αποτέλεσμα δυσανάλογης αντίδρασης σε φαινομενικά ασήμαντα περιστατικά, δεν είναι παρά ετεροχρονισμένη, «ανεξήγητη» και «ασύμμετρη» έκρηξη οργής, μανίας και θυμού, που κρύβουν μια παρατεταμένη, σιγοκαίουσα, απωθημένη και συμπιεσμένη μνησικακία. Ακόμα και μεταξύ συγγενικών προσώπων έχουμε τραγικά γεγονότα και «βεντέτες», που δεν είναι παρά εκδηλώσεις μνησικακίας: «να πάρουν το αίμα τους πίσω»!

Ακούγεται συχνά: αυτοί οι δύο άνθρωποι έχουν «προηγούμενα» ή αλλιώς «διαφορές». Αφού λοιπόν έχουν διαφορές, γιατί δεν τις λύνουν; Κι εφόσον έχουν προηγούμενα, γιατί περιμένουν; Τι φοβούνται; Οχυρώνονται βολικά στη δήθεν αδιαφορία, αλλά το οχυρό αυτό κρύβει το θηρίο που το λένε μνησικακία.

Μνησικακία: To πιάτο που τρώγεται καλύτερα κρύο

Το σαράκι της μνησικακίας κατατρώγει όχι μόνο άτομα, οικογένειες, ομάδες (όχι μόνο ποδοσφαιρικές), σχολικές τάξεις, κόμματα, έθνη, αλλά και θρησκείες και πολιτισμούς. Δεν είναι τυχαίο που κόμματα διψασμένα για εξουσία, και όχι για δημοκρατία και αξιοκρατία, εμφορούνται από ρεβανσισμό και μνησικακία, που τα θέριεψε ο παραγκωνισμός, η αφάνεια και η πολιτική απουσία.

Μια μνησίκακη μόδα στις μέρες μας, που πηγάζει από την ανεπάρκεια δημιουργικότητας και πρωτοτυπίας, είναι η κουτσομπολίστικη ζηλοφθονία που στοχεύει τους μεγάλους δημιουργούς. Κάποιοι, με άμετρη φλυαρία και ανευθυνότητα, επιδίδονται με λύσσα στην απομυθοποίηση και αποκαθήλωση του έργου τους, ακόμα και στη γελοιοποίηση της ιδιωτικής τους ζωής.

Μια ιδιότυπη μορφή μνησικακίας είναι η απαξίωση κορυφαίων εποχών της ιστορίας του πολιτισμού, όπως ο 5ος αιώνας π.Χ στην κλασική Αθήνα και το μόνιμο τροπάρι που ακούγεται: «Μα οι Αρχαίοι είχαν τους δούλους», λες και σήμερα δεν υπάρχουν «δούλοι»! Η βαθυστόχαστη απάντηση ανήκει στη Ζακλίν ντε Ρομιγύ: «Οι Αθηναίοι άνοιξαν πάρα πολλούς δρόμους! Όμως εμείς, με τη μνησίκακη μικροψυχία μας, θα θέλαμε να τους έχουν ανοίξει όλους». Και ο Νίτσε στη «Γέννηση της Τραγωδίας» γράφει: «Οι άνθρωποι νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Αρχαίους Έλληνες, εκτός κι αν εκτιμούν πάνω απ’ όλα την αλήθεια και τολμούν να την αναγνωρίσουν ακέραιη. Οι αρχαίοι Έλληνες κρατούν στα χέρια τους, σαν ηνίοχοι, τα χαλινάρια της δικής μας και κάθε άλλης κουλτούρας και, σχεδόν πάντα, τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των άλλων πολιτισμών είναι κατώτερης ποιότητας και αίγλης από των ηνιόχων τους, που τό’ χουν παιχνιδάκι να γκρεμίσουν αυτό το σύνολο σε μια άβυσσο, πάνω απ’ την οποία εκείνοι πηδούν μ’ ένα αχίλλειο άλμα!»

Στη χώρα μας σήμερα γινόμαστε μάρτυρες μιας παράδοξης μνησικακίας που «στοιχειώνει» πολλούς Νεοέλληνες: μια εχθρική στάση προς οτιδήποτε Δημόσιο –Κρατικό σε βαθμό σπατάλησης του δημόσιου χρήματος, βανδαλισμού δημόσιων κτηρίων και μνημείων, που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ετεροχρονισμένη μνησικακία απέναντι στην Ενετική ή Οθωμανική αυτοκρατορία, που ψευδαισθητικά συνεχίζει να υφίσταται με τη μορφή του Ελληνικού Κράτους. Έτσι, ο σημερινός υπήκοος μετατρέπεται σ’ ένα θρασύδειλο νεο-ραγιά, που δήθεν ζημιώνει ή κλέβει τον «κατακτητή».

Στρέφοντας τώρα τη ματιά μας στον πλανήτη, παρ’ όλη τη σημαντική «πρόοδο», έχουμε φτάσει στο σημείο να αποδίδουμε μνησικακία στη φύση (που μας «τιμωρεί» με σεισμούς, πλημμύρες, πυρκαγιές!) αντί να δούμε τη δική μας. αλαζονική μνησικακία απέναντι στη φύση, που ξεκίνησε με το υπεροπτικό πρόταγμα των νέων χρόνων: «να γίνουμε αφέντες και κυρίαρχοι της φύσης». Με το δίκιο του διαμαρτύρεται ο Οδυσσέας Ελύτης: «δεν έχω πού να σταθώ, ακόμα και τ’ άστρα έχουν κατοικηθεί»!

Πώς μπορούμε να αποφύγουμε τη μνησικακία;

Έτσι, φτάνουμε ν’ αναρωτηθούμε: τι μπορεί να γίνει για την πρόληψη ή και την αντιμετώπιση της μνησικακίας;

Η διεκδίκηση και η σύγκρουση απαιτούν θάρρος, τόλμη, ευθύτητα και ανδρεία. Δεν υπάρχει έμφυτη ανδρεία, δεν χαρίζεται ούτε κληρονομείται, αλλά δημιουργείται καθώς ασκείται.

Η παρακαταθήκη της τραγικής κουλτούρας δικαιώνεται διαχρονικά μέσα από τη σύγκρουση, λύση, κάθαρση, ακόμα και τη συμφιλίωση.Όπως σοφά ελέχθη, «καλύτερα ένα τρομερό τέλος, παρά ένας τρόμος δίχως τέλος»!

Ακόμα κι αν κάποιοι αντιτείνουν πως δεν έχουμε όλοι τις ίδιες δυνατότητες, εύλογο είναι ν’ αναρωτηθεί κανείς: πόσο συχνά εξαντλούμε τις δυνατότητες που έχουμε; Σωστά το επεσήμανε ο Πλάτων, λέγοντας να γίνουμε καλύτεροι από αυτό που είμαστε  («κρείττω εαυτώ»). Δεν είναι ανάγκη να ξεχωρίσουμε ως ιδιοφυίες ή μεγαλοφυΐες, αλλά όλοι να εξαντλήσουμε όλες τις δυνατότητές μας για να αυτοπραγματωθούμε και να αυτοβελτιωθούμε. Η επανάπαυση είναι ελκυστική και βολική, γιατί η εικόνα που φτιάξαμε για τον εαυτό μας είναι ικανοποιητική. Όμως, μόνο ως ανικανοποίητοι με τον εαυτό μας και βάζοντας διαρκώς ψηλότερα τον πήχυ, τόσο περισσότερο θα τολμάμε και τόσο περισσότερο θα προχωράμε.

Επιλογικά

Τελειώνοντας, θα λέγαμε ότι η μόνη μνησικακία που είναι επιτρεπτή είναι εκείνη που γίνεται ποίηση: «αυτές οι θάλασσες μια μέρα θα εκδικηθούνε και κάποτε τα όνειρα θα λάβουνε εκδίκηση!» (Οδυσσέας Ελύτης).

ΠΗΓΗ

Συντάκτης: Flowmagazine,

Influence:

Ο στόχος του flowmagazine.gr είναι να προβάλλει τις θετικές ιδέες, δράσεις και πληροφορίες από την Ελλάδα και τον κόσμο…