Μανώλης Χιώτης, ο αριστοκράτης με το μπουζούκι

Συντάκτης: Δανάη Λιάκου

Μανώλης Χιώτης, ο αριστοκράτης με το μπουζούκιΈνας από τους πιο σημαντικούς μουσικούς του 20ου αιώνα, ο Jimi Hendrix, υποκλίθηκε κυριολεκτικά μπροστά στο ταλέντο του, λέγοντας: «Μη λέτε ότι είμαι ο μεγαλύτερος κιθαρίστας του κόσμου, όταν στην Ελλάδα υπάρχει ένας Έλληνας που λέγεται Μανώλης Χιώτης.». Σε μια εποχή που μεσουρανούσαν τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά άσματα, σαν βεγγαλικό διαρκείας έσκασε μπροστά στα μάτια των παλιών δημιουργών η απρόσμενα διαφορετική και μοντέρνα καλλιτεχνική παρουσία αυτού του καινοτόμου οργανοπαίχτη. Ο αυτοδίδακτος σολίστας, με τις γρήγορες ντρίλιες που υπακούουν στις εντολές των δαχτύλων του χτυπώντας ρυθμικά επάνω στα τάστα του μπουζουκιού, αφήνει το προσωπικό του αποτύπωμα στα κομμάτια που παίζει. Γίνεται αμίμητος και κατορθώνει να πιάσει τον απόλυτα καθαρό ήχο δημιουργώντας μια μοναδική αίσθηση ευφορίας στον ακροατή. Ανεβάζει το μπουζούκι από τους τεκέδες στα σαλόνια δημιουργώντας υποστηρικτές από τη μια και διαφωνούντες από την άλλη. Πρόκειται για μια μοναδική μουσική φυσιογνωμία που πατώντας γερά στους προγενέστερους, είχε το βλέμμα μπροστά, ικανός να αντιληφθεί ενστικτωδώς το ρεύμα και την τάση μιας άλλης εποχής που ερχότανε με φόρα να αλλάξει τα μουσικά δεδομένα.

Μανώλης Χιώτης, ο αριστοκράτης με το μπουζούκιΓεννημένος με μουσική διαίσθηση

Ο Χιώτης γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1921 στη Θεσσαλονίκη. Στα 7 του χρόνια η πολυμελής οικογένειά του μετακομίζει στις προσφυγικές γειτονιές του Ναυπλίου. Οι γονείς του, Διαμαντής και Μαρία είναι δυο πόλοι άκρως αντίθετοι δημιουργώντας ένα μείγμα αντισυμβατικό. Εκείνος είναι ένας σκληρός ρεμπέτης, ενώ εκείνη διατηρεί το πιο φημισμένο μαγαζί της πόλης, περνώντας ώρες πολλές πλάι στην αριστοκρατία και τους ευγενείς των σαλονιών. Κουβαλούν και οι δυο την ένταση και αυτή την παρακινδυνευμένη τόλμη της νυχτερινής ζωής. Τα ερεθίσματα και οι προσλαμβάνουσες που παίρνει το άγουρο ακόμα παιδί λειτουργούν παράξενα μέσα του, βοηθώντας τον να ανδρωθεί με μια ισχυρή άμυνα που τον σώζει στις κακοτοπιές.

Ο μικρός Μανώλης κάνει κάποια μαθήματα βιολιού στο Ωδείο του Ναυπλίου ενώ οι μουσικοί με τους οποίους συναναστρέφεται τον βουτάνε στις μνήμες της προσφυγιάς. Η ευστροφία του και η επινοητικότητα του διαφαίνονται από νωρίς, όταν στα 12 του χρόνια με καλώδια και σύρματα αποπειράται να φτιάξει το πρώτο του όργανο. Σύντομα, οι κιθάρες και οι καντάδες που ακούει γύρω του παίρνουν το μυαλό. Παρατάει το βιολί και αρχίζει να ασχολείται με την κιθάρα. Τότε, πέφτει στα χέρια του ένας δίσκος του Μάρκου Βαμβακάρη. Αυτή στέκεται η πιο μοιραία συνάντηση της ζωής του. Ο ήχος που ακούει από το μπουζούκι τον μαγεύει και γίνεται η αφορμή, για να το πάρει στα χέρια του και μέσα σε λίγο καιρό να το κάνει να «κελαηδάει». Τρία χρόνια αργότερα βρίσκεται στο πάλκο πλάι στον Στράτο Παγιουμτζή και άλλα θρυλικά ονόματα της εποχής. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε πει για εκείνον: «Ακόμα και ο Τσιτσάνης που ήταν δύσκολος στις καλές κουβέντες, τον θαύμαζε και τον «χειροκροτούσε». Ένα παιδί δεκαπέντε χρόνων να ανεβαίνει στο πάλκο και να παίζει με βετεράνους του χώρου σαν ίσο προς ίσους..».

Μανώλης Χιώτης, ο αριστοκράτης με το μπουζούκιΚάνοντας την ατυχία πείσμα και δύναμη

Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 ο πατέρας του ανοίγει ταβέρνα στην Ομόνοια, όπου μικρός Μανώλης εμφανίζεται κάθε βράδυ. Το ριζικό του όμως ήταν να μείνει νωρίς ορφανός από πατέρα. Έτσι, ένα αλήτικο βράδυ πάνω σε κάποιο καβγά ένας Μανιάτης δολοφονεί εν ψυχρώ τον πατέρα του. Με εμφανή σημάδια σαν από πληγή που δεν επουλώθηκε ποτέ, βάζει ένα στόχο, να τα καταφέρει. Οι ατέλειωτες ώρες με το μπουζούκι του αγκαλιά και η αγάπη του για αυτή τη δουλειά τον σπρώχνουν στο μονόδρομο που λέγεται μουσική. Τελειοποιείται και πολύ γρήγορα είναι σε θέση να κάνει ενορχηστρώσεις μόνος του. Ο Μπαγιαντέρας τον προωθεί και το 1938 κάνει την πρώτη ηχογράφηση με το τραγούδι «Καινούργια νιώθω τη ζωή».

Το ξέσπασμα του πολέμου το 1940 τον βρίσκει να παίζει σε διάφορα ρεμπέτικα στέκια, σε πανηγύρια, ακόμα και σε μαγαζιά της τρούμπας, προκειμένου να επιβιώσει. Η πρώτη συνθετική και στιχουργική προσωπική του επιτυχία έρχεται με το κομμάτι «Το χρήμα δεν το λογαριάζω». Χαρακτηριστική είναι η ίσως κάπως υπερβολική αλλά τόσο αυθόρμητη αντίδραση του Απόστολου Χατζηχρήστου, όταν το άκουσε, ο οποίος θέλοντας να εκφράσει τον υπέρμετρο ενθουσιασμό του, είπε: «Μάγκες, Μεσσίας πρόβαλε». Μετράει γύρω στις 24 δισκογραφικές δουλειές. Του έχουν δώσει λόγια όμορφα και αληθινά στιχουργοί παλαιάς κοπής όπως οι Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Χαράλαμπος Τσάντας και άλλοι, ενώ σε πολλά από αυτά υπογράφει τους στίχους ο ίδιος. Τραγούδια του έχουν ερμηνεύσει οι Μαίρη Λίντα, Βίκυ Μοσχολιού, Στέλιος Καζαντζίδης και άλλοι. Ο έρωτας είναι το βασικό θέμα γύρω από το οποίο περιστρέφεται η θεματολογία, με μια μόνο φωτεινή εξαίρεση. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, με αφορμή το θάνατο του Άρη Βελουχιώτη, γράφει μαζί με το Μιχάλη Γενίτσαρη το «Ένας λεβέντης έσβησε», τραγούδι το οποίο ηχογραφήθηκε τη δεκαετία του ’80 με ερμηνευτή το Γιώργο Νταλάρα. Είναι η μοναδική πολιτική του στιγμή μέσα από την τέχνη.

Μανώλης Χιώτης, ο αριστοκράτης με το μπουζούκι

Πολυμήχανος και τολμηρός

Η ανάγκη του να δοκιμάσει διαφορετικά πράγματα και να αναδείξει την αξία του μπουζουκιού ως οργάνου τον οδηγούν στην προσθήκη της τέταρτης χορδής, μιας και θεωρεί το τρίχορδο ημιτελές. Η κινησή του αυτή είναι καθοριστικής σημασίας, προκειμένου να αποσυνδέσει το όργανο αυτό από τους δρόμους του περιθωρίου και να το αναβαθμίσει. Η καινοτομία αυτή σε συνδυασμό με τον ηλεκτρικό ήχο με τον οποίο το διάνθισε τον έφεραν σε ευθεία σύγκρουση με τους παραδοσιακούς μουσικούς ,όπως ήταν ο Τσιτσάνης και άλλοι. Ο «Πασατέμπος» είναι το πρώτο τραγούδι που ηχογραφεί με το «νέο» πια μπουζούκι και γίνεται χαλασμός.

Μανώλης Χιώτης, ο αριστοκράτης με το μπουζούκιΗ καλλιτεχνική συνύπαρξη με τη Μαίρη Λίντα συμπίπτει με την πιο παραγωγική περίοδο της ζωής του. Φανερά επηρεασμένος από τους δυτικούς ρυθμούς και τα σήματα μιας διαφορετικής επικοινωνίας με το κοινό, αρπάζει νότες μεταλλαγμένες από την Αμερική και βάζει στις συνθέσεις του χρώματα από μάμπο, τζαζ, ρούμπα και άλλα. Δίνει μεγάλη βαρύτητα στον τρόπο παρουσίασης των τραγουδιών και θέλοντας να φέρει αλλιώτικο αέρα στη ψυχαγωγία, κάνει την ανατροπή και σηκώνεται από την καρέκλα. Με μοντέρνα ρούχα και ένα μπαλέτο τριγύρω, στέκεται στο πάλκο και γοητεύει τους πάντες με το παίξιμό του ενώ η Λίντα τον συνοδεύει μοναδικά με την απίστευτη φωνή της και τα χορευτικά της λικνίσματα στο σκοπό που βαρά για εκείνη ο μεγάλος βιρτουόζος. Ο Γιάννης Δαλιανίδης έχει πει: «Συνέπεσε μια τέλεια φωνή μ’ ένα τέλειο συνθέτη που ήξερε να εκμεταλλεύεται αυτή τη φωνή.».

Οι δυο τους πληρώνονται αδρά για τις εμφανίσεις τους. Μπαίνουν πλέον βαθιά στα αριστοκρατικά σαλόνια και αποτελούν ένα απολαυστικό δίδυμο, ικανό να ευχαριστήσει και τον πιο απαιτητικό θαμώνα ενός μαγαζιού. Συμμετέχουν μαζί σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες κάνοντας το ντεπούτο τους με το «Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω» στην ταινία του Νίκου Τσιφόρου «Χαμένοι άγγελοι». Ο Χιώτης έχει εξαιρετική τεχνική και συχνά χρησιμοποιεί τέσσερα ή ακόμα και πέντε δάχτυλα, βγάζοντας έναν ήχο εντελώς δικό του και απολύτως ξεχωριστό. Εξευγενίζει το μπουζούκι και το βάζει πλάι σε βιολιά και βιολοντσέλα προκαλώντας μεγάλο θαυμασμό. Παίζει μαζί με ολόκληρη συμφωνική ορχήστρα, όπως στην ταινία «Μερικοί το προτιμούν κρύο» του Δαλιανίδη και βάζει όριο αξεπέραστο. Ο Μίμης Πλέσσας, ο οποίος συνέθεσε το συγκεκριμένο κομμάτι έχει πει: «Καλύτερο μαθητή δεν είχα ποτέ, παρά από το Χιώτη όση ώρα στεκόταν πλάι μου στο πιάνο. Ποτέ δεν δέχτηκα τόση έμπνευση μαζεμένη από τις πέντε νότες που μου έδωσε.».

Μανώλης Χιώτης, ο αριστοκράτης με το μπουζούκιΈνας περιζήτητος θρύλος

Το μεγάλο του ταλέντο στενεύει μέσα στα όρια της Ελλάδας, γεγονός που τον κάνει να πάει στην Αμερική για περιοδεία. Η καλή του φήμη φτάνει ως τα αυτιά του Προέδρου της Αμερικής Lyndon Johnson, ο οποίος τον καλεί να παίξει στα γενέθλιά του στο Λευκό Οίκο και ως τιμητικό δώρο παραχωρεί στο ασυναγώνιστο ντουέτο πράσινη κάρτα παραμονής στη χώρα. Από τη δεκαετία του ’60 βρίσκεται πλέον στην επίσημη λίστα των ανθρώπων που καλούνται να ψυχαγωγήσουν εξέχοντες επισκέπτες της Ελλάδας, όπως τον Ωνάση, τη Μαρία Κάλλας και άλλους.

Η σημαντικότερη στιγμή της διαδρομής του έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 1961 μέσα στο Θέατρο «Κεντρικόν», όπου δόθηκε μια μνημειώδης συναυλία. Ο Θεοδωράκης διευθύνει, ο Χατζιδάκις παίζει πιάνο, ο Χιώτης συμμετέχει ως σολίστ και οι φωνές των Μπιθικώτση, Καζαντζίδη, Μαρινέλλας και Λίντα χαρίζουν στο αθηναϊκό κοινό στιγμές απείρου κάλλους. Μια ένωση μαγική του κλασικού με το λαϊκό δείχνουν το δρόμο στο Θεοδωράκη πώς να εντάξει το μπουζούκι στα αυστηρά συμφωνικά μονοπάτια και να φέρει τα έργα του στα χείλη των απλών ανθρώπων που συχνάζουν σε φτωχογειτονιές και σε ανήλιαγα στενά. Δυο χρόνια μετά αναλαμβάνει καλλιτεχνικός διευθυντής στην Columbia. Βοηθά και στηρίζει πολύ τον ανερχόμενο τότε ερμηνευτή που λεγόταν Καζαντζίδης. Το 1964 ο Χιώτης συμμετέχει στην ηχογράφηση του «Επιταφίου».

Από την πρώτη του πενιά μας άναψε μια φωτιά μες στην καρδιά, τόσο δυνατή που καίει ακόμα και είναι αδύνατον να σβήσει. Μας πήγε σε αγάπες περασμένες και πολλές φορές την κοπάνησε απότομα, για να βρει την αιώνια ερωμένη του, τη μουσική. Έμπαινε στα μεγάλα σαλόνια να διασκεδάσει τους ευγενείς αλλά ήξερε καλά πως όλοι το ίδιο είμαστε σε τούτο το κοσμάκη και όλοι έχουμε καρδιά λαός και Κολωνάκι. Στα ηλιοβασιλέματα πήγαινε στη θάλασσα και θυμόταν τη μεγάλη του αγάπη. Με τέτοια βαρυχειμωνιά και με φουρτούνα στην καρδιά τον κύμα τον τύλιγε κι η σκέψη του θόλωνε. Κάποτε την είδε τυχαία και πήγαν να πιουν το τελευταίο ποτηράκι σε κάποιο ταβερνάκι. Όταν η βραδιά πια είχε προχωρήσει, εκείνη έγειρε ελαφρά απάνω του και του ψιθύρισε: «Αχ έχω σουρώσει, ας μην ξημερώσει…». Βγήκαν από το ταβερνάκι και εκείνη του είπε τη τελευταία της επιθυμία, πριν χωριστούν για πάντα «Απόψε φίλα με κι αγκάλιασέ με, αύριο φεύγω λησμόνησέ με..».

Μανώλης Χιώτης, ο αριστοκράτης με το μπουζούκιΜια γεμάτη διαδρομή

Στον προσωπικό χάρτη της ζωής του χάραξε τα σημάδια από τρεις μεγάλες σχέσεις. Από τον πρώτο του γάμο με τη Ζωή Νάχη απέκτησε δυο παιδιά. Η επόμενη γυναίκα στη ζωή του ήταν η Λίντα. Εκείνη τον θαύμαζε από μικρό κορίτσι και εκείνος την ερωτεύτηκε παράφορα. Παραδοσιακός άντρας καθώς ήταν είχαν μια ορμητική σχέση πλημμυρισμένη από αγάπη αλλά και από ένταση και ζήλια. Η πίεση και το άγχος της δουλειάς έφερναν συχνούς καβγάδες. Μάλιστα κάποια τραγούδια που έγραφε ήταν βιωματικά, όπως το «Δεν θέλω πια να ξαναρθείς», το οποίο ήταν η έμπνευση μετά από ένα μεγάλο τσακωμό. Η οριστική ρήξη τους βρήκε στην Αμερική. Αγαπήθηκαν πολύ και αποτέλεσαν ένα εκπληκτικό καλλιτεχνικό ζευγάρι με συγκλονιστική χημεία μεταξύ τους. Η Λίντα έχει πει για εκείνον: «Ο Χιώτης ήταν για μένα το άλφα και το ωμέγα.».

Η τελευταία του σύζυγος ήταν η Μπέμπα Κυριακίδου. Ο Χιώτης ήταν μια εκπληκτική φιγούρα στο λαϊκό πεντάγραμμο που έδωσε μια εντελώς διαφορετική διάσταση στην πεπατημένη μουσική οδό που είχαν χαράξει οι παλαιότεροι. Είναι Μάρτης του 1970 και ο Θεοδωράκης βρίσκεται πολτικός κρατούμενος στις φυλακές του Ωρωπού. Ξαφνικά από μακρυά ο αεράς φέρνει στ’ αυτιά των φρουρών και των κρατουμένων ένα τραγούδι, «Σε πότισα ροδόσταμο, με πότισες φαρμάκι..». Μια ορχήστρα περπατούσε αργά και έπαιζε αυτό το κομμάτι. Ο Χιώτης επέστρεψε σπίτι του και την επόμενη ημέρα συμπληρώνοντας το 50ο έτος της ηλικίας του πέθανε από καρδιακή προσβολή. Ο «μπουζουκίστας», όπως συνήθιζε να αυτοαποκαλείται, άγγιξε τα άγια των αγίων και τα έκανε απίθανες πενιές που μπήκαν ισόβια στη ζωή μας.

Συντάκτης: Δανάη Λιάκου,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.