Λίνα Νικολακοπούλου, η στιχουργός με το διάφανο λόγο
Στον απόηχο μιας θολής κοινωνικοπολιτικής περιόδου αλλά μιας απίθανα παραγωγικής και εύφορης καλλιτεχνικής δημιουργίας για την Ελλάδα, έρχεται η επαναστατική δεκαετία του ‘80 να ανατρέψει όλες τις συντηρητικές αγκυλώσεις. Μέσα στη διαδικασία απενοχοποίησης της κλιμακούμενης συναισθηματικής αντίδρασης του ανθρώπου και στην αναζήτηση της αφομοίωσης της ελληνικής ταυτότητας στο γαϊτανάκι των ξενόφερτων τάσεων, ξεπηδούν πολύ σημαντικοί δημιουργοί που εκφράζουν την εκάστοτε συγκυρία της εποχής. Ανάμεσά τους και η στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου.
Ακολουθεί πιστά τη γενιά της και την ίδια στιγμή ξεδιπλώνει ανθρώπινες ιστορίες, όπως αυτές σηματοδοτούν και «πειράζουν» τη δική της ύπαρξη. Σαν ο καλύτερος κηπουρός βγαίνει στον κήπο της κάθε μέρα, διαλέγει ένα μάτσο λουλούδια και φτιάχνει το δικό της μπουκέτο βάζοντας μέσα ακόμα και τα μαραμένα λουλούδια. Αυτή είναι και η μαστοριά της. Είναι οι λέξεις που φτιάχνουν το τραγούδι και έχει έναν τρόπο μοναδικό να εντάσσει στο τοπίο της σκέψης μας τα πιο αληθινά συναισθήματα με τις πιo παράταιρες λέξεις.
Κάτω από τον έναστρο ουρανό της παιδικής αθωότητας
Η Λίνα Νικολακοπούλου γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου 1957 στα Μέθανα. Με πατέρα στρατιωτικό και μητέρα εκπαιδευτικό μεγαλώνει σ’ ένα σπίτι που βρίθει παιδείας και μιας στοιχειώδους πειθαρχίας που ποτέ δεν αγγίζει την επιβλητικότητα. Ως παιδί είναι πολύ κοινωνική, συγκεντρώνοντας τα βλέμματα της ομήγυρης μέσα από τις επιδόσεις της στο χορό και το τραγούδι. Από μικρή διαθέτει μια ήρεμη ανεξαρτησία που την κάνει να ανακαλύπτει τη χαρά στα πιο απλά πράγματα.
Ακούει πολύ ραδιόφωνο ενώ τα καλοκαίρια έχει την ευλογία και την τύχη να παρακολουθεί καθημερινά ταινίες από την ταράτσα του εξοχικού τους σπιτιού στο διπλανό θερινό σινεμά. Όλα αυτά αρχίζουν σιγά σγά να διαμορφώνουν τη Λίνα, όπως τη ξέρουμε σήμερα. Από τα 13 της χρόνια γοητεύεται από την ποίηση και το θέατρο, αρχίζοντας πια να μπαίνει στο μαγικό κόσμο της νόησης. Σπουδάζει κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ενώ επιδίδεται και σε μαθήματα σκηνοθεσίας, θεάτρου και μουσικών σπουδών. Στις αρχές του ’70 έρχεται η γνωριμία της στο πανεπιστήμιο με το Σταμάτη Κραουνάκη που θα αποτελέσει κόλαφο για την προσωπική και επαγγελματική της διαδρομή μέσα στο χρόνο.
«Δεν είναι ο κόσμος ιδανικός, για το ταξίδι είναι δανεικός..»
Σ’ έναν κυκεώνα σκέψεων και εικόνων, το 1981 σ’ ένα τραγούδι στο δίσκο «Σκουριασμένα χείλη» σε σύνθεση του Σταμάτη Κραουνάκη και ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού, μας αποκαλύπτεται για πρώτη φορά η ανήσυχη στιχουργός. Την επόμενη χρονιά οι δυο τους θα παρουσιάσουν μια ολοκληρωμένη δουλειά με ερμηνεύτρια τη Χριστιάνα στο δίσκο «Σαριμπιντάμ… θα πει τρελλαίνομαι». Μας κεντρίζουν την προσοχή τα παράξενα λόγια που μας ξυπνούν από το λήθαργο της καθημερινότητας και μας βάζουν αυτόματα στη μαγεία του καλού τραγουδιού με την ουσιαστική γραφή. Η συνάντηση με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, δυο χρόνια μετά, θα σηματοδοτήσει το ξεκίνημα μιας αυτοδύναμης μουσικής ένωσης παρέα και με το Σταμάτη Κραουνάκη, η οποία διαθέτει πάθος και εκπληκτική δυναμική που ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα, τρυπώντας κάθετα το μουσικό κατεστημένο και προτείνοντας κάτι εντελώς διαφορετικό στο ακροατήριο.
Μέχρι και το 2008 μετράει γύρω στους 70 δίσκους έχοντας συνεργαστεί με πολύ σπουδαίους συνθέτες τόσο από τον ελληνικό όσο και από το διεθνές χώρο, όπως οι Θάνος Μικρούτσικος, Νίκος Αντύπας, Γιάννης Σπανός, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Ara Dinkjian, Goran Bregovic και αρκετοί ακόμα. Τα λόγια της έχουν μεταφέρει μοναδικά σ’ εμάς μεγάλοι ερμηνευτές όπως οι Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Χάρις Αλεξίου, Τάνια Τσανακλίδου, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Γιώργος Νταλάρας, Μανώλης Μητσιάς, Μαρινέλλα, Milva και πολλοί άλλοι. Αξιοποιώντας τις θεατρικές της γνώσεις, έχει επιμεληθεί τη συγγραφή κειμένων για αρχαίες κωμωδίες του Αριστοφάνη, όπως η «Λυσιστράτη» αλλά και για άλλα σύγχρονα έργα. Επίσης, συμμετείχε στην ομάδα των Ολυμπιακών Αγώνων 2004 για την εκπόνηση των κειμένων που αφορούσαν στις τελετές Έναρξης και Λήξης, γράφοντας μάλιστα και το τραγούδι της Λαμπαδηδρομίας με τίτλο «Να το φως».
Ένας καταιγισμός εικόνων και συναισθημάτων
Οι ακαριαίες στιγμές που ο λόγος ανταμώνει το συναίσθημα είναι αυτές που οδηγούν στην μεγάλη στιγμή της δημιουργίας και τότε γεννιέται αγάπη και χαρά για τον καινούργιο καρπό. Η αγάπη αυτή ελευθερώνει και τότε είναι που η δημιουργία γίνεται γενναιόδωρη με τον ίδιο το δημιουργό της. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στη περίπτωση της Νικολακοπούλου. Γράφει λόγια με την ένταση ενός συνθήματος που δύνανται να γίνουν η πιο μύχια σκέψη της πιο ατίθασης καρδιάς. Κυκλοφορεί κι οπλοφορεί σημαδεύοντας κατευθείαν στο διάτρητο μέρος της ψυχής μας, για να μας προτρέψει να κοιτάξουμε κατάματα τη φωτιά και να μη φοβηθούμε. Με το ίδιο μακό τα βράδια της τα εργένικα λέει τραγούδια αρμένικα, φορώντας πάντα την ίδια κολώνια, γιατί κρατάει χρόνια και μυρίζει ακόμα υπέροχα.
Θέτει το γκρεμό ως σύνορο και απλώνει τα δίχτυα της στα βουνά και τα ποτάμια για να τα γεμίσει λύπες, χαρές, εγωισμούς και ανθρώπινες φωνές, γενόμενη ένα με τα στοιχεία της φύσης και βάζοντας στο επίκεντρο τη ξενιτιά της αγάπης και τον πόνο της ουσιαστικής απουσίας. Με εμφανείς ρωγμές στο στίχο της αποτυπώνει σημάδια στην άμμο, που όμως το κύμα ποτέ δεν σβήνει. Είναι η άμμος προτού να γίνει το διάφανο γυαλί που λαμπυρίζει στον ήλιο και τούτα τα λαμπυρίσματα να τα πάρει το φαράσι. Με απίθανες μεταφορές βγάζει τη φωτογραφική μηχανή της φαντασίας της και με κλεφτές ματιές στη μνήμη της εστιάζει πρώτα κοντά στα αντικείμενα κι ύστερα με μια λέξη ο φακός κάνει ήδη πανοραμική λήψη, βάζοντας πια μέσα στην εικόνα και το περίγραμμα, αιφνιδιάζοντας τη σκέψη.
Κάνει το αδύνατο δυνατό φτιάχνοντας ένα βενζινάδικο στα σύννεφα και μια πίστα από φώσφορο, για να χορεύει αγκαλιά με τα ονειρά της και με μια μεγάλη ευχή να γίνει η χαρά οικόπεδο, για να γυρίσει πάλι εκεί. Κάνει το πικρό γλυκό μετατρέποντας το θυμό σε έρωτα και κραυγή και γίνεται ξανά η έφηβη επαναστάτρια που τρώει το χειμώνα παγωτό και πέφτει σε τοίχους μ’ έκατό. Είναι τα αδιόρθωτα μάτια και οι καρδιές των ανθρώπων που κουβαλούν το αιώνιο πάθος που διώκεται χωρίς να επιδιώκεται. Δείχνει τη χαρά που κουρνιάζει πλάι στη λύπη και ρίχνει πιότερο φως στη ματαιότητα που καραδοκεί στη γωνία της ζωής. Αμφισβητεί τη σημασία διάρκειας από το λίγο στο πολύ και τούμπαλιν, για να μιλήσει για μεγάλους έρωτες που διαρκούν πέντε βράδια κι είναι αυτά αρκετά, για να χορτάσει η ανθρώπινη ψυχή. Αναζητά τη μητέρα της, για να της φέρει τις άγριες ανεμώνες και με δάκρυα στα μάτια να της πει αυτό που τόσο πολύ φοβάται, πώς γερνάει.
Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι η μεθοδική και συγκροτημένη προσωπικότητα που διαβάζει πολύ και έχει την ανάγκη απομόνωσης για μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να αποκωδικοποιήσει τα σήματα της καρδιάς και από το χάος του νου, να ανασύρει και να γραπώσει τα μαργαριτάρια. Ο Νίκος Αντύπας έχει πει για εκείνη: «Μου φυλάει πάντα εκπλήξεις…Δεν είναι απλή, ούτε εύκολη. Είναι πάντα μια δύναμη. Δεν διαπραγματεύεται τις αξίες μέσα από το λόγο της. Καθοδηγεί και θα καθοδηγεί τους νέους για πάρα πολύ καιρό.». Έχει μια γαλήνη και μια φιλοσοφημένη νοοτροπία για τη ζωή και την διαχείριση του πεπρωμένου μας, η οποία εναπόκειται στην ατομική αντίληψη για την ελευθερία. Διαθέτει μια ησυχία ακόμα κι όταν θέλει να υψώσει τη φωνή, κάτι το οποίο φαίνεται μέσα από το λόγο της. Είναι αυτό που ίσως γοήτευσε και το Μάνο Χατζιδάκη, όταν κάποτε βρέθηκαν στα χέρια του κάποια γραπτά της και τα κράτησε φυλαγμένα στο συρτάρι του με το όνομα και την ηλικία της 23χρονης κοπέλας που αγωνιούσε να βρει την ευτυχία της δημιουργικής πληρότητας.
Θέτει ως ορίζοντα την ψυχή και γύρω από αυτήν περιστρέφεται πάντα. Είναι μοναχική, στοιχείο αναπόσπαστο της καλλιτεχνικής της φύσης, αλλά όχι μόνη. Ταυτόχρονα, όμως είναι και συντροφική και έχει απόλυτη ανάγκη από φίλους συνοδοιπόρους στο δρόμο της και από σχέσεις ουσιαστικές. Τη γοητεύει η τρέλα της ζωής και είναι ο κρυμμένος άσσος στο μανίκι της, για να την αντιμετωπίζει. Έχει τη φλόγα και το πάθος που πολλαπλασιάζουν τους δρόμους στο χάρτη της διαδρομής της και τη βγάζουν καμιά φορά ως το Σεράγεβο, όπως τότε που οι μελωδίες από τα παραδοσιακά τσιγγάνικα τραγούδια την οδήγησαν στα σκαλιά του σπιτιού του Goran Bregovic, με τον οποίο έκανε τα άκρως επιτυχημένα τραγούδια στο δίσκο «Παραδέχτηκα» με την ερμηνεία της Άλκηστης Πρωτοψάλτη.
Άνθρωπος ήπιων τόνων μα πολύ δοτική και ζεστή έκανε σχέσεις καρδιάς, σαν αυτή με το Σταμάτη Κραουνάκη, με τον οποίο για αρκετά χρόνια υπήρξαν ζευγάρι. Ο έρωτας που τους έφερε κοντά είναι μια αγάπη που, αν και χώρια, κρατάει ως σήμερα. Ο Κραουνάκης έχει πει για εκείνη: «Δεν είναι υπερβολή να γράψω ότι είναι η μοναδική γυναίκα που έχω, εν επιγνώσει, ερωτευτεί και η μοναδική γυναίκα που της έχω τυφλή εμπιστοσύνη… Είναι καύχημά μου το ότι έχω μελοποιήσει τόσο ωραία λόγια για το ελληνικό τραγούδι χάρη σ’ αυτήν…».
«Σαν το έντομο μέσα στο κεχριμπάρι..»
Ο Θάνος Μικρούτσικος την έχει χαρακτηρίσει ως ένα πολύτιμο πρωτογενές πρόσωπο. Και φυσικά, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αλλιώς η στιχουργός που σχηματίζει στιχάκια σαν κι αυτό «Σιγά σιγά και ταπεινά /Γιατί όποιος πίνει κοινωνά/Κι όποιος θυμάται φταίει/ Κι όποιος φταίει τον Θεό ξυπνά..», ενώ περιμένει στην ουρά, για να πληρώσει το λογαριασμό της ΔΕΗ. Η σιωπή της είναι απαραίτητη για να γράψει, όμως καμιά φορά το καθημερινό και το απλό φέρνει την έμπνευση και η φασαρία που άλλοτε την πνίγει, είναι αυτή που την κάνει να γράψει αθάνατα στιχάκια καμωμένα από ασβέστη στα πεζοδρόμια του μυαλού μας.
Έχοντας επίγνωση του αντικατοπτρισμού της στον καθρέφτη σπαθίζει προς τα μέσα πια για την κατάκτηση του ύψιστου ανθρώπινου αγαθού, της ελευθερίας. Είναι ισορροπημένη και ευγνώμων νιώθωντας πως το δικό της αποστάγμα ψυχής μπορεί να γίνει το γιατρικό για την αφόρητα μικρή στιγμή ενός ανθρώπου και ο λόγος της αυτός να την κάνει σπουδαία. Η ίδια έχει πει: «Επειδή έχουν περάσει χρόνια, έχω και μια άλλη επαλήθευση, το χαμόγελο των ανθρώπων που μου λένε «καλημέρα» στο δρόμο. Κάτι πήραν από μένα. Άρα, αυτό που έχω υπάρξει δεν είναι ένα κενοτάφιο. Είναι γεμάτο ζωή…».
Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι το μεγάλο ευτύχημα της καλλιτεχνικής γενιάς του ’80 που γέμισε το ελληνικό τραγούδι με λόγια αληθινά που συντροφεύουν κάθε μας στιγμή. Έσταξε το μελάνι της στο μουσικό τοίχο και έγραψε τα ωραιότερα συνθήματα. Είναι σπουδαία δημιουργός και άξια συνεχιστής όσων προηγήθηκαν τιμώντας με την παρουσία της το χώρο του τραγουδιού. Ευχόμαστε να είναι για πολλά χρόνια ακόμα στις επάλξεις για να χορεύουμε τα πιο ωραία λαϊκά σε σπίτια με μωσαϊκά και να μας ταξιδεύει πάντα στα πρωινά της εξοχής με τα κρυμμένα θαύματα των τραγουδιών της.