Ο Miles Davis ανήκει στις πιο θρυλικές μορφές της τζαζ μουσικής όλων των εποχών, όπως και ένας από τους πιο …
Τζαζ, μια αυτοσχεδιαστική κραυγή
Η τζαζ μουσική είναι στενά συνδεδεμένη με την κοινότητα των Αφροαμερικανών, που μέσα από την ελευθερία του αυτοσχεδιασμού ύψωσε κραυγή διαμαρτυρίας για την καταπίεση που υφίστατο.
Αρχές του 20ού αιώνα. Μια νέα μουσική αναδύεται και αναπτύσσεται στον αμερικανικό Νότο: Η μουσική της τζαζ, ένα λαϊκό είδος που έφεραν μαζί τους οι Αφρικανοί δούλοι που ζούσαν και δούλευαν εκεί.
Αν και είχε εμφανιστεί ήδη από τον 19ο αιώνα, εδραιώθηκε στις αρχές του 20ού, ενώ η απήχησή της έφτασε στο ζενίθ τη δεκαετία του 1920. Προσέφερε και επηρέασε πολλά είδη μουσικής, όπως τη ροκ, τη σόουλ, τη λάτιν και τη φανκ, ενώ και εκείνη πήρε στοιχεία από άλλα είδη, όπως τα μπλουζ.
Αφρικανικές καταβολές και αφροαμερικανικά βιώματα
«Η τζαζ είναι ελευθερία», αναφέρει ο πιανίστας και συνθέτης Τελόνιους Μονκ (1917-1982) και φαίνεται να περιγράφει καλά αυτόν τον «μουσικό χείμαρρο», που προσδιορίζεται ως τέχνη του αυτοσχεδιασμού και στηρίζεται στον συναισθηματικό πλούτο των συνθετών και των μουσικών της. Βασίζεται στην πολυφωνία, ενώ είναι εμποτισμένη από την εμπειρία του να είσαι μαύρος σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό περιβάλλον: Αυτό της Αμερικής των αρχών του 20ού αιώνα.
Πρόκειται περισσότερο για μια μορφή τέχνης, παρά για ένα είδος μουσικής, χωρίς κανόνες και περιορισμούς, που εκφράζει αυτό το βίωμα της καταπίεσης και της περιθωριοποίησης που δέχτηκε (και δέχεται) αυτή η κοινότητα. Αν και υπήρξαν λευκοί μουσικοί, όπως οι σαξοφωνίστες Art Pepper και Stan Getz ή ο πιανίστας Bill Evans, οι περισσότεροι τζαζίστες ήταν μαύροι, διότι αυτοί μπορούσαν να αποδώσουν τη θλίψη και τον πόνο της καταπίεσης, της δουλείας και της φτώχιας.
Η «βάση» της τζαζ είναι τα μπλουζ, που, σε γενικές γραμμές, αποπνέουν μια μελαγχολική διάθεση, ενώ αποτελούν ένα είδος λαϊκής μουσικής συνυφασμένο με την αφρικανική παράδοση. Όπως αναφέρουν οι μπλουζίστες, τα μπλουζ δεν μπορούν να δημιουργηθούν σε πλούσιες γειτονιές. Σύμφωνα με τον Son House, αυτοδίδακτο κιθαρίστα και τραγουδιστή των μπλουζ, «Η μουσική από αυτές τις γειτονιές δεν είναι μπλουζ, είναι ‘σκουπίδια’, γιατί, για να παίξεις μπλουζ, πρέπει να έχεις πόνο, θλίψη και δυσκολίες στην ίδια σου τη ζωή. Αυτή η μελαγχολία των μπλουζ, πηγάζει από τις δύσκολες καταστάσεις και συνθήκες της ζωής σου».
Ακούγοντας τις «σπαρακτικές» φωνές της Nina Simone, της Ella Fitzgerald, της Billie Holiday νιώθουμε, όσο μπορούμε, τα συναισθήματά τους, την κραυγή απόγνωσης, όταν «μιλούν» με αυτόν τον τρόπο για τα βιώματά τους. Ακούγοντας τη Billie Holiday να ερμηνεύει το “Strange Fruit” (1939) μεταφερόμαστε, έστω και λίγο, σε αυτό το κλίμα, καθώς το τραγούδι καταγγέλλει τη φρίκη του λιντσαρίσματος δύο μαύρων στον αγροτικό Νότο, που στη συνέχεια τους κρέμασαν σε ένα δέντρο.
Οι τζαζ μελωδίες των Charlie Parker, Louis Armstrong, Thelonious Monk, “Duke” Ellington είναι εμποτισμένες από αυτές τις συνθήκες ζωής, από περιστατικά και γεγονότα που σημάδεψαν αυτήν την κοινότητα.
Εκ φύσεως επαναστατική μουσική
Η τζαζ δεν είναι απλώς ένα είδος μουσικής· είναι μια μορφή τέχνης αναδυόμενη από λαϊκά και καταπιεσμένα στρώματα, που εμπεριέχει την αντίσταση, τη διαμαρτυρία, το σχόλιο και την απόγνωση ανθρώπων που υπέστησαν κάθε είδους διάκριση. Όπως αναφέρει ο βρετανός ιστορικός, συγγραφέας και διανοούμενος Eric Hobsbawm στο βιβλίο του «Η σκηνή της τζαζ» (1993): «Η τζαζ είναι εκ φύσεως επαναστατική και αυτό εκφράζεται όχι διαμέσου των στίχων στα τραγούδια, αλλά από την επιθυμία της μουσικής να μιλήσει για τους πόνους και τις ελπίδες του πιο καταπιεσμένου κοινωνικού κομματιού της Αμερικής».