Η Αυλή των θαυμάτων, του Ιάκωβου Καμπανέλη
Αν φαντασθώ ολόκληρη την παγκόσμια παραγωγή τέχνης και πολιτισμού από καταβολής κόσμου σαν ένα σινικό τείχος κι αν φαντασθώ τα νέα δημιουργήματα που παράγονται καθημερινά σαν μια χωμάτινη μπάλα, τότε ένας απειροελάχιστος κόκκος αυτής της μπάλας είναι οι μικρές καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις που γίνονται καθημερινά: μια παρουσίαση βιβλίου, μια έκθεση ζωγραφικής, μια συναυλία, μια διάλεξη, μια θεατρική παράσταση έστω κι από ερασιτεχνικό θίασο.
Ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις γίνονται πολλές στην τόπο μας αλλά, όντας τοπικής εμβέλειας, παραμένουν, ως επί το πλείστον, άγνωστες στο ευρύ κοινό. Άνθρωποι που ασκούν ένα άσχετο με το θέατρο επάγγελμα, μαζί με τον σκηνοθέτη τους, μοχθούν πολλούς μήνες πριν να παρουσιάσουν τη δουλειά τους.
Αυτές τις σκέψεις έκανα παρακολουθώντας την θεατρική παράσταση “Η αυλή των θαυμάτων” του Ιάκωβου Καμπανέλη. Ένα εμβληματικό έργο που γράφτηκε το 1957 αποτυπώνοντας το κλίμα της εποχής εκείνης και συγκινεί έως σήμερα. Το έργο παίχτηκε την ίδια χρονιά από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν, σκηνικά Γιάννη Τσαρούχη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Έκτοτε έχει παιχτεί πολλές φορές από επαγγελματικούς αλλά και ερασιτεχνικούς θιάσους.
Εγώ το είδα προχθές να παίζεται από την Θεατρική Ομάδα Άνοιξης, υπό τη αιγίδα του Οργανισμού Νεολαίας, Άθλησης και Πολιτισμού “Θέσπις” του δήμου Διονύσου, στο υπαίθριο θεατράκι του Λυκείου της περιοχής, με δωρεάν είσοδο.
Τα λιτά σκηνικά και τα κοστούμια μας μεταφέρουν πίσω, στη δεκαετία του 50, στην αυλή μιας γειτονιάς στον Βύρωνα όπου ζουν και κινούνται λαϊκοί άνθρωποι. Αγαπούν, τσακώνονται, φιλοσοφούν, ερωτεύονται, ξενιτεύονται, αυτοχειριάζονται, απατούν και εξαπατώνται, ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή, διατηρώντας παράλληλα την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά τους. Το επικείμενο γκρέμισμα των σπιτιών τους εν όψει αντιπαροχής δίνει τέλος στη συμβίωσή τους και σηματοδοτεί την επέλαση της πολυκατοικίας.
Το έργο δεν είναι μια απλή ηθογραφία. Είναι κάτι βαθύτερο: αναλύει την ψυχοσύνθεση του Έλληνα. Για αυτό και ο σημερινός θεατής θα βρει γνώριμους τύπους και προβλήματα που ξαναγίνονται σήμερα επίκαιρα, όπως η ξενιτιά, η μάχη για την επιβίωση, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Οι επαγγελματίες παίζουν με την τέχνη τους ενώ οι ερασιτέχνες με την ψυχή τους. Η ομάδα των 15 ηθοποιών υπό την σοφή καθοδήγηση του σκηνοθέτη Νίκου Ψαρρά και της βοηθού του Κατερίνας Μερόντη ξεγελούσε τους θεατές κάνοντάς τους να ξεχνούν πως αποτελείται από ερασιτέχνες. Στο δραματικό φινάλε του έργου, τρεις από αυτούς ζούσαν τόσο πολύ τον ρόλο τους που τα δάκρυα ανάβλυζαν από τα μάτια τους.
Όλοι οι ηθοποιοί είναι άξιοι συγχαρητηρίων. Ξεχώρισαν ο πρωταγωνιστής, ο Στέλιος Αποκοτός, στο ρόλο του Γιάννη και η Εύη Ρούμπου στο ρόλο της Όλιας με “φυζίκ” και τρόπο παιξίματος που θύμιζαν Ελένη Χατζηαργύρη…
Το έργο ανεβαίνει για 11 συνολικά παραστάσεις με τις τέσσερις τελευταίες την 26, 27, 28 και 29 Ιουνίου.
Ας μην παραλείπουμε να παρακολουθούμε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις. Συχνά μας επιφυλάσσουν πολλές ευχάριστες εκπλήξεις.