Η αντίσταση των Σοβιετικών στο πραξικόπημα του ‘91
Στις 19 Αυγούστου 1991 οι Μοσχοβίτες ξύπνησαν από τον ανατριχιαστικό ήχο των ερπυστριών των τανκς, που κυκλοφορούσαν μέσα στην πόλη τους για να πιάσουν επίκαιρες θέσεις σε κεντρικές λεωφόρους, σε πλατείες και κυρίως έξω από δημόσια κτίρια. Η κρατική τηλεόραση, πλήρως ελεγχόμενη από το βαθύ σοβιετικό κράτος, είχε αναστείλει όλα τα προγράμματά της και όλα τα κανάλια έδειχναν σε επανάληψη μια παράσταση… μπαλέτου. Αργότερα το μεσημέρι πληροφορήθηκαν από μια ξερή ανακοίνωση ότι ο γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του κομουνιστικού κόμματος Μιχαήλ Γκορμπατσόφ δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στα καθήκοντά του λόγω… ασθένειας κι έτσι τις τύχες της χώρας αναλάμβανε η οκταμελής Κρατική Επιτροπή Εκτάκτου Ανάγκης. Το πρώτο στρατιωτικό πραξικόπημα στα χρονικά της ΕΣΣΔ ήταν γεγονός…
Το εγχείρημα κράτησε μόλις τρεις ημέρες. Η επιτροπή τελικά δεν κατάφερε να ελέγξει ούτε τον ίδιο της τον εαυτό. Η τάξη αποκαταστάθηκε, ο Γκορμπατσόφ επανήλθε στην εξουσία, ο Μπόρις Γέλτσιν αναδείχτηκε σε κορυφαία φιγούρα αντίστασης και δημοκρατικής προόδου. Θα ήταν ένα γεγονός ασήμαντο, που θα το θυμούνταν μόνο οι μανιακοί της Ιστορίας, αν δεν συνοδευόταν μόλις τέσσερις μήνες αργότερα από την πλήρη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τον χωρισμό της στα εξ ων συνετέθη, δηλαδή σε 15 χωριστά κομμάτια-δημοκρατίες. Αυτό το πραξικόπημα-φιάσκο του Αυγούστου θεωρήθηκε, κι όχι άδικα, ως η χαριστική βολή του σοβιετικού καθεστώτος.
Ο Γκορμπατσόφ ήδη από το 1985 είχε αναγάγει σε κύριους μοχλούς της πολιτικής του δύο ρώσικες λέξεις που έγιναν σύμβολα και στο διεθνές λεξιλόγιο: περεστρόικα (μεταρρύθμιση) και γκλάσνοστ (διαφάνεια). Τι ακριβώς ήθελε να πετύχει παραμένει ασαφές (ο ίδιος ακόμα και σήμερα επιμένει ότι κάποιοι δεν περίμεναν να δουν το τέλος της σκέψης του και τη διέκοψαν βίαια), όμως ήταν φανερό ότι το σοβιετικό κράτος ξέφευγε από τον αρτηριοσκληρωτισμό του πρόσφατου παρελθόντος και άνοιγε περισσότερες πόρτες προς τη Δύση και την ελεύθερη οικονομία.
Ο καθένας, βέβαια, ερμήνευε αυτές τις κινήσεις σύμφωνα με τη δική του οπτική. Ο εθνικισμός έκανε ακόμα πιο δυναμική την εμφάνισή του στις δημοκρατίες της Βαλτικής (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία) και του Καυκάσου (Αρμενία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν), αλλά και σε περιοχές της Ρωσίας με έντονο μουσουλμανικό στοιχείο (Ταταρστάν, Τσετσενία). Τοπικοί ηγέτες έβλεπαν τις μεταρρυθμίσεις σαν ένα μήνυμα ελευθερίας. Ο Γκορμπατσόφ ήδη από τον Μάρτιο του 1991 είχε μετατρέψει επισήμως τη Σοβιετική Ένωση σε μια νέα ένωση ανεξάρτητων κρατών, που απλώς θα είχαν κοινό πρόεδρο, εξωτερική πολιτική και στράτευμα. Στο δημοψήφισμα είχαν συμμετάσχει εννέα από τις 15 δημοκρατίες (εκτός τις βαλτικές, τη Γεωργία, την Αρμενία και τη Μολδαβία). Η συνθήκη είχε προγραμματιστεί να υπογραφεί στις 20 Αυγούστου στη Μόσχα, έτσι ο Γκορμπατσόφ πήγε μερικές μέρες διακοπές στο Φόρος, στην Κριμαία της Μαύρης Θάλασσας.
Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1990 ο πρόεδρος της πασίγνωστης KGB Βλαντιμίρ Κριουτσκόφ είχε αρχίσει να εκπονεί ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης, το οποίο εμπιστεύθηκε σε μέλη του πολιτικού γραφείου που γνώριζε ότι διαφωνούσαν με την ιδεολογία του Γκορμπατσόφ και δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις αλλαγές, τις οποίες θεωρούσαν επικίνδυνες για το μέλλον της ομοσπονδίας. Χρειαζόταν, όμως, κι έναν ηγέτη, έστω τυπικό, και τον βρήκε στο πρόσωπο του Γκενάντι Γιανάεφ, του πρώτου (και μοναδικού στην Ιστορία) αντιπροέδρου που είχε ποτέ η Σοβιετική Ένωση. Οι πρωτοκλασάτοι πραξικοπηματίες, οκτώ τον αριθμό (έμειναν, μάλιστα, στην Ιστορία με το καθόλου κολακευτικό όνομα Συμμορία των Οκτώ) τα πρόβλεψαν όλα, εκτός από τον Μπόρις Γέλτσιν…
Τα τανκς από τις μηχανοκίνητες μεραρχίες Ταμάνσκαγια και Κατεμιρόφσκαγια πήραν τις θέσεις τους στους δρόμους και περίμεναν να ησυχάσει η κατάσταση. Τέσσερις της οκτάδας έτρεξαν στην Κριμαία, συναντήθηκαν με τον Γκορμπατσόφ και αφού αυτός αρνήθηκε (σύμφωνα και με τις δικές τους μαρτυρίες) το τελεσίγραφό τους να εγκαταλείψει τη χώρα τον περιόρισαν στη ντάτσα και του έκοψαν τις επικοινωνίες. Είχαν σκοπό να εξαπολύσουν μπαράζ συλλήψεων (είχαν παραγγείλει, μάλιστα, περισσότερες από 250.000 χειροπέδες και είχαν αδειάσει όλα τα κελιά των φυλακών Λεφόρτοβο!). Στρατιώτες πήγαν στη ντάτσα του τότε προέδρου της Ρωσίας Μπόρις Γέλτσιν για να τον συλλάβουν, όμως ο παμπόνηρος Γέλτσιν είχε ξεφύγει. Ποιος τον ειδοποίησε; Άγνωστο. Το σίγουρο είναι ότι όντως κατευθυνόταν προς το εξοχικό του μετά από μια διήμερη επίσκεψη στο Καζακστάν, όμως λίγα χιλιόμετρα πριν φτάσει το αυτοκίνητο άλλαξε ρότα και επέστρεψε στη Μόσχα μέσα από επαρχιακούς και δασικούς δρόμους…
Η αποτυχία των πραξικοπηματιών να συλλάβουν τον Γέλτσιν αποδείχτηκε καταστροφική γι’ αυτούς. Ο πρόεδρος έτρεξε στο κοινοβούλιο και υπέγραψε μια διακήρυξη, στην οποία καλούσε τους πολίτες σε γενική απεργία, ζητούσε την απόσυρση του ρώσικου στρατού και απαιτούσε να δοθεί το δικαίωμα στον Γκορμπατσόφ να απευθυνθεί στους πολίτες. Με τα μέσα ενημέρωσης στα χέρια των πραξικοπηματιών, η διακήρυξη μοιράστηκε σε όλη τη Μόσχα με… φέιγ-βολάν. Ιστορική θα μείνει και η φωτογραφία του Γέλτσιν να διαβάζει φωναχτά την ανακοίνωση στο συγκεντρωμένο πλήθος καθισμένος πάνω στο κανόνι ενός τανκ!
Από το απόγευμα της 19ης Αυγούστου χιλιάδες Μοσχοβίτες αγνόησαν τις απαγορεύσεις του προσωρινού καθεστώτος και βγήκαν στους δρόμους, σε ένδειξη συμπαράστασης στον Γέλτσιν. Περικύκλωσαν το κτίριο της βουλής, σχημάτισαν ανθρώπινες αλυσίδες γύρω από τα τανκς, ορισμένοι μάλιστα σκαρφάλωσαν και στους πυργίσκους και πρόσφεραν τσιγάρα στους στρατιώτες… Η επιτροπή είχε δύο επιλογές: Είτε έδινε εντολή για πυρ και ξεκινούσε τη διακυβέρνησή της μ’ ένα λουτρό αίματος, είτε αποσυρόταν. Με τον καιρό ακόμα και οι διοικητές στρατιών που δήλωσαν πίστη στο πραξικόπημα απέσυραν την υποστήριξή τους.
Οι πραξικοπηματίες έτρεξαν στην Κριμαία και επεδίωξαν μια τελευταία συνάντηση με τον Γκορμπατσόφ, στην οποία προφανώς θα ήθελαν να σώσουν τους εαυτούς τους. Ο Γκορμπατσόφ αρνήθηκε να τους δει, αντιθέτως όταν αποκαταστάθηκαν οι επικοινωνίες διέταξε την αποπομπή τους απ’ όλα τα δημόσια αξιώματα και έδωσε εντολή για εισαγγελικές έρευνες για την συμμετοχή του καθενός στο πραξικόπημα. Όλοι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν, όμως αφέθηκαν ελεύθεροι σε λιγότερο από ένα χρόνο και ποτέ δεν καταδικάστηκαν. Το 1994 η ρώσικη δούμα κήρυξε αμνηστία.
Το πραξικόπημα θεωρείται το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της Σοβιετικής Ένωσης. Έδειξε ότι όσο κι αν προσπαθούσε ο Γκορμπατσόφ, οι διαφορές μεταξύ των διάφορων τάσεων ακόμα και μέσα στο ίδιο το κόμμα δεν επέτρεπαν συνεννοήσεις, χαλαρές ομοσπονδίες και μεταμόρφωση της Σοβιετικής Ένωσης σε κάτι άλλο, που θα έμενε ενωμένο. Ήδη οι Βαλτικές χώρες τραβούσαν το δικό τους δρόμο και όλοι οι υπόλοιποι που τον Μάρτιο ψήφισαν υπέρ ενός ομοσπονδιακού κρατικού μορφώματος πλέον έβλεπαν ότι θα μπορούσαν καλύτερα να προχωρήσουν κατά μόνας αντί να εμπιστευθούν τον ακόμα πιο αδύναμο στα μάτια τους Γκορμπατσόφ.
Για τη σημειολογία της ηγεσίας ήταν μια τεράστια ήττα για τον Γκορμπατσόφ και μια τεράστια νίκη για τον Γέλτσιν, που την εξαργύρωσε με την προεδρία της Ρωσίας για δέκα χρόνια, πριν παραδώσει στον Πούτιν. Η εικόνα του Γκορμπατσόφ εγκλωβισμένου στην Κριμαία, ανήμπορου να αντιδράσει, και του Γέλτσιν την ίδια στιγμή να κουνάει την παραδοσιακή τρίχρωμη ρώσικη σημαία (αντί την κόκκινη με το σφυροδρέπανο της ΕΣΣΔ) πάνω στο τανκ ήταν πολύ έντονη για να σβήσει. Ο Γκορμπατσόφ σε λίγους μήνες υπέγραψε το τελευταίο διάταγμα της ΕΣΣΔ, με το οποίο ανακοινωνόταν η διάλυσή της.
Υπάρχουν πολλές ερμηνείες σχετικά με το γιατί ο κόσμος υποστήριξε τον Γέλτσιν και τον Γκορμπατσόφ τότε. Όπως φάνηκε αργότερα οι Ρώσοι μάλλον δεν είχαν στο μυαλό τους όταν έβγαιναν στους δρόμους ότι σε λίγους μήνες η χώρα που ζούσαν δεν θα είχε καμία σχέση μ’ αυτή που γνώριζαν. Περισσότερο επιθυμούσαν την εξέλιξη των μεταρρυθμίσεων παρά την επιστροφή στο συντηρητικό παρελθόν, που ήθελαν οι πραξικοπηματίες.
Ακόμα και σήμερα η ερμηνεία της κρίσης είναι πολύπλοκη. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του κέντρου Λεβάντα, μιας εταιρείας δημοσκοπήσεων στη Ρωσία, το ποσοστό αυτών που εκτιμούν ότι το πραξικόπημα του 1991 ήταν «ένα τραγικό γεγονός που είχε καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα και το λαό» ανέβηκε στο 39% το 2010 από 25% που ήταν το 2005… Σχεδόν οι μισοί Ρώσοι, δηλαδή, θα ήταν αντίθετοι με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Παρ’ όλα αυτά η ίδια δημοσκόπηση έδειξε ότι μόνο το 9% των ερωτηθέντων θα επιθυμούσαν την αναβίωση της Σοβιετίας, έστω και με κάποιο διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι έγινε τότε.