Η «Πρέβεζα» του Κώστα Καρυωτάκη

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη

Ο Κώστας Καρυωτάκης έφτασε στην Πρέβεζα το 1928 μετά από μια δυσμενή μετάθεση. Αυτή η πόλη, με την ήσυχη και απομονωμένη ατμόσφαιρά της, υπήρξε το σκηνικό για τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Η ζωή του στην Πρέβεζα δεν ήταν μόνο μια επαγγελματική υποχρέωση, αλλά και μια στιγμή απομόνωσης και απογοήτευσης για έναν άνθρωπο που έβλεπε το μέλλον του σκοτεινό και χωρίς ελπίδα.

Η Νομαρχία Πρέβεζας, όπου εργαζόταν, στεγαζόταν σε ένα επιβλητικό κτήριο της οδού Σπηλιάδου, αλλά ο ίδιος κατοικούσε σε ένα άλλο σπίτι στην οδό Δαρδανελίων, στο Σεϊτάν Παζάρ, όπου περνούσε τις τελευταίες του ημέρες, υπό το βάρος της ψυχικής του απομόνωσης και της καταθλιπτικής του διάθεσης.

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται

στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,

θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται

καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι

με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,

ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη

ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,

για να ζυγίσει, μια «ελλιπή» μερίδα,

θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι

κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.

Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.

Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,

πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,

«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!»

Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.

Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους

αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…

Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,

θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Τα τελευταία ποιήματα, 1928

Η ατμόσφαιρα στην Πρέβεζα και το πλήθος των μικρών καθημερινών σκηνών που περιγράφει ο Καρυωτάκης στο ποίημα του «Πρέβεζα», αντικατοπτρίζει την απελπισία και την απογοήτευση που ένιωθε ο ποιητής.

Το ποίημα ξεκινά με την εικόνα του θανάτου, μια αίσθηση που συνόδευε τον ποιητή σε όλη του την πορεία. Οι κάργες που χτυπιούνται στους τοίχους και οι γυναίκες που καθαρίζουν κρεμμύδια φαίνονται να αντιπροσωπεύουν τη θνητότητα και την αγωνία που περιέβαλλαν την καθημερινότητα του Καρυωτάκη στην πόλη αυτή.

Ο θάνατος συνυφαίνεται με τα κοινά και τα απλά πράγματα, όπως οι δρόμοι της πόλης, ο ήλιος και τα ζουμπούλια, όλα αυτά τα καθημερινά αντικείμενα που όμως για τον ποιητή φαντάζουν καταδικασμένα σε ματαιότητα.

Η Πρέβεζα γι’ αυτόν δεν είναι απλά ένας τόπος, αλλά ένας καθρέφτης της πνευματικής και συναισθηματικής του κατάστασης. Η πόλη με τους λερωμένους δρόμους και τα μεγάλα ονόματα φαίνεται να εκφράζει την απογοήτευση και την έλλειψη νοήματος στη ζωή του, καθώς η ίδια η ζωή του έμοιαζε με έναν ατέρμονο θάνατο, γεμάτο ματαιότητα και ανεκπλήρωτα όνειρα. Ο αστυνόμος που ζυγίζει μια «ελλιπή» μερίδα, ο δάσκαλος με την εφημερίδα, και το στρατιωτικό κάδρο της πόλης, η Φρουρά και η Εξηκονταρχία, συνθέτουν μια εικόνα γραφειοκρατικής και αδιάφορης καθημερινότητας, που προκαλεί μόνο αηδία και αδιαφορία.

Η εικόνα της προκυμαίας, όπου ο ποιητής περπατά αργά και αναρωτιέται «υπάρχω;» και αμέσως μετά απαντά «δεν υπάρχεις», εκφράζει την αίσθηση της υπαρξιακής αμφιβολίας και της απόλυτης απομόνωσης του Καρυωτάκη. Το ερώτημα της ύπαρξής του, το οποίο τίθεται και απαντάται αρνητικά, αποκαλύπτει την εσωτερική του σύγκρουση και την αδυναμία του να βρει νόημα στη ζωή του.

Το ποίημα καταλήγει με τη σκέψη ότι ίσως η μόνη λύση θα ήταν ο θάνατος, μια σκέψη που φαντάζει ρεαλιστική στην απελπισία του ποιητή, με την εικόνα ενός θανάτου που θα μπορούσε να γίνει «διασκεδαστική» για όλους τους υπόλοιπους, ως μια ελπίδα να απαλλαγούν από την απάθεια και τη ματαιότητα της καθημερινής ζωής.

Η τελευταία πράξη του Καρυωτάκη, η αυτοκτονία του στην Πρέβεζα το καλοκαίρι του 1928, φαίνεται να είναι μια τραγική επιβεβαίωση των συναισθημάτων που αποπνέει το ποίημά του. Στις τελευταίες ώρες του, περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση «Βαθύ» της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων, και εκεί, κάτω από έναν ευκάλυπτο, έβαλε τέλος στη ζωή του με πιστόλι.

Στην τσέπη του βρέθηκε το τελευταίο του σημείωμα, που αποκαλύπτει την εσωτερική του σύγκρουση και την αίσθηση του «θανάτου» που συνόδευε τη ζωή του. Στο σημείωμα αυτό, ο Καρυωτάκης μιλά για τη νοσηρή φαντασία του, την αχαλίνωτη περιέργεια και την προσπάθεια να βρει κάποιο νόημα, αλλά και την αίσθηση της αδυναμίας του να αγαπήσει ή να αγαπηθεί, κάτι που φαίνεται να τον καταδίκασε σε μια ζωή γεμάτη ματαίωση.

Η αυτοκτονία του ποιητή και το ποίημα «Πρέβεζα» είναι αλληλένδετα. Και τα δύο εκφράζουν την απόγνωση, την ψυχική δυσφορία και την αίσθηση του θανάτου που πλανάται γύρω του. Η Πρέβεζα, με την απομόνωση και την ήσυχη ζωή της, έγινε το σκηνικό για την τελευταία πράξη του ποιητή, ο οποίος, συνειδητοποιώντας την αδυναμία του να ζήσει, επέλεξε τον θάνατο ως τον μοναδικό τρόπο για να δραπετεύσει από την απελπισία του.

Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε η αμφιλεγόμενη επιστολή που γράφει τα εξής:

«Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγωδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περισσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι’ αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.

Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ’ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.

Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές (!!!), εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.

Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας»

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν’ ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου».

Κ.Γ.Κ.

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.