Γιώτα Νέγκα, ερμηνεύτρια με κλασική αρχοντιά
Άργησε αλλά ήρθε. Την επέλεξε η μουσική μα δεν της χαρίστηκε. Δεν κυνήγησε την αναγνωρισιμότητα. Της έφτανε να ανασαίνει μέσα από το τραγούδι. Μα ο προορισμός της ήταν να φτάσει κάποτε πιο πέρα. Να μπλέξει το χέρι της στο δικό μας και να πάμε παρέα στην απέναντι πλευρά, καθώς μας λυτρώνει με το βαθύ χάραγμα της φωνής της πάνω στην καρδιά μας. Μυρωδιές και χρώματα από την παλιά γη των προγόνων μας γαργαλάνε τη μύτη και τα μάτια μας. Τα φέρνει μαζί του ετούτο το πλάσμα. Πάνε 12 χρόνια από την ημέρα που οι ιδιαίτερες ερμηνείες της Γιώτας Νέγκα στάθηκαν έωλες στο μέσα μας ουρανό. Δεν υπήρχε εξήγηση συγκεκριμένη. Κάτι διαφορετικό μας συνεπήρε. Και ύστερα όλα τα γιατί βρήκαν απαντήσεις. Κάνει δικά της τα τραγούδια. Ολοδικά της. Νιώθει και είναι αυτό ακριβώς το συναίσθημα που φτάνει στο κοινό. Πολλαπλασιασμένο και διανθισμένο με τον ηλεκτρισμό της παλλόμενης αγωνίας του κόσμου επιστρέφει πίσω κάνοντας την ιδανικότερη μουσική αντανάκλαση. Μια εξαιρετικά σπάνια λαϊκη φινέτσα μοιράζεται ανάμεσα στο χαρακτηριστικό μέταλλο και στη μεγάλη έκταση της φωνής της. Αναδιπλώνεται πότε στα ψηλά και πότε στα χαμηλά βρίσκοντας πάντα το πάθος που υποβόσκει. Από το έντεχνο και τις ροκ μπαλάντες γυρίζει πάντα στη λαϊκή της καταγωγή. Συντάσσεται απόλυτα μαζί της μετουσιώνοντας τον απλό και καθάριο πυρήνα της σε ποιότητα με ασάλευτες ρίζες.
Με βαθιά λαϊκή κουλτούρα
Γεννιέται στις 31 Αυγούστου στο Αιγάλεω. Οι γονείς της Πελοποννήσιοι και οι δυο κουβαλούν την γλυκιά αύρα αυτής της γόνιμης γης και όλες τις παραδόσεις και τα έθιμα που στέκουν αναλλοίωτα στο σκούντηγμα του χρόνου. Οι στιγμές της παιδικής της αθωότητας μοιράζονται στα γεωγραφικά σύνορα της Αγίας Βαρβάρας και του Χαϊδαρίου, ανάμεσα σε παιχνίδια και μουσικές. Ξαμολιέται στις γειτονιές μέχρι το σούρουπο. Κρυφτό παίζουν, μα το παράθυρο του σπιτιού της ξέμεινε ανοιχτό. Ένας γνώριμος ήχος τη βγάζει πρόωρα από την κρυψώνα της. Είναι αυτός που λατρεύει. Ο πατέρας της γρατζουνάει το μπουζούκι. Είναι κιόλας στο σαλόνι του σπιτιού, περιμένοντας με υπομονή την αγκαλιά του. Η μελωδία τη συνεπαίρνει. Ανασηκώνεται. Η μάνα της στην κουζίνα τακτοποιεί. Ανοιγοκλείνει το στόμα της ρυθμικά φέρνοντας στο νου της ένα παλιό δημοτικό κομμάτι. Ξαφνικά, με την άκρη του ματιού της βλέπει το μπουζούκι αφημένο στην πολυθρόνα. Η κόρη του ματιού της διαστέλλεται απότομα. Δεν αντιστέκεται. Το τοποθετεί προσεκτικά ανάμεσα στα χέρια της και στη μικρή της αγκαλιά. Κλείνει τα μάτια και βγαίνει σεργιάνι στα όνειρά της. Ακούει ως και τη φωνή της στο ραδιόφωνο. Μονάχα δυο χορδές πάλλονται χωρίς συγκεκριμένη μελωδία. Μα εκείνη ταξίδεψε κιόλας.
Είναι μόλις οχτώ χρονών και νιώθει την ανάσα της ένα με το τραγούδι. Θα ανέβει ανηφόρες. Το ξέρει. Σαν κι αυτή που καταλήγει στην Αγία Μαρίνα. Μα θα ξαποστάσει για λίγο στο μαντράκι. Εκεί την περιμένουν και οι φίλοι της. Σπαζοκεφαλιές και αστεία που δεν ξαναγυρνούν μονοπωλούν το ενδιαφέρον τους. Δεν πέφτουν στην παγίδα. Μένουν στην αθωότητα της ηλικίας τους, δίχως να τη βιάζουν να χαθεί γρηγορότερα. Την αφήνουν να τριγυρίζει στις γειτονιές μαζί τους. Εκεί που ματώνουν τα γόνατά τους από το παιχνίδι. Ματώνουν και τα δικά της. Μα μήτε δίνει σημασία. Μόνο τραγουδά τα κομμάτια του Καζαντζίδη, του Μπιθικώτση, της Αλεξίου και άλλων. Στο σπίτι το ραδιόφωνο είναι πάντα ανοιχτό και όλες αυτές οι μουσικές της μεθούν τη ψυχή. Συνοδεύονται από κάτι μεγάλες αγκαλιές. Έτσι μεγαλώνει. Μέσα στην αγάπη. Είναι το γλυκό της βίωμα. Φτάνει κιόλας στο Γυμνάσιο. Κάπου εδώ κάνει την πρώτη της απόπειρα στη μουσική. Μαθήτρια ακόμα ξεκινά να τραγουδά σε μουσικές σκηνές. Δεν υπάρχει η τραγουδίστρια στη σκέψη της, ούτε και στα σχέδιά της. Υπάρχει όμως στη φωνή και την καρδιά της για εκείνη, πριν από εκείνη.
Βρίσκοντας τη θέση που την περιμένει
Το 1992 στήνει μαζί με κάποιους φίλους «το Έμμετρον». Ένα ζεστό μαγαζί φτιαγμένο με μεράκι και αγάπη στο Μοσχάτο αποτελεί για εκείνη ένα μέρος πειραματισμών με τον ήχο και τις μουσικές. Για τέσσερα χρόνια δοκιμάζει τη φωνή της σε διαφορετικές κλίμακες με πολλές αποχρώσεις. Δοκιμάζει και τη ψυχή της σε συναισθήματα και όνειρα. Δεν φοβάται να ονειρευτεί μα δεν κυνηγάει τίποτα. Αφήνει εκείνα να τη βρουν, όταν δεν θα μπορούν να σταθούν δίχως εκείνη. Η επόμενη πενταετία τη βρίσκει να γυρίζει τα ρεμπετάδικα μαζεύοντας γνώσεις και πολύτιμες εμπειρίες πλάι σε σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ο Αντώνης Ρεπάνης και ο Σπύρος Λιόσης. Κάνει ένα σημαντικό πέρασμα από τη Χίο, όπου αποκτά πολλές και καλές φιλίες που την ακολουθούν ως σήμερα. Παρακολουθεί μαθήματα στο Εθνικό Ωδείο εξελίσσοντας τη φωνή της διαρκώς. Η φλόγα της είναι μεγάλη και η δίψα της άσβεστη. Όμως, οι φιλοδοξίες δεν την αγγίζουν καθόλου. Η ίδια έχει πει: «Και χωρίς δίσκο πάλι τραγουδίστρια θα ήμουν». Μα το πεπρωμένο της κουρδίζει αλλιώς το ρολόι της ζωής της.
Ένας δίσκος του Μίλτου Πασχαλίδη ευθύνεται για την παρθενική της είσοδο σε στούντιο ηχογραφήσεων. Κάνει δεύτερη φωνή σε κάποια τραγούδια. Αυτή είναι μόνο η αρχή. Το 2001 μια ευτυχής συγκυρία φέρνει στο δρόμο της τον Παναγιώτη Καλατζόπουλο. Δυο χρόνια αργότερα ο πρώτος της δίσκος είναι γεγονός. Την παίρνει από το χέρι και γράφει τραγούδια για εκείνη. Με τα μάτια κλειστά τον ακολουθεί. Είναι το κομμάτι που σηματοδοτεί επίσημα την γνωριμία της με τον κόσμο. Αισθαντική και με μοναδικά ανοίγματα στη φωνή της τραγουδά και βιώνει την οδύνη της απουσίας ενός ανθρώπου και την πίκρα της χαράς που κρατά, όσο να σβήσει η καύτρα από το τσιγάρο. Η ερμηνεία διαπερνά όλο της το κορμί και το κομμάτι γίνεται ένα με τον παλμό του κοινού. Η Γιώτα είναι πια εδώ.
Σταθερά και σημαντικά βήματα
Έχει πείσμα και επιμονή, χωρίς ποτέ να τα παρατάει. Η μουσική ρέει στις φλέβες της και πολεμάει για εκείνη πάντα. Κάποια στιγμή ένα πρόβλημα υγείας απειλεί την ικανότητά της να τραγουδά. Στεναχώριες και ζόρια της κόβουν τη φόρα, μα εκείνη στέκεται σαν σωστό αντράκι. Σύντομα αποκαθίσταται η φωνή της και εκείνη συνεχίζει ακριβώς από το σημείο που σταμάτησε. Μέχρι και σήμερα έχει συνεργαστεί είτε δισκογραφικά είτε σε ζωντανά προγράμματα με σπουδαίους καλλιτεχνες, όπως οι Βαγγέλης Κορακάκης, Έλλη Πασπαλά, Κώστας Λειβαδάς, Θοδωρής Γκόνης, Ελένη Τσαλιγοπούλου και άλλοι. Η συνεργασία της με το Σταμάτη Κραουνάκη είναι μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή, μιας και της δείχνει το δρόμο, χωρίς όμως να ορίζει τα βήματά της. Είναι απαιτητικός μα κι άλλο τόσο δοτικός, αφήνοντάς την ελεύθερη να βρει το στίγμα της. Ξεκλειδώνει τις αναστολές της και φέρνει στην επιφάνεια τη φλόγα της. Χαρακτηριστικά λέει: «Η Γιώτα Νέγκα με συνδέει ξανά με την μεγάλη παράδοση του λαϊκού τραγουδιού όπως την έμαθα και την αγάπησα από μικρό παιδί.». Εκείνη ανοίγει τα κιτάπια της και αφήνει όλους τους αναστεναγμούς της να φέρουν γυροβολιές στο τραγούδι. Γιατί αυτό είναι το λαϊκό τραγούδι. Η ίδια η ζωή και οι λαχτάρες της. Είναι εκεί για εκείνη, πριν από εκείνη.
Ψάχνει τη λύτρωση μέσα σε κάθε της ερμηνεία. Μελετά πολύ όλες τις μεγάλες τραγουδίστριες όπως η Μοσχολιού, η Μαρίκα Νίνου, αφομοιώνοντας μεμονωμένα στοιχεία, τα οποία ακουμπούσαν πάνω στην προσωπική της αλήθεια. Αντιστέκεται σθεναρά στην ταχύτητα της εποχής δείχνοντας σεβασμό σε όσα αγαπά, ακόμα και αν για κάποιους ξεφτίζουν. Εκείνη ξέρει. Το λαϊκό τραγούδι επιβιώνει και θα επιβιώνει μέσα στο χρόνο. Επιλεκτική κάνει προσεγμένες δουλειές, φροντίζοντας πάντα να δοκιμάζει και κάτι διαφορετικό, χωρίς να χάνει την ταυτότητά της. Παραμένει χιλιόμετρα μακρυά από τάσεις εντυπωσιασμού και επιτηδευμένα φάλτσα. Ζει αυτό που συμβαίνει γύρω της στο απόλυτο. Δεν παραμένει θεατής. Γίνεται ο ήρωας της κάθε ιστορίας που τραγουδά. Δεν παριστάνει τίποτα. Έχει μια θεατρικότητα που όμως την κάνει πέρα για πέρα αληθινή. Διαισθάνεται το λόγο για τον οποίο γράφτηκε το κάθε κομμάτι. Αυτό ακριβώς προσδίδει στις ερμηνείες της κάτι πολύ δικό της. Φοράει απάνω της τα λόγια και της μουσικές. Δεν την φορούν εκείνα. Μια κλασική και αρχοντική λαϊκή τραγουδίστρια που την εποχή που μεσουρανούσε το λαϊκό τραγούδι θα μπορούσε να είναι η μούσα όλων των σπουδαίων δημιουργών. Χαρακτηριστικά ο Λευτέρης Παπαδόπουλος της είπε: «Η μάνα σου φταίει που σε γέννησε πενήντα χρόνια αργότερα…».
Μας κοιτάζει κατευθείαν μες στα μάτια, περιμένοντας τη συγκατάθεσή μας για το ταξίδι. Αμίλητοι τη χαζεύουμε. Φλέγονταν μα δεν καίγονταν τα λόγια που δε λέγονταν. Της γνέψαμε καταφατικά. Μας πήρε παραμάζωμα η ήρεμη δυναμή της. Μπήκαμε με φόρα στο παιχνίδι. Έξω η μπάλα, ζαβολιά και στο Θεό. Αλήθειες και ψέμματα γίνονται ένα κουβάρι. Ό,τι μας πονάει και ό,τι μας συνεπαίρνει είναι εδώ. Το τοπίο θολώνει, μέχρι που ανοίγουν οι πληγές και ο πόνος αρχινάει. Ο καθένας ξεκινάει για να βγει σε κάποιο τέρμα που ορίζει το μυαλό του κι η ψυχή. Καμιά φορά, όμως λάθη και κακές συγκυρίες αλλάζουν τα δεδομένα. Και τότε ψάχνουμε τον ένοχο. Μα δεν ρεφάρει μια συγγνώμη τις θυσίες μιας ζωής. Τα μάτια του δακρύσανε πολύ αργά. Ξαφνικά μοιάζει ψεύτικο χρυσάφι από χώμα ό,τι κι αν χτίζαμε μαζί τόσο καιρό. Η ώρα είναι πια περασμένη. Γίνεται το ξημέρωμα φωτιά και η ανατολή τραγούδι θλιβερό που μας πληγώνει. Η Γιώτα είναι εδώ και ακόμα μας τραγουδά. Και ξέρει πού το χρωστά, στον άνθρωπό της. Εδώ και πολλά χρόνια έχει στο πλάι της το σύζυγό της. Ένα συναισθηματικό οχυρό μεγάλης αξίας βρίσκεται πάντα εκεί για εκείνη. Μαζί με τις μνήμες από τις αγκαλιές που γεύτηκε ως παιδί παλεύει να κρατηθεί κόντρα στον άνεμο της εποχής. Η ευτυχία έρχεται και παρέρχεται. Το ξέρει καλά. Αγωνίζεται γι’ αυτήν κάθε της στιγμή. Δεν φοβάται να νιώσει, μήτε τσιγκουνεύεται το πάθος. Σκύβει μέσα της και αναγεννάται κάθε φορά που κλείνει ένας κύκλος και ανοίγει κάποιος άλλος.
Σε μια στιγμή όλα συρρικνώνονται και χάνεται η ελπίδα. Τότε, αχνοφαίνονται κάτι ανθρώπινες φιγούρες σαν ετούτη που κρατούν τη δάδα αναμμένη και δεν σταματούν να εμπιστεύονται το ένστικτό τους. Η συμμετοχή της στη παράσταση για τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη είναι μια συγκλονιστική στιγμή στην πορεία της. Μια εξαιρετική δουλειά, όπου η Γιώτα κατέθεσε ερμηνείες αληθινά υπέροχες. Ένας λυγμός αξεπέραστος συνόδευσε πολλές μελωδίες και στίχους. Το αποτέλεσμα μιας εσωτερικής διαδικασίας βρίσκει την πιο ουσιαστική αιτία, τη ζωή και τα τραγούδια του Μίκη. Μια ευλογία συνέβη. Κράτησε τρεις ώρες. Και θα κρατήσει για καιρό. Όσο και η αγωνία της. Η σκηνή είναι λίγα βήματα μακρυά της, το άγχος δεν την αφήνει να ξαποστάσει καθόλου. Θέλει να δώσει τον απόλυτο και καθαρό εαυτό της. Οι νύχτες που δουλεύει είναι κολλημένες με τις μέρες της. Δεν σπαταλά χρόνο σε τίποτα μέχρι το σούρουπο. Όλη η δυναμική της ψυχής και του κορμιού της ξεδιπλώνεται μπροστά στο κοινό. Επιτέλους, βγαίνει. Είναι έτοιμη να δώσει τη σκυτάλη. Η ανάσα της συναντιέται με την ανάσα του κόσμου. Αυτό το μαζί κάνει τη διαφορά. Αυτό το μαζί θα μας γλιτώσει από τα μεγάλα ψέμματα. Εκείνα που μας κλέβουνε τις πιο αυθόρμητες χαρές. Εκείνα που σκάβουν το λαγούμι για τις πιο βαθιές μας λύπες. Εκείνα που μας έκαναν να ξεχάσουμε την αλήθεια. Μόνο μαζί…