Γιώργος Ζαμπέτας, Ένας γλυκός «αλήτης» με μπουζούκι
Ο Γιώργος Ζαμπέτας ήταν ένας γνήσιος συνθέτης λαϊκών τραγουδιών, ένας απίθανος οργανοπαίχτης και ένας αληθινός ερμηνευτής. Είχε ερμηνεία που παρέπεμπε στο ύφος απ’ τους παλιούς ρεμπέτες και σκηνική παρουσία που τον μετέτρεπε σ’ ένα φοβερό διασκεδαστή με χρώμα ελληνικό, αλλά ταυτόχρονα με ξένες προδιαγραφές. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σπουδαιότερους «βιρτουόζους» του μπουζουκιού, που έχει να αναδείξει τούτος ο τόπος.
Ήταν ένας αστείρευτος ποταμός, εύστροφος με αξιοπρόσεκτη ευκολία στην έμπνευση ενώ επιδείκνυε μια φοβερή δεινότητα στους αυτοσχεδιασμούς. Ένας άνθρωπος αρχοντικός, μάγκας με την πολύ ουσιαστική έννοια της λέξης, δίχως να κουβαλάει τίποτα φτιαχτό και επιτηδευμένο και ιδιαιτέρως αγαπητός στον κόσμο, γέννησε μεγάλες συνθετικές επιτυχίες και έδωσε ψυχή στο μπουζούκι, στο οποίο είχε ιδιαίτερη αδυναμία.
Όταν τρύπωσε στη μουσική
Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε το 1925 σε μια γειτονιά στο Μεταξουργείο. Ο πατέρας του ήταν ο Μιχάλης Ζαμπέτας και μητέρα του η Μαρίκα Μωραϊτη. Ο πατέρας του ήξερε να παίζει πολύ καλά μπουζούκι, κιθάρα, μπαγλαμά και μαντολίνο. Στο κουρείο που διατηρούσε, είχε σε μια γωνιά κρεμασμένο ένα μπουζούκι. Ο Ζαμπέτας, όταν πήγαινε να τον βοηθήσει, τις ώρες που δεν τον έβλεπε κανείς, τρύπωνε σ’ εκείνη τη γωνιά και σκάρωνε τις πρώτες του μελωδίες πάνω στο μπουζούκι. Αυτό ήταν, «έρωτας» με τη πρώτη ματιά και το «μικρόβιο» της μουσικής είχε ήδη μπει μέσα του για τα καλά.
Αυτοδίδακτος χαράζει τη δική του πορεία
Το 1938 συναντά το Βασίλη Τσιτσάνη, μια γνωριμία που τον καθόρισε ως προς τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του στη κλίμακα του καλλιτέχνη. Παρά τις αντιδράσεις της οικογένειάς του, ο Ζαμπέτας αφοσιώνεται σχεδόν ευλαβικά στην μουσική, διψώντας να μάθει καθετί σε σχέση με αυτό το μαγικό όργανο, που του ‘χε κλέψει την καρδιά και που στα δικά του χέρια οι νότες έπαιρναν υπόσταση και όλα τα μεράκια και οι αγάπες του ζωντάνευαν μεμιάς, χαϊδεύοντας γλυκά τ΄ αυτιά του.
Το 1960 ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει μουσική για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή», σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν, με πρωταγωνίστρια τη μεγάλη Μελίνα Μερκούρη. Γράφει το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά», κάτι όμως στον ήχο δεν του αρέσει. Ξεκινάει να πηγαίνει στα λαϊκά κέντρα, αναζητώντας στα πάλκα να βρει τον τέλειο οργανοπαίχτη που θα προσέδιδε το χρώμα που ήθελε στη σύνθεσή του και θα την αναδείκνυε, όπως είχε στο μυαλό του. Έτσι, ένα βράδυ ανακαλύπτει το Ζαμπέτα και τον καλεί να παίξει και να ηχογραφήσουν το κομμάτι.
Ένα χρόνο αργότερα, η ταινία αποσπά το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών. Όλοι οι συντελεστές ταξιδεύουν εκεί. Ο Ζαμπέτας σε μια ξέφρενη βραδιά παίζει επί 6 ώρες επάνω στη σκηνή μπροστά σε μεγάλα ονόματα του ξένου κινηματογράφου, όπως η Σοφία Λώρεν, και κάνει τους πάντες να ξεφαντώνουν σ’ ένα χορευτικό παραλήρημα, με τους γνώριμους ήχους του μπουζουκιού. Σπάνε πιάτα, διασκεδάζουν, γελούν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, για να φύγουν από εκεί πραγματικά ευτυχισμένοι.
Ο Ζαμπέτας και το μπουζούκι του
Από την επιτυχία με τα «Παιδιά του Πειραιά» και έπειτα, ο Χατζιδάκης τον φωνάζει πολλές φορές στις ηχογραφήσεις των τραγουδιών του. Κάποια φορά σε κάποια πρόβα που κάνανε οι μουσικοί στο στούντιο, παρουσία του Χατζιδάκη και του Ζαμπέτα, ο δεύτερος σε ένα σημείο που δεν έπρεπε να παίξει, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Χατζιδάκη, συνέχιζε να παίζει, χαλώντας έτσι την πρόβα. Οπότε, ο Χατζιδάκης, έξαλλος, του λέει: « Γιατί χαλάς την πρόβα; Γιατί επιμένεις να παίζεις στο σημείο που δεν πρέπει να παίζεις;» και ο Ζαμπέτας με μιαν αφοπλιστική απάντηση, του λέει: «Μανώλη μου, δεν παίζω. Σχολιάζω.»
Αυτό είναι ένα αστείο περιστατικό που δείχνει, όμως πόσο δεμένος ήταν ο Ζαμπέτας με το όργανο αυτό και πώς λειτουργούσε ως προέκταση του λόγου του, της καρδιάς του, της υπόστασής του ως ανθρώπου Χαρακτηριστικά, ο ίδιος είχε πει: «Ήταν ο Θεός μου το μπουζούκι. Ούτε τη μάνα μου δεν αγάπησα τόσο. Έχω κοιμηθεί νύχτες ολόκληρες με το μπουζούκι αγκαλιά. Αυτό μ’ έβγαλε από τα αδιέξοδα, μου έδωσε περγαμηνές. Αυτό μου έδωσε τα πάντα. Τ’ αγαπάω. Είναι η ψυχή μου το μπουζούκι.»
Ο Ζαμπέτας είχε φοβερή έφεση και αδυναμία στο όργανο αυτό, γι’ αυτό και κατάφερε να το κάνει τόσο δικό του και ο ήχος του να μην μοιάζει με κανένα άλλο ήχο. Έχει παίξει τις περισσότερες εισαγωγές στα ελληνικά τραγούδια. Το ηχόχρωμα που βγαίνει από το παίξιμό το δικό του προσιδιάζει στον ήχο που βγαίνει από μια ολόκληρη ορχήστρα και αποτελεί αδιαμφισβήτητα την πιο αναγνωρίσιμη πενιά στο ελληνικό μουσικό πεντάγραμμο.
Επιτυχίες και συνεργασίες
Τη δεκαετία του 50 γράφει τα πρώτα του τραγούδια σε ύφος ρεμπέτικο με ερμηνευτές, όπως ο Καζαντζίδης, η Πόλυ Πάνου και άλλοι. Τη δεκαετία του 60 αναδεικνύει και προωθεί, μέσα από τις δημιουργίες του, μια νέα γενιά φρέσκων τραγουδιστών, όπως ο Τόλης Βοσκόπουλος, η Μαρινέλλα, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Δημήτρης Μητροπάνος και άλλοι. Χαρακτηριστική, για το ήθος και το ανιδιοτελές του χαρακτήρα του, είναι η δήλωση του Μητροπάνου για εκείνον, που λέει: «Ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα».
Η δεξιοτεχνία του τον καθιστούσε συχνά στις προτιμήσεις πολλών συνθετών για να διανθίσει τις εισαγωγές των συνθέσεών τους με τα δικά του ξεχωριστά μουσικά «καμώματα». Συνεργάστηκε με συνθέτες, όπως οι Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Πλέσσας, Μαρκόπουλος, Καπνίσης και άλλοι.
Έγραψε περίπου 250 τραγούδια, κάνοντας κλασικές και διαχρονικές επιτυχίες, όπως «Που ‘σαι Θανάση», «Μάλιστα Κύριε», «Δεν έχει δρόμο να διαβώ», «Τι σου ΄κανα και μ’ εγκατέλειψες» και πάρα πολλές ακόμα. Η κορυφαία και πιο πλούσια σε έργο συνεργασία του ήταν με το στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη ή Τσάντα. Άλλοι σπουδαίοι στιχουργοί που έγραψαν λόγια πάνω στις μελωδίες του, ήταν οι Πυθαγόρας, Δημήτρης Χριστοδούλου, Αλέκος Καγιάντας, Ξενοφώντας Φιλέρης, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Αλέκος Σακελλάριος και άλλοι.
Με το Λευτέρη Παπαδόπουλο είχε γράψει μόνο δύο τραγούδια αλλά τον εκτιμούσε πάρα πολύ και είχε πει για εκείνον : «Τι γλυκό να σ’ αγαπούν! (Ερμηνεία της Χαρούλας Αλεξίου) Μεγάλος Αυτός! Αλλά ακόμα περιμένω να κάνουμε κι άλλη πράξη. Ο Λευτέρης είναι μεγάλη μάνα στο να γράφει πάνω σε έτοιμη μουσική. Του δίνεις μια μουσική κι αμέσως θα στην κεντήσει, όπως θέλεις.»
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει πει για εκείνον: «Ο Ζαμπέτας ήταν ευρηματικός ως συνθέτης, μεγαλειώδης ως εκτελεστής, αλλά, πάνω απ’ όλα, ήταν ένας ευφυής, άνθρωπος, με μεγάλη ευχέρεια σ’ έναν προκλητικό, χιουμοριστικό λόγο, που εντυπωσίαζε. Έπιανε το μπουζούκι, καταργούσε τους γύρω του τραγουδιστές για μισή ώρα και έκανε πρόγραμμα μόνος του.»
Στα λαϊκά πάλκα της ζωής και της μεγάλης ασπρόμαυρης οθόνης
Τη χρυσή εποχή της δεκαετίας από το 1960 ως το 1970, ο Ζαμπέτας είναι περιζήτητος, καθώς είναι στο άνθος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας και γράφει τραγούδια για πολλές κινηματογραφικές ταινίες της εποχής, με πολλές εμφανίσεις στο κινηματογραφικό φακό, πλάι σε μεγάλα ονόματα του θεάτρου και του κινηματογράφου, όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ και άλλοι.
Την ίδια εποχή συνεργάζεται στενά και με τη Βίκυ Μοσχολιού, με την οποία κάνουν ανεπανάληπτα τραγούδια με τεράστια αποδοχή από τον κόσμο, τόσο για ταινίες όσο και για δισκογραφία. Μερικές μόνο επιτυχίες ήταν «Τα δειλινά», «ο Χωρισμός», «Κοντά στα ξημερώματα», «Αλήτη» και πολλά ακόμα. Ξανασυναντήθηκαν το 1981, όταν στο δίσκο που έκανε ο Σταμάτης Κραουνάκης σε στίχους τον Κώστα Τριπολίτη, ο Ζαμπέτας συμμετείχε φωνητικά σε ντουέτο με την ιέρεια της μουσικής, Μοσχολιού, στο τραγούδι «Επεμβαίνεις». Το αποτέλεσμα αυτής της σύμπραξης ήταν απίθανο.
Ο Ανθρώπινος καλλιτέχνης
Ο Ζαμπέτας ήταν άνθρωπος απολύτως οικείος, ευαίσθητος και άμεσος. Αντιλαμβανόταν απόλυτα το παλμό του κόσμου και ανταποκρινόταν στο κάλεσμα αυτό, παίρνοντας και δίνοντας αγάπη. Ο ίδιος ήταν πλήρης αγάπης, καθώς από μικρό παιδί είχε εισπράξει πολλή στοργή και τρυφερότητα. Η ομιλία του περιελάμβανε πάντα μικρές περιεκτικές φράσεις και δεν έλειπαν ποτέ τα επιφωνήματα, τα οποία προσέδιδαν μια ζωντάνια στο λόγο του.
Ήταν λάτρης του γυναικείου φύλου, γεγονός που τον οδήγησε να συνάψει δύο γάμους και να αποκτήσει ένα παιδί από τον πρώτο και δύο από το δεύτερο. Στα νυχτερινά κέντρα που εμφανιζόταν, πάντα συνοδευόταν από τη δεύτερη σύζυγό του, η οποία έκανε την οικονομική διαχείριση, οπότε και έπαιρνε το νυχτοκάματο. Όσες φορές, έτυχε ο Ζαμπέτας να πάει μόνος του να τραγουδήσει, γύριζε σπίτι χωρίς χρήματα. Αυτή ήταν και η σχέση του με το χρήμα. Ήταν υπεράνω χρημάτων στην κυριολεξία, αρχοντικός και υπερήφανος και συνήθιζε να λέει ότι: «Το χρήμα είναι για να φεύγει. Φεύγει και ρολάρει για να σου ξανάρθει.»
Στη δύση της ζωής του
Από τη δεκαετία του ‘80 και έπειτα, το σκηνικό στα μουσικό κατεστημένο αρχίζει ν’ αλλάζει και προικισμένοι άνθρωποι, σαν το Ζαμπέτα, παραγκωνίζονται από τις εταιρείες, οι οποίες ακολουθούν το μουσικό συρμό της εποχής. Ήταν μία από τις δυσκολότερες φάσεις στη μουσική του πορεία. Ο τελευταίος του δίσκος πραγματοποιείται το 1991, με τίτλο «Χίλια Περιστέρια». Αποτέλεσε το κύκνειο άσμα, δίνοντάς του μεγάλη χαρά, καθώς συνέβη την περίοδο που πάλευε ήδη με την αρρώστια του και ήταν αρκετά καταβεβλημένος. Στις 10 Μαρτίου 1992 άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Σωτηρία», σε ηλικία μόλις 67 ετών.
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας κανταδόρος που πάντρευε την Επτανησιακή Σχολή με το λαϊκό και το ρεμπέτικό. Ήταν αγράμματος κι όμως χειριζόταν εύστοχα και έξυπνα το λόγο με μιαν έμπνευση αβίαστη, πρωτότυπη και καθόλου βαρετή. Ένας αριστοφανικός τύπος, που, όμως, πίσω από το μόνιμο χαμόγελό του, έκρυβε και μια βαθιά μελαγχολία, μια πικρία για όλα τα στραβά που μας περιβάλλουν.
Το παίξιμο του μπουζουκιού και οι νότες ήταν σίγουρα γραμμένες στο γενετικό του κώδικα, γεννήθηκε, για να κάνει αυτό ακριβώς που έκανε, όσο ζούσε. Ο ίδιος έλεγε: «Η ψυχή έχει μια χορδή. Με μια χορδή θα την χτυπήσεις. Εγώ δεν παίζω με την πένα μου. Εγώ παίζω με την ψυχή μου.» Αυτός ήταν ο Γιώργος Ζαμπέτας…