Γιάννης Κότσιρας, ερμηνείες με βαθύ συναίσθημα
«Είναι ο πληρέστερος τραγουδιστής της γενιάς του. Δύσκολα θα του ξεφύγει το μέλλον». Έτσι, μίλησε για εκείνον ο Θάνος Μικρούτσικος. Ο Γιάννης Κότσιρας ξεκίνησε διστακτικά. Θυμάται πάντα την αρχή. Υπήρχε ο προορισμός. Παραμένει ο ίδιος. Είκοσι χρόνια τώρα ονειρεύεται και τραγουδά. Τραγουδά και ονειρεύεται. Αλληλένδετοι κρίκοι που συνδέονται με τη ζωή και τα βήματά του πάνω στη σκακιέρα της. Ο δρόμος είναι η αλήθεια του και η μόνη σταθερά του οι διαρκείς και συνεχείς εναλλαγές. Δεν ακολουθεί την πεπατημένη αλλά δεν παρεκκλίνει ούτε για μια στιγμή από τις εσωτερικές του εκρήξεις. Άλλοτε θετικές κι άλλοτε αρνητικές απελευθερώνουν πάντα το πάθος του για το αλάφιασμα της στιγμής. Είναι μια διαυγής προσωπικότητα με μια σπάνια κατάκτηση μέσα στο χρόνο. Έχει πάντα έναν σημαντικό λόγο για να βρίσκεται στα μουσικά τεκταινόμενα. Χωρίς μουσικές φλυαρίες βουλιάζει πάντα μέσα στη μουσική που πραγματικά τον αφορά. Μια συγκροτημένη και απολύτως ισορροπημένη έκφραση λόγου και συναισθήματος εκλύεται σαν την πιο δυνατή ενέργεια μέσα από τις ερμηνείες του. Η ευκαιριακή σαβούρα των καιρών εγκλωβίζεται. Η ελευθερία της ουσιαστικής σκέψης μετρά ξανά το ανάστημά της. Ο ρυθμός της ανάσας μας γίνεται πια πιο συμπαγής και πιο μελωδικός. Σαν να έγινε το ασπρόμαυρο χρωματιστό.
Μαθαίνοντας την αγάπη
Ο Κότσιρας γεννιέται στις 5 Οκτωβρίου 1969 στην Αθήνα. Ο πατέρας του είναι ασυρματιστής στα πλοία. Η απουσία του για μεγάλα χρονικά διαστήματα είναι μια παγιωμένη και μη αναστρέψιμη κατάσταση. Ο αέρας μυρίζει αλάτι. Πέφτει με μανία πάνω στα σκαριά του πλοίου ξεκολλώντας λίγο λίγο το χρώμα από τη λαδομπογιά τους. Εκεί ανάμεσα στο σφύριγμα του ανέμου και τα χρώματα που ξεθωριάζουν, ψάχνουν όλοι το Γιάννη. Μικρός και άτακτος χώνεται παντού σκαρώνοντας ζαβολιές. Μια ακόμα από εκείνες τις μεγάλες βόλτες στα ταξίδια με τον πατέρα του καταλήγει σε μια περιπέτεια. Είναι ο μικρότερος της παρέας και οι χάρες είναι αδύνατον να λείψουν. Στα λιμάνια του αγοράζουν παιχνίδια. Δεν φτάνουν σε σπιρτάδα τα παιχνίδια του μυαλού του, μα ζωγραφίζουν πάντα το χαμόγελο στα χείλη του. Ένα μεγάλο ξύλινο κουτί κάτω ακριβώς από το ραντάρ είναι σκέτη πρόκληση για την παιδική του τόλμη. Κρύβεται εκεί μέσα και αρχίζει το τραγούδι. Και όπως τραγουδά, σκέφτεται τη μάνα του. Εκείνη πάντα υπομονετική και πιστή ανταμώνει με το καρτέρι της στιγμής που θα μπορέσει να μοιραστεί κάτι με τον άνθρωπό της. Λίγο, όχι πολύ. Να χωρέσει χρόνια ολόκληρα σε λιγοστά ξεφτισμένα βράδια και μικρά κοφτά χαμόγελα. Μέχρι να αγκαλιαστούν, αποχωρίζονται. Κι όμως τα καταφέρνει περίφημα. Τη θαυμάζει πολύ. Και τους δυο τους θαυμάζει.
Το σπίτι ξεχειλίζει από υπέροχες μελωδίες. Το μεγάλο πικ-απ έχει ξεχωριστή θέση στο σαλόνι. Η ευρηματικότητα και η ελληνικότητα του Θεοδωράκη μπολιάζουν την παιδική του ψυχή με θάρρος και με μια παράξενη δύναμη. Ξαφνικά την προσοχή του τραβά ένας δυνατός κρότος. Τα τζάμια του σπιτιού τρίζουν και η μητέρα του βιαστική κλείνει ερμητικά τα παντζούρια. Τα τανκς κατεβαίνουν στο κέντρο. Δυνατή εικόνα που μένει στο μυαλό και έντονη η αίσθηση του απαγορευμένου. Κάπου παρακάτω απάνω σε αυτές τις νότες μπλέκονται οι μουσικές του κόσμου από τους δίσκους που φέρνει ο πατέρας του κάθε τόσο. Η συμφωνική μουσική της Μόσχας συναντά τις δημιουργίες των Πλέσσα και Χατζιδάκι ενώ οι φωνές των Μπιθικώτση, Γαβαλά και άλλων σκαλώνουν πάνω στα ροκ και τα ρεμπέτικα ακούσματα της μεγάλης του αδερφής. Ένας μουσικός χάρτης ζωγραφίζεται μέσα του. Οι τόποι πολλοί και τα σύνορα ανοιχτά. Αλωνίζει και σαν φωτογραφική μηχανή τα φυλακίζει όλα στην ψυχή του. Παίζει σε αλάνες και μπαίνει στα πνευμόνια του καθαρός αέρας. Προλαβαίνει το παιχνίδι τις γειτονιές. Τα χρόνια φτάνουν στην ορμή της νιότης του, τότε που κολλάει αφίσες θέλοντας να ανατρέψει όσα κυνηγούν τη μοίρα του και κουρελιάζουν την στιγμή. Τα χαστούκια από τους μπάτσους είναι το πρώτο μάθημα για τα χαστούκια της ζωής. Κάθε ηρωική πράξη έχει το τίμημά της και πριν από κάθε προορισμό προηγείται το ταξίδι. Τίποτα δεν συμβαίνει δίχως κόπο και δίχως λόγο. Είναι ενήλικας πια και ο χρόνος τον σκουντά επίμονα. Είναι η ώρα να ανοίξει τα φτερά του. Έτσι και κάνει. Χωρίς κανένα φόβο.
Μια γεμάτη διαδρομή
Η μία δουλειά διαδέχεται την άλλη. Η επιβίωση και η αίσθηση της απόλυτης ανεξαρτησίας είναι βασική του ανάγκη. Οι δουλειές που κάνει είναι όλες χειρωνακτικές και ιδιαιτέρως κουραστικές. Για κάποιο διάστημα απασχολείται ως σερβιτόρος και αργότερα τόσο σε έπιπλα, όσο και σε οικοδομή. Σκληραγωγείται από νωρίς στο μεροκάματο. Είναι αυτό που τον βοηθά να πατά γερά στη γη, δίχως να κινδυνεύει να χαθεί στα μονοπάτια της έπαρσης. Η μουσική χορεύει μέσα του, μα δεν έχει ποτέ όνειρο να γίνει τραγουδιστής. Οι συγκυρίες φέρνουν το δρόμο στα πόδια του. Αρχές της δεκαετίας του 1990 ξεκινάει να τραγουδά ερασιτεχνικά σε μαγαζιά λαϊκά και ρεμπέτικα κομμάτια. Ο Χρήστος Κωνσταντίνου τον ακούει και τον προτρέπει να συνεχίσει διαφορετικά. Μέχρι και το 1995 στριφιγυρίζει στις νότες, μα η ευκαιρία στέκεται ακόμα μακρυά. Ένα χρόνο αργότερα η συνάντηση με τον Παναγιώτη Καλατζόπουλο και την Ευανθία Ρεμπούτσικα θα αποτελέσει την αφορμή για τη δημιουργία του πρώτου προσωπικού του δίσκου με τίτλο «Αθώος ή ένοχος». Η επιτυχία είναι ξαφνική και μεγάλη. Ο κόσμος τον αγκαλιάζει υπερβολικά. Αυτό τον φοβίζει αρκετά και κλείνεται στον εαυτό του, προσπαθώντας να προσπεράσει την «υστερία» της απότομης αλλαγής στη ζωή του. Έχει βάσεις γερές και γρήγορα το θέτει σε έλεγχο.
Μέχρι και σήμερα έχει εκδόσει 15 προσωπικούς δίσκους μεταξύ των οποίων κάποιες επανεκτελέσεις και κάποιες ζωντανές ηχογραφήσεις. Έχουν γράψει για εκείνον μελωδίες σημαντικοί συνθέτες όπως οι Δημήτρης Παπαδημητρίου, Νίκος Αντύπας, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και άλλοι. Έχει φέρει στα χείλη του τις σκέψεις εξαιρετικών στιχουργών όπως οι Ισαάκ Σούσης, Ελένη Ζιώγα, Οδυσσέας Ιωάννου και άλλοι. Έχει παρευρεθεί στη σκηνή με σπουδαίους καλλιτέχνες όπως οι Δημήτρης Μητροπάνος, Χάρις Αλεξίου, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Ελένη Τσαλιγοπούλου και άλλους. Δίχως να γλιστράει σε φωνητικές φιγούρες οι ερμηνείες του είναι απλές, καθαρές και γεμάτες ουσία. Αφυπνίζει τους αποχαυνωμένους μύες της καρδιάς από τη ξεθυμασμένη χαζοκαψούρα της εποχής και μας γυρνά στο αληθινό. Θέλει να συγκινείται και όχι να εντυπωσιάζεται. Αυτό ακριβώς είναι και το κριτήριό του σε κάθε του δουλειά. Προτιμά να αγγίζει τις μέσα μας χορδές και όχι να διεγείρει την έκπληξή μας. Σπουδαίοι συνθέτες όπως οι Πλέσσας, Μικρούτσικος και Θεοδωράκης εμπιστεύονται σ’ αυτήν την διαυγή προσωπικότητα ένα κομμάτι από το έργο τους. Έτσι, τον επιλέγουν σε διαφορετικές χρονικές φάσεις ανάμεσα στους ερμηνευτές της γενιάς του, προκειμένου να φέρει τη μνήμη στο παρόν ερμηνεύοντας ξανά τα τραγούδια από τους δίσκους «Δρόμος», «Οι γραμμές των οριζόντων» και «Άξιον Εστί». Κάθε δίσκος είναι ένα παράσημο στην πορεία του. Δεν παλεύει να ξεπεράσει τους προηγούμενους, μόνο να φτάσει. Θυμάται όσα αγαπάει, για να μην ξεχάσει την αφετηρία. Για να μη χάσει τον προορισμό.
Μαγική ισορροπία
Όλα συμβαίνουν στο χρόνο τους και πίσω από κάθετι βρίσκεται μια αιτία. Δεν βιάζεται, ούτε τρέχει τη ζωή. Κάθε του επιλογή είναι μετά από προσεκτική σκέψη και μελέτη. Είναι τελειομανής και θέλει το αποτέλεσμα να είναι άψογο. Ο ίδιος έχει πει: «Οι δίσκοι για τον τραγουδιστή είναι το βιβλίο της ζωής του. Όλες οι σελίδες πρέπει να είναι καθαρογραμμένες και χωρίς λαδιές. Να μην τσαλακώνει πουθενά.». Είναι οι στιγμές του στον κόσμο της μουσικής και τις θέλει όλες όμορφες και περιποιημένες. Δεν είναι ατσαλάκωτος σαν άνθρωπος. Έχει πάθη και αδυναμίες και δεν το κρύβει. Μα η μουσική είναι το μεράκι της ζωής του και δουλεύει σκληρά γι’αυτήν. Δεν θεωρεί την επιτυχία δεδομένη μα δεν την κυνηγάει. Η μάχη του είναι με το χρόνο. Να αντέξουν οι ερμηνείες του μέσα σ’ αυτόν και να τον διαπεράσουν. Δεν παλεύει να τον νικήσει, αλλά να κερδίσει την εύνοιά του. Σταθερός στις προτιμήσεις του και απόλυτος στις απόψεις του παίρνει το βάρος της ευθύνης για κάθε του δουλειά. Χρεώνεται ο ίδιος τόσο τα λάθη, όσο και τα σωστά του.
Δεν ερωτεύεται εύκολα μα αν του συμβεί, κυριολεκτικά ανθίζει. Αγαπάει πολύ τις γυναίκες και τις σέβεται ακόμα περισσότερο. Ζει τις σχέσεις του, χωρίς φόβους και ανασφάλειες. Εμπνέεται από τον πόνο και τριγυρίζει με τα τραγούδια του στα σοκάκια που ξεψύχησαν κάτι μεγάλες αγάπες. Ένας έρωτας φτηνός κείτεται μπροστά του. Ξανάγινε χώμα το κορμί και δεν υπάρχει τίποτα για να πει. Μα εκείνος πατάει στα πόδια του και αφήνει τα παλιά. Φεύγει δίχως δάκρυ και μιλιά. Ρίχνει το βλέμμα του στον ουρανό και αμέσως έρχονται στο νου τα χρώματα και οι μυρωδιές της Αλεξάνδρειας. Θυμάται τη στιγμή που τον κατέκλυσαν. Της φορούσε στο λαιμό τη θαλασσιά τη χάντρα κι εκείνη του έδινε υπόσχεση να είναι πάντοτε δική του. Η πρώτη τους φορά θα είναι πάντα το καταφύγιο για τα όνειρα που κάνανε μαζί. Πάντα τη θυμάται. Φοβάται μήπως με τα χρόνια τον ξεχνά. Μα η καρδιά του θα τη ψάξει και ξέρει πως κάπου θα βρεθούνε. Για δυο ζωές θα την περιμένει, μέχρι να τη δει. Τότε, θα πλησιάσει ήρεμα κοντά της και θα της δώσει ένα φιλί. Θα χωθεί στην αγκαλιά του. Ο φύλακας άγγελός της είναι εκεί για εκείνη. Θα ανάψουν ένα τσιγάρο μαζί. Μέχρι να σβήσει κάνανε το χειμώνα καλοκαίρι. Έτσι. Απλά και όμορφα.
Πάθος για ελευθερία
Αρνείται να μπει σε οποιοδήποτε καλούπι. Πίσω από κάθε τραγούδι που βγαίνει από τα χείλη του υπάρχει κάποια σημαντική ιστορία. Κάθε του εμφάνιση πάνω στη σκηνή είναι μια εκτόνωση. Η μοναξιά που έπεται αυτής της έντασης είναι απαραίτητη και εξόχως σπουδαία για να ρυθμίσει την ζυγαριά μέσα του. Είναι η στιγμή του, για να αφουγκραστεί τον παλμό της εποχής και να γράψει. Κάπως έτσι, δημιουργήθηκε και το «Μουσικό Κουτί». Είναι το αποτέλεσμα εργασίας πολλών ετών. Δικές του συνθέσεις ντύνουν εξαιρετικοί στιχουργοί όπως ο Σταύρος Σταύρου, ο Οδυσσέας Ιωάννου και ο Άρης Δαβαράκης. Δύο κομμάτια υπογράφει και ο ίδιος. Η πρώτη δημόσια έκθεση της πλευράς του ως δημιουργός τον κάνει περήφανο. Συναισθηματικός και σωματικός κόπος κρύβεται σε κάθε κομμάτι ξεχωριστά. Τα πονάει όλα. Ένα προς ένα. Δεν χαρίζεται στο επιτηδευμένο σύρσιμο της εποχής αλλά εμμένει στην προσωπική του αισθητική. Ο δίσκος είναι πάντα μια σοβαρή υπόθεση για εκείνον και ο χρόνος τον δικαιώνει. Δυο κομμάτια γράφτηκαν για το Δημήτρη Μητροπάνο που πρόλαβε να γνωρίσει και να λατρέψει. Η φυγή του του στοίχισε πολύ. Η αλήθεια και η γενναιοδωρία του τον συντάραξαν βαθιά.
Οι ανθρώπινες σχέσεις, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, είναι καθοριστικό κεφάλαιο στη ζωή του. Συναναστρέφεται μόνο με άτομα που εκτιμά και που ταιριάζουν τα χνώτα τους. Δένεται πολύ και επιδιώκει το μοίρασμα. Ανταλλαγή χρωμάτων από το ένα βλέμμα στο άλλο και όλα γίνονται αλλιώς. Βλέπει θαύματα μέσα στις μέρες του και έτσι φωτίζουν και οι νύχτες του. Κρεμασμένος στο μπαλκόνι του στη Ραφήνα αγναντεύει τη θάλασσα. Την αγαπάει πολύ. Την χαζεύει και ταξιδεύει. Πότε προς τα μέσα και πότε προς τα έξω. Αλλά πάντα με μια βαλίτσα στο χέρι. Τα όνειρά του κάπως στριμωγμένα κάνουν φασαρία που και που. Η απόκτηση ενός παιδιού είναι μια βαθιά του επιθυμία. Στην προσωπική του ζωή είναι πάντα μετρημένος και διακριτικός. Αγαπάει. Αυτό αρκεί. Δεν χρειάζεται καμιά δημοσιότητα για να επισφραγίσει το συναίσθημά του.
Κάποιες φορές απομονώνεται. Οι συγκυρίες προκαλούν τη σκέψη του κι εκείνος γράφει. Κρατά αρχείο. Ίσως, κάποτε το εκδώσει. Ίσως και όχι. Λείπει, για να μπορεί, όταν επιστρέψει, να είναι παρών στο ακέραιο. Η επιστροφή είναι πάντα γλυκιά. Δίνεται ολοκληρωτικά στη μουσική και στον κόσμο. Και είναι ακριβώς τούτα τα δεσμά που του επιτρέπουν να έχει μερίδιο στην ελευθερία, χωρίς να προσποιείται. Διατηρεί τη μνήμη του καθαρή και αλώβητη από τις σφαίρες της υποκουλτούρας. Περνάνε δεξιά κι αριστερά, μα μήτε χαμπαριάζει. Εκείνος τραβά το δρόμο του. Έχει λόγο που είναι εδώ και μας τραγουδά. Έχουμε λόγο που τον αγαπάμε. Παραμένει ελεύθερος. Παραμένουμε ελεύθεροι κι εμείς μαζί του. Και είναι αυτό που μας ενώνει…