Για εκείνους που μας λείπουν

Συντάκτης: Ελίνα Καρόλου

Στην πορεία της ζωής μας, όλοι έχουμε την ευλογία να συναντάμε ανθρώπους μοναδικούς για εμάς… Ανθρώπους που μας μαθαίνουν να ονειρευόμαστε, να αγαπάμε, να στεκόμαστε όρθιοι, να ζούμε. Την μάνα μας, τον πατέρα μας, έναν ανιψιό, ή κάποιον φίλο. Ο καθένας από μάς μπορεί να σκεφτεί αυτήν τη στιγμή κάποιο δικό του αγαπημένο πρόσωπο.

Κι εκεί που δεν το περιμέναμε, αυτός ο δικός μας άνθρωπος πεθαίνει, αφήνοντάς μας απροετοίμαστους για τον χαμό του. Δίχως ή με προειδοποίηση, η απουσία του γίνεται ένα μεγάλο κενό στην καρδιά μας. Ένα κενό που θα μας συντροφεύει για όσο ζούμε, χωρίς να μπορούμε να το αντικαταστήσουμε. Γιατί εκείνος, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που έκανε τη ζωή μας να έχει σκοπό και αξία.

Κι όλο τριγυρνάει στο μυαλό μας η τελευταία φορά που τον είδαμε, τα τελευταία λόγια που είπαμε. Θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει κάτι που να έδινε μεγαλύτερη αξία στην τελευταία μας συνύπαρξη μαζί του; Ήταν ευχαριστημένος από εμάς; Μήπως δεν του δώσαμε τη σημασία που έπρεπε; Τι πρέπει σε αυτές τις στιγμές να κάνει κάποιος;

«Γεια σου Γιώργο μου, πώς από εδώ;», είπα βαριεστημένα μόλις αντίκρισα τον ανιψιό μου που έμενε αρκετά μακριά από το πατρικό μου. «Να σε δω ρε θεία, να πάμε καμιά βόλτα ήθελα», μου απάντησε μ’ εκείνο το πολύτιμο πια για εμένα βλέμμα.Τι δεν θα έδινα να το δω ξανά, να αγγίξω αυτό το πρόσωπο, να αστειευτώ με την ξαφνική του παρουσία εκείνο το απόγευμα… «Το ξέρεις, βρε παιδάκι μου, ότι δουλεύω το βράδυ στην καφετέρια. Πώς σου ήρθε να βγούμε;», είχα πραγματικά τσαντιστεί που δεν το είχε σκεφτεί. «Δεν πειράζει, θα πω σ’ έναν φίλο μου να έρθει κι αυτός να κάτσουμε μαζί», τόσο φυσιολογικό το έβλεπε να δουλεύω σαν τρελή Σάββατο βράδυ και να είμαστε και μαζί… «Κάνε ό,τι νομίζεις», απάντησα γρήγορα, θέλοντας να τον ξεφορτωθώ για να πάω να ετοιμαστώ.

Πράγματι, εκείνο το βράδυ ήρθε με τον φίλο του και κάθισαν σ’ εκείνο το τραπέζι στη δεξιά άκρη του μαγαζιού που δεν είχε πολλά τραπεζάκια. Δεν τον είδα και πολύ, αφού είχα δουλειά όλο το βράδυ ως το ξημέρωμα. Αν θυμάμαι καλά, δεν τον είδα σχεδόν καθόλου, γιατί δεν προλάβαινα από τις παραγγελίες που είχα. Εκείνο το βράδυ δεν είχα προλάβει ούτε τσιγάρο να κάνω. Δεν θυμάμαι σε τι στάση καθόταν, πώς συμπεριφερόταν, αν προσπαθούσε να μου μιλήσει, πού κοιτούσε… Ούτε τη μιλιά του δεν άκουσα… Μόνο την ώρα που έφευγε, αναγκαστικά τον αποχαιρέτησα. «Θεία, φεύγω», μου είπε, κι έφυγε.

Η τελευταία στροφή του κεφαλιού του από μπροστά μου, το τελευταίο του βλέμμα σε μένα, η πιο πολύτιμη στιγμή μας μαζί. Η μοναδική εικόνα που έχει χαραχτεί για πάντα μέσα στα βάθη της καρδιάς μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτά τα υπέροχα καστανά μάτια με τις βελούδινες βλεφαρίδες, πώς με κοίταξαν εκείνη την τόσο πολύτιμη στιγμή. Τα φρεσκοκομμένα μαύρα μαλλιά του, το λαμπερό του βλέμμα…

Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, 20 χρόνια πριν. Θα σε είχα αγκαλιάσει τόσο σφιχτά, ώσπου να μην μπορούσες να ανασάνεις… Θα σου χάϊδευα τα υπέροχα μαλλιά σου τόσο τρυφερά… Θα φιλούσα τα πιο όμορφα μάτια του κόσμου όσο περισσότερη ώρα γινόταν… Δεν θα πήγαινα στη δουλειά, θα καθόμουν μαζί σου, μόνο οι δυο μας. Θα μιλούσαμε για ώρες… Θα σε γευόμουν όσο μπορούσα, δεν θα σε άφηνα να φύγεις….

Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που σε είδα. Λίγες μέρες αργότερα, χτύπησε το τηλέφωνο του θανάτου σου. Μεγαλώσαμε μαζί, όμως εσύ έφυγες… Κι ήταν πολύ νωρίς, ήσουν μόνο 19 χρονών. Με έμαθες να γελώ, να αστειεύομαι, να έχω τις πρώτες μου παιδικές περιπέτειες. Κάθε μέρα υπάρχεις στην καρδιά μου.

Δεν μπορώ να σε φέρω πίσω, όμως μπορώ να κρατήσω όλες μας τις στιγμές ζωντανές όταν σε σκέφτομαι. Πολλές φορές σου μιλάω κιόλας. Ξέρω ότι υπάρχεις κάπου και με βλέπεις, αλλά εγώ δεν μπορώ να σε δω. Σε νιώθω, όμως, κάθε φορά που θυμάμαι τις στιγμές που ζήσαμε μαζί. Αυτές δεν μπορεί να τις πάρει κανείς, είναι δικές μου… Σ’ αγαπώ.

Συντάκτης: Ελίνα Καρόλου,

Influence:

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1972.  Μεγάλωσε στο Νέο Κόσμο και από το 1996 ζει στον Γέρακα Αττικής…