Έχουμε φτιαχτεί για να αγκαλιαζόμαστε – τι συμβαίνει όταν δεν το κάνουμε;

Συντάκτης: Μάριαμ Συρεγγέλα

Μια μελέτη διαπίστωσε ότι τα ζευγάρια που κρατιούνται από το χέρι για 10 λεπτά μετά από μια αγκαλιά 20 δευτερολέπτων, σημείωσαν μεγαλύτερη μείωση στα επίπεδα αρτηριακής πίεσης και τον καρδιακό ρυθμό σε σχέση με τους ρομαντικούς συντρόφους που κάθισαν σιωπηλοί για 10 λεπτά και 20 δευτερόλεπτα. Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι αγκαλιές μπορεί να είναι καλές για την υγεία της καρδιάς. Προκαλούν μείωση στην απελευθέρωση κορτιζόλης, μιας ορμόνης άγχους και άλλες έρευνες δείχνουν ότι οι αγκαλιές μειώνουν την αρτηριακή πίεση και τον καρδιακό ρυθμό σε αγχωτικές καταστάσεις. Άλλη έρευνα διαπίστωσε ότι η  αγκαλιά μπορεί πραγματικά να ενισχύσει το ανοσοποιητικό μας σύστημα.

Εάν δεν πείθεστε, υπάρχει σωρεία ερευνών περί εναγκαλισμών στο διαδίκτυο που καταλήγει στα ίδια αποτελέσματα: Η αγκαλιά δεν κάνει απλά καλό. Όχι, είναι απαραίτητη!

Όταν  ανακοινώθηκαν οι πρώτοι  περιορισμοί κοινωνικής αποστασιοποίησης για να περιοριστεί η εξάπλωση του COVID-19,  ένα από τα πρώτα ερωτήματα που εξέτασε η νευροεπιστήμονας Helena Wasling, ήταν: Τι συμβαίνει ότι οι άνθρωποι δεν αγγίζονται;

Τα σώματά μας είναι σχεδιασμένα να ανταποκρίνονται στην αφή και όχι μόνο να αισθάνονται το περιβάλλον γύρω τους. Έχουμε στην πραγματικότητα ένα δίκτυο  νευρικών ινών στο δέρμα μας που ανιχνεύουν και ανταποκρίνονται συναισθηματικά στο άγγιγμα ενός άλλου ατόμου – επιβεβαιώνοντας τις σχέσεις μας, τις κοινωνικές μας συνδέσεις και ακόμη και την αίσθηση του εαυτού μας. Λοιπόν, τι συμβαίνει όταν λείψει αυτό το ερέθισμα;

Έχουμε φτιαχτεί για να αγκαλιαζόμαστε – τι συμβαίνει όταν δεν το κάνουμε;

Η Helena Wasling με έδρα το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, έχει μελετήσει αυτά τα νεύρα — γνωστά ως απτικά C ή CT afferents — και τη σημασία τους για τα συναισθήματά μας για πάνω από μια δεκαετία. “Αυτό που μου έκανε εντύπωση πολύ νωρίς, την πρώτη εβδομάδα που ανακίνησαν ότι περιορίζονται οι  επαφές, ήταν ότι οι άνθρωποι δεν ήξεραν πλέον πώς να συμπεριφερθούν”, είπε.

Και όταν λέμε «επαφές» εννοούμε κάθε τύπου άγγιγμα, από απλή χειραψία, αγκαλιά, ένα απλό φιλί στο μάγουλο, ακόμη και την εγγύτητα δύο ανθρώπων όταν συναντιούνται, για να μην αναφέρουμε την ερωτική πράξη ή κάθε τι με κάποια ερωτική χροιά και την τρυφερότητα που εκφράζεται μέσω αγγίγματος…..

Ακόμα κι αν δεν θεωρείτε τον εαυτό σας απτικό άτομο, η αφή είναι – ή ήταν; – ενσωματωμένη στην κοινωνική δομή της ζωής μας – από πάντα και μια συμπεριφορά που μοιραζόμαστε όλοι οι λαοί, ένας από τους θεμελιώδεις τρόπους με τους οποίους όλοι έχουμε μάθει να συσχετιζόμαστε μεταξύ μας. “Το να το αφαιρέσεις αυτό, είναι μια τεράστια  παρέμβαση στην καθημερινή συμπεριφορά των ανθρώπων”, λέει η Wasling.

Είναι, τόσο συνειδητά όσο και ασυνείδητα. 

Τη δεκαετία του 1950, ο Harry Harlow από το Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν εξέτασε τη βρεφική εξάρτηση χρησιμοποιώντας στα πειράματά του μαϊμούδάκια τα οποία απομακρύνονταν από την πραγματική τους μητέρα, την οποία  αντικαθιστούσαν δύο άλλες «μητέρες»:  μια κατασκευασμένη από χοντρό και απαλό ύφασμα και μια άλλη κατασκευασμένη από σκέτο σύρμα. Η «μητέρα» από μαλακό πανί δεν εξυπηρετούσε κανένα  «πρακτικό» σκοπό, εκτός από την  αίσθηση μιας μεγαλύτερης άνεσης όταν το μαιμουδάκι καθόταν επάνω της, ενώ η «μητέρα» από σύρμα τάιζε το μαϊμουδάκι με ένα   μπουκάλι. Το μικρό μαϊμουδάκι, περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του στην «αγκαλιά» της πάνινης «μητέρας» και μόνο περίπου μία ώρα την ημέρα κοντά στη «μητέρα» από σύρμα, προκειμένου να φάει –  παρά τον συσχετισμό μεταξύ της «μητέρας» από σύρμα και του φαγητού. 

Ο Harlow το πήγε κι ένα βήμα παραπέρα:  τρόμαξε το μαιμουδάκι κι απέδειξε έτσι ότι το καημένο το μικρό προτιμούσε την πάνινη «μητέρα» και έβρισκε καταφύγιο στην «αγκαλιά» της κι όχι της «μητέρας» τροφού. Ο Χάρλοου πραγματοποίησε επίσης πειράματα που απομόνωνε μαϊμούδες, προκειμένου να αποδείξει ότι εκείνες που δεν μάθαιναν να είναι μέρος μιας ομάδας σε νεαρή ηλικία, δεν θα ήταν σε θέση να ενσωματωθούν σε μία ομάδα και να ζευγαρώσουν, όταν μεγάλωναν. Και βγήκε αληθινός. Ήταν και  ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα (ίσως όχι πολιτικά ορθό με τα σημερινά δεδομένα), μας δείχνει όμως κάτι  που έχουμε αρχίσει να το ξεχνάμε: πόσο απαραίτητη είναι η επαφή σώμα με σώμα, η καθημερινή επαφή, η αίσθηση της τρυφερότητας (έστω και της ψευδούς όπως με τα μαιμουδάκια), η αίσθηση εν ολίγοις τα αποδοχής που σηματοδοτείται με το άγγιγμα. Σκεφτείτε το, σοβαρά.

Έχουμε φτιαχτεί για να αγκαλιαζόμαστε – τι συμβαίνει όταν δεν το κάνουμε;

Ο ψυχολόγος Guy Winch PhD με έδρα τη Νέα Υόρκη συμφωνεί. «Η αφή είναι κάτι που συνδέουμε με τη συναισθηματική εγγύτητα ενώ συνδέουμε την απουσία της με συναισθηματική απόσταση. Πιθανά  να μην το εκτιμούμε πλήρως, αλλά στην προ-πανδημική ζωή υπήρχαν κυριολεκτικά δεκάδες μικρές στιγμές αφής καθ ‘όλη τη διάρκεια της ημέρας» που  γίνονταν ασυνείδητα αλλά που όμως εγγράφονταν ως θετικά ερεθίσματα στη εγκέφαλο, στα νετρόνια και στο συναισθηματικό πεδίο. 


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τα οφέλη της αγκαλιάς στην υγεία μας


Αυτό είναι σημαντικό όχι μόνο στο «τοπίο» του νου μας, αλλά και στο «τοπίο» του σώματός μας. Το να είμαστε συναισθηματικά και κοινωνικά ανταποκρινόμενοι στην αφή είναι τόσο βιολογικά θεμελιώδες για εμάς που οι ct afferents (απτικοί νευρώνες) είναι παρόντες σχεδόν σε κάθε ίντσα του δέρματός μας. (Οι απτικοί νευρώνες  είναι μια κατηγορία νευρώνων που εννευρώνουν, δηλαδή διεγείρουν κι ερεθίζουν το δέρμα, δραστηριοποιώντας έτσι, μια σειρά από περίπλοκες αντιδράσεις σωματικές, ψυχολογικές, συνειδητές και ασυνείδητες.

Αυτά τα νεύρα είναι, εξηγεί ο Wasling, ιδιαίτερα συντονισμένα και ανταποκρίνονται κυρίως  σε τρία ερεθίσματα: ένα ελαφρύ άγγιγμα, ήπια κινούμενο, και περίπου στους  32 βαθμοί Κελσίου, που τυχαίνει να είναι η θερμοκρασία του ανθρώπινου δέρματος.  Είναι, με άλλα λόγια,  προγραμματισμένα να ανταποκρίνονται περισσότερο σε ένα απαλό χάδι ή άγγιγμα ενός άλλου άτομου. 

Οι απτικοί νευρώνες  στέλνουν σήματα στον φλοιό μεταξύ του κροταφικού και μετωπιαίου λοβού που παίζει σημαντικό ρόλο στις διάφορες λειτουργίες που συνδέονται με το συναίσθημα και στη ρύθμιση της ομοιοστασίας του σώματος. “Αυτό είναι ένα βαθύτερο μέρος του φλοιού που ασχολείται περισσότερο με τη συναισθηματική ισορροπία σας”, εξηγεί ο Wasling. “Έτσι έχουμε  ένα  είδος  μιας αόριστης και αόρατης  αίσθησης, κάτι όπως: “Αυτό ήταν ωραίο. Είμαι αποδεκτός. Νιώθω πιο ασφαλής τώρα. Κάποιος βασίζεται σε μένα. Οι απτικοί νευρώνες διακλαδίζονται σε μονοπάτι του εγκεφάλου που ασχολούνται με το ποιοι είμαστε κοινωνικά.” Αυτό εξηγείται απλά με το γεγονός ότι οι άλλοι μας δίνουν μια αίσθηση του εαυτού μας, οι συναλλαγές μας με άλλους μας διαμορφώνουν έως ένα σημείο.

Για τους ανθρώπους που ζουν τώρα χωρίς αυτή την επαφή για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να είναι απίστευτα δύσκολο, λέει ο Winch. “Έχω φίλους και ασθενείς  οι οποίοι δεν έχουν αγγιχτεί εδώ και ένα χρόνο. Καθόλου. Ούτε χειραψία. Και πραγματικά υποφέρουν  από αυτην την έλλειψη. Είναι αυτό το  ‘κάτι’  που μας  κάνει να αισθανόμαστε μεγάλη αποστασιοποίηση και ψυχρότητα  στο να μην έχουμε κανένα είδος αγγίγματος, έστω και χειραψία, και αυτό μπορεί να αφήσει μακράς διαρκείας ουλές.”

Οι αγκαλιές είναι «συναισθηματικά θρεπτικές»

Οι αγκαλιές, η μορφή αφής που πιθανόν μας λείπει περισσότερο, είναι ιδιαίτερα σημαντικές και συναισθηματικά θρεπτικές, προσθέτει ο Winch. “Όταν κάποιος κλαίει και τον κρατάμε, το κάνουμε για να παρηγορήσουμε και αυτό που του επιτρέπει να κάνει είναι να κλαίει περισσότερο. Οι άνθρωποι συνήθως θα συγκρατήσουν τον συναισθηματικό τους πόνο μέχρι κάποιος να βάλει ένα χέρι γύρω τους και στη συνέχεια, θα ξεσπάσουν επειδή αυτή η αγκαλιά αντιπροσωπεύει την ασφάλεια κα την εγγύτητα που αισθανόμαστε κι εμπιστευόμαστε αυτό το άτομο.”- έστω κι αν αυτό προέρχεται ακόμη κι από ένα άνθρωπο που δεν γνωρίζουμε καλά. 

Έχουμε φτιαχτεί για να αγκαλιαζόμαστε – τι συμβαίνει όταν δεν το κάνουμε;

Πόσοι από εμάς δεν το έχουμε ζήσει αυτό; Την  ανάγκη  και την ανακούφιση της επαφής συχνά κι από κάποιον που δεν είναι πολύ φίλος ή ακόμη- ας είμαστε ειλικρινείς- κι από κάποιον σχετικά άγνωστο; Διότι εκείνη την στιγμή, το ζεστό και άρα αναζωογονητικό  άγγιγμα προέρχεται απλά από έναν άνθρωπο. Εάν το άγγιγμα είναι αυτό που ας ανακουφίζει ως νεογέννητα, ως όντα μικρά και φοβισμένα σε ένα κόσμο ξένο, δεν είναι λογικό και θεμιτό ότι θα μας ανακουφίζει  σε όλη μας την ζωή – ή μήπως ζούμε με την αλαζονεία και ψευδαίσθηση ότι δεν είμαστε στην πραγματικότητα, ακόμη και ως ενήλικες, όντα μικρά σε ένα κόσμο άγνωστο; 

Τα παιδιά μας αφήνονται να το γνωρίζουν αυτό καλύτερα από εμάς, καθώς αγκαλιάζονται και επιζητούν την σωματική επαφή με κάθε ευκαιρία. Δεν είμαστε ως ενήλικες,  τίποτα άλλο από ψηλά παιδιά που βλέπουν τον κόσμο, δυστυχώς, μέσα από την υπεροψία της ηλικίας μας, απομακρυσμένοι, αποστασιοποιημένοι και συνάμα φοβισμένοι  κι άρα πιθανότατα λανθασμένα.

Και ο κίνδυνος είναι: ό,τι έγινε, έγινε. Από εδώ κι στο εξής τι θα γίνει; Πώς θα συμπεριφερόμαστε; Μπορείτε να φανταστείτε έναν κόσμο όπου δεν αγκαλιάζουμε, δεν αγγίζουμε  τους ανθρώπους που αγαπάμε;  Προσωπικά θα προτιμούσα να μην ζω σε έναν τέτοιο κόσμο.

Συντάκτης: Μάριαμ Συρεγγέλα,

Influence:

Έχει σπουδάσει ψυχολογία με μεταπτυχιακές σπουδές στο Illinois Institute of Technology (USA) και Surrey University (UK). Έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα και στο Ιράν…