Είναι όμορφη η ζωή αδερφέ μου, του Ναζίμ Χικμέτ
Είναι γεγονός ότι διανύουμε ένα διάστημα της ιστορίας κατά το οποίο οι άνθρωποι είμαστε πλέον όλο και λιγότερο διατεθειμένοι να προασπίσουμε τα ιδανικά μας για τη ζωή θυσιάζοντας ανέσεις ή προσωπική ελευθερία. Κατά ένα μεγάλο ποσοστό οι συνέπειες των μεγάλων ιδεολογικών πολέμων του παρελθόντος συνέβαλαν προς αυτή την κατεύθυνση. Διατρέχοντας όμως το παρελθόν, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον παραδείγματα ανθρώπων που οραματίσθηκαν έναν κόσμο ελευθερίας και δικαιοσύνης και δεν έπαψαν ποτέ να αγωνίζονται, παρά τις αντιξοότητες και τους κινδύνους, για να τον δουν κάποια μέρα να γίνεται πραγματικότητα. Ένας από τους σημαντικότερους Τούρκους ποιητές, ο Ναζίμ Χικμέτ, αποτελεί ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς ο προσωπικός του αγώνας ενσάρκωσε ιδανικά το ιδεώδες που εκφράζει ο ποιητικός του λόγος.
Ο γεννημένος στη Θεσσαλονίκη (1902) Ναζίμ Χικμέτ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αναμορφωτές της τουρκικής ποίησης, εισάγοντας τον ελεύθερο στίχο και εμπλουτίζοντας τη θεματολογία της. Η φυγή του στην Μόσχα τον επηρέασε πολλαπλώς. Η επαφή του με τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι και το ρεύμα του ρωσικού φουτουρισμού καθώς και η ταύτισή του με τις αρχές του νεοσύστατου εκείνη την περίοδο κομμουνιστικού καθεστώτος θα αφήσουν το στίγμα τους στην προσωπικότητα και στην τέχνη του. Το έργο του έτυχε παγκόσμιας αναγνώρισης λόγω της λυρικότητας και του ουμανιστικού στοιχείου του και μεταφράστηκε σε περισσότερες από 50 γλώσσες. Δυστυχώς, στην πατρίδα του αναγνωρίστηκε μόνο μετά τον θάνατό του (1963) κι ενώ προηγουμένως υποχρεώθηκε σε πολυετή φυλάκιση και εξορία εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Το έργο του Είναι όμορφη η ζωή, αδερφέ μου (εκδόσεις Λιβάνη, 2015, σε αξιόλογη απόδοση στην ελληνική γλώσσα της Λιάνας Μυστακίδου) αποτελεί μια από τις λίγες πρόζες και το μοναδικό μυθιστόρημα που συνέγραψε ο Χικμέτ. Γραμμένο λίγο πριν τον θάνατό του, θεωρείται το επιστέγασμα της τελευταίας περιόδου εξορίας του και μια μυθοπλαστική αυτοβιογραφία του ηλικιωμένου πια Τούρκου ποιητή, ο οποίος κοιτάζοντας πίσω στα ταραγμένα χρόνια που πέρασαν, ανασυνθέτει, αναμορφώνει και, πάνω από όλα, ερμηνεύει το συναρπαστικό υλικό της ζωής του γνωρίζοντας ότι δεν του απομένει πολύς ακόμα χρόνος στην κλεψύδρα. Η ιδιαιτερότητα αυτή συμπαρασύρει τον αναγνώστη σε μια χωρίς ανάσα ανάγνωση των 253 σελίδων του βιβλίου.
Η κεντρική ιστορία εκτυλίσσεται το 1925 στην Σμύρνη και δομείται γύρω από το πρόσωπο του Αχμέτ, ενός μέλους του παράνομου τουρκικού κομμουνιστικού κόμματος, που καταφτάνει μυστικά στην πόλη με αποστολή να εγκαταστήσει ένα παράνομο, υπόγειο τυπογραφείο σε ένα πέτρινο παράπηγμα. Κατά την διαμονή του εκεί δέχεται το δάγκωμα ενός σκυλιού που πιθανολογείται ότι είναι λυσσασμένο, όμως η επιστροφή του στην Πόλη για να εμβολιαστεί θεωρείται παρακινδυνευμένη διότι εκκρεμεί εις βάρος του ποινή 15ετούς φυλάκισης. Έτσι, ξεκινάει μια αγωνιώδης περίοδος 40 ημερών, κατά την οποία ο Αχμέτ έγκλειστος στην καλύβα μετράει τις μέρες χαράσσοντας γραμμές στην πόρτα και αναμένει να διακρίνει τα οδυνηρά συμπτώματα της ασθένειας που θα σηματοδοτήσουν την μη αναστρέψιμη πλέον συνέπειά της. Ύστατη λύση παραμένει η αυτοκτονία με το περίστροφο που έχει παραδώσει στον σύντροφο και συγκάτοικό του, Ισμαήλ, με την υπόδειξη να το χρησιμοποιήσει εναντίων του σε περίπτωση ανάγκης.
Την κεντρική ιστορία της διήγησης πλαισιώνουν σκηνές από διαφορετικές περιόδους της ζωής του Αχμέτ. Παρακολουθούμε την εποχή της διαφυγής του από την Κωνσταντινούπολη για να ενταχθεί στις τάξεις του στρατού που ανασυντάσσει ο Κεμάλ Ατατούρκ εναντίον της ελληνικής μικρασιατικής εκστρατείας στην Ανατολία το 1919. Είναι εκεί, όπου έρχεται αντιμέτωπος με την φτώχεια και την εξαθλίωση του τουρκικού αγροτικού πληθυσμού και επηρεάζεται από το κομουνιστικό κίνημα του μπολσεβικισμού, που λαμβάνει χώρα στη Ρωσία, αποφασίζοντας να γυρίσει την πλάτη του στο εθνικιστικό τουρκικό κίνημα. Παρακολουθούμε, επίσης, αναμνήσεις από τον θυελλώδη και καταδικασμένο έρωτά του με την Ρωσίδα συμφοιτήτριά του, Ανούσκα, την περίοδο της φοίτησής του στην Μόσχα το 1920. Πέραν αυτών, όμως, παρουσιάζονται και διάσπαρτα επεισόδια από την μετέπειτα ζωή του Ισμαήλ που περιλαμβάνει συνεχόμενες φυλακίσεις και βασανιστήρια από τις τουρκικές αρχές εξαιτίας της αντιστασιακής του δράσης.
Η αφήγηση του Χικμέτ ενέχει ορισμένα χαρακτηριστικά που με την πρώτη ματιά ξαφνιάζουν τον αναγνώστη. Ιστορίες, που υπάγονται σε εντελώς διαφορετικές χρονικές περιόδους, παρεμβάλλονται η μια στην άλλη χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση, ενώ και η αφήγηση εναλλάσσεται μεταξύ πρώτου και του τρίτου προσώπου, με τον πρωταγωνιστή να αναφέρεται πότε ως “εγώ” και πότε ως “ο Αχμέτ”. Η σύγχυση που προκαλούν οι παραπάνω μεταβολές στον χρόνο και στην οπτική μπορεί να εξαλειφθεί όμως αν επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε ότι ο σκοπός που υπηρετεί το έργο του Χικμέτ δεν είναι να καταγράψει μια τεχνικά άρτια αυτοβιογραφία, αλλά να φιλοτεχνήσει την ιστορία μιας γενιάς που ξεπερνάει τους χρονικούς περιορισμούς και τα επιμέρους πρόσωπα, εκθέτοντας σημαντικές εμπειρίες του ίδιου ή των συντρόφων του κατά τη διάρκεια του αγώνα τους.
Μέσα σε διάστημα 40 ημερών, η οριακή κατάσταση που βιώνει ο Αχμέτ τον ωθεί να ανασύρει από τη μνήμη πρόσωπα και καταστάσεις που συγκρότησαν την πορεία μιας ταραχώδους ζωής και αποτελούν σύμβολα ενός αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο. Διαβάζοντας με σύγχρονη οπτική το μυθιστόρημα, τραγική ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι η προσπάθεια αυτή τελικά δεν ευοδώθηκε καθώς στις σημερινές κοινωνίες η ιδέα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Ποιος όμως θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τέτοιες θυσίες μάταιες; Ο Χικμέτ, ο ρομαντικός επαναστάτης με το ασίγαστο πάθος, που τον έκανε παγκόσμια γνωστό μέσω της ποίησής του, καταγράφοντας από ασφαλή απόσταση πια το απόσταγμα της ζωής του μας κάνει απόλυτα σαφές ότι αυτή η μάχη αποτελεί ότι σημαντικότερο έχει να μας διηγηθεί.
Απόσπασμα: Αποφάσισε αγόρι μου, λέω στον εαυτό μου, αποφάσισε. Ελήφθη η απόφαση. Θάνατος παρά επιστροφή. Στάσου, μη βιάζεσαι, γιε μου. Να θέσουμε τα ερωτήματα πάνω σε αυτό το τραπέζι, δίπλα στην Ανατολία. Τι μπορείς να δώσεις; Τα πάντα, τα πάντα μου… Ναι, την ελευθερία σου! Πόσα χρόνια μπορείς να μείνεις στη φυλακή γι’ αυτό το σκοπό; Εάν χρειαστεί, για όλη μου τη ζωή. Καλά, όμως εσύ αγαπάς το καλό φαγητό, το ποτό, τα καθαρά ρούχα. Λαχταράς να ταξιδέψεις στην Ευρώπη, στην Αμερική, στην Αφρική. Εάν εγκαταλείψεις την Ανατολία πάνω στο ροκοκό τραπέζι στο Μπατούμι κι επιστρέψεις στην Άγκυρα μέσω Τιφλίδας, του Καρς, σε πέντε έξι χρόνια το αργότερο θα είσαι βουλευτής, υπουργός, θα απολαμβάνεις γυναίκες, φαγητά, ποτά, τέχνη, τον κόσμο… Παράτα τα! Μπορώ να μείνω στη φυλακή για όλη μου τη ζωή. (σ. 43)