Δημήτρης Παπαδημητρίου, ένας αληθινός μελωδιστής
Ήταν μόλις 19 ετών, όταν ο Μάνος Χατζιδάκις του είπε: «Εσύ γεννήθηκες για να γίνεις μουσικός». Όπως τα βράχια κατρακυλούν από το βουνό και καταλήγουν στη στροφή του δρόμου, έτσι έσκασε μπροστά στα πόδια του Δημήτρη Παπαδημητρίου η μουσική. Έπρεπε να βρει τρόπο να τη πάρει μαζί του, για να μπορέσει να περπατήσει. Έβγαλε από τη τσέπη του το ταλέντο, έδεσε απάνω του τη μουσική με τη κόκκινη κλωστή του πάθους του γι’ αυτήν, υπογράφοντας έτσι το πρώτο άγραφο αλλά αληθινό συμβόλαιο ισόβιας συμβίωσης και αγάπης. Πάνε τριάντα χρόνια από τότε. Η λύτρωση της μοιραίας μοναξιάς, που φέρνει η φθορά του αιωνίως άφθαρτου χρόνου, βρίσκει καταφύγιο στις συνθετικές δημιουργίες αυτού του σπουδαίου δημιουργού.
Με τον αέρα της κλασικής παιδείας
Ο Παπαδημητρίου γεννήθηκε το 1959 στη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας. Μέχρι το 1966, οπότε και η οικογένεια μετακομίζει στην Ελλάδα, αποκτά κάποιες λιγοστές μνήμες από την Αλεξάνδρεια. Η κλασική μουσική και οι πάντα προσεγμένες επιλογές της Ερα 5 ήταν οι μελωδίες που γυρνούσαν στο κεφάλι του ως παιδί. Μια παραπονεμένη φυσαρμόνικα έψαχνε ένα υποψήφιο «θύμα» να ξελογιάσει. Ένα παιδί που ανακαλύπτει τον κόσμο τη φέρνει στα χείλη του και με την ανάσα του τη κάνει να κελαηδάει. Είναι η πρώτη φορά που καταλαβαίνει πως με ένα όργανο μπορεί να αναπαράγει ήχους ή και να δημιουργήσει νέους. Το πιάνο στο σπίτι κάποιας φίλης της μητέρας του, το οποίο επισκέπτονταν συχνά, ήταν η επόμενη σημαντική επαφή του με τον υπέροχο κόσμο που φτιάχνουν οι νότες. Κάτι ανεξήγητο τον τραβά και εκείνος αδύναμος να αντισταθεί, το σκαλίζει διαρκώς. Το μακρινό του όνειρο, όμως με έναν παράξενο τρόπο είναι το μπουζούκι, του οποίου λατρεύει τον ήχο.
Τρεις μήνες αργότερα, οι γονείς του τον γράφουν στο ωδείο. Στα επτά του χρόνια γράφει κιόλας το πρώτο του κομμάτι. Από τότε ως σήμερα δεν έχει πάψει ούτε στιγμή να συνθέτει. Ήδη από τα μαθητεία του εκεί γνωρίζει από κοντά και την άσχημη πλευρά της τέχνης, αυτής που κλείνει το μάτι πονηρά στο οικονομικό όφελος. Ο δάσκαλος τους βάζει να παίζουν μαζί με τον αδερφό του στο πεζοδρόμιο τα κομμάτια που έχουν μάθει πιο καλά, με σκοπό φυσικά τη διαφήμιση του ωδείου. Το 1976 μπαίνει στη Νομική Σχολή Αθηνών. Οι πρώτες του μουσικές απόπειρες συμβαίνουν, προκειμένου να «ντύσει» κάποιες παραστάσεις αρχαίου δράματος του θεατρικού τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 μπαίνει με φορά στη μαγεία του κινηματογράφου κάνοντας τη μουσική επένδυση της ταινίας «Ηλεκτρικός Άγγελος» του Θ. Ρεντζη, για την οποία μάλιστα απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, δουλεύει πολύ σκληρά, προκειμένου να αποδείξει την αξία του μιας και μεσολαβούν κάποια χρόνια, όπου αυτή είναι αρκετά αμφιλεγόμενη από πολλούς.
Το αποκορύφωμα μιας παιδικής αλητείας
Υπακούοντας πιστά και δίχως να παρεκκλίνει διόλου από τα κελεύσματα της καρδιάς του, σαν ένας μοναχός που ζει μέσα στον κόσμο, δημιουργεί, με ένα στόχο, να τρυπήσει το σκληρό περίβλημα της συγκινησιακής σφαίρας του ατόμου. Μέσα στη χάβρα της ελαφρότητας που χαρακτηρίζει αυτή την παράταιρη στιγμή για το ελληνικό τραγούδι, τον αφορά η ποιοτική εκτίμηση της δουλειάς του και όχι η ποσοτική. Ξεκινά από τη λόγια και την ορχηστρική μορφή της μουσικής απαριθμώντας πολλούς δίσκους. Από το 1993 και έπειτα απλώνει τις νότες απάνω στο έντεχνο και εν συνεχεία στο καθαρό λαϊκό ύφος, συνοδεύοντας κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές και σημειώνοντας μάλιστα πολλές επιτυχίες. Η παρουσία του στην τηλεόραση είναι αξιοσημείωτη μιας και όλες του οι μελωδίες έχουν προσθέσει ιδιαίτερη γοητεία στις σειρές, έχοντας φυσικά και σημαντικό μερίδιο της εκπληκτικής απήχησής τους στο κοινό.
Τα λόγια των τραγουδιών του έχουν γράψει οι Λίνα Νικολακοπούλου, Κώστας Φασουλάς, Μιχάλης Γκανάς, Γιώργος Κορδέλλας και άλλοι. Μας τα έχουν μεταφέρει με τις σπουδαίες φωνές του ερμηνευτές, όπως οι Δημήτρης Μητροπάνος, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Γεράσιμος Ανδρεάτος, Γιάννης Κότσιρας και αρκετοί ακόμη. Η μελοποίηση κάποιων στίχων σπουδαίων ποιητών, όπως οι Οδυσσέας Ελύτης, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη και άλλοι καταγράφηκε σε μια εξαιρετική δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Τραγούδια για τους μήνες». Πρόκειται για τον πιο εμπορικό του δίσκο, που όμως περπατά στους ελιτίστικους δρόμους του πνεύματος. Ξεχωρίζει με την ερμηνευτική της προσέγγιση η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η οποία αποτέλεσε τη μούσα του επί σειρά ετών.
Ανθοί μιας αιώνιας άνοιξης
Πρόκειται για έναν πολυσχιδή και άκρως παραγωγικό συνθέτη που η έμπνευση του συμβαίνει ακαριαία και απότομα. Από τη μια είναι εξωστρεφής και έτοιμος να προσλάβει και να διυλίσει μέσα του τα ερεθίσματα ανά πάσα στιγμή. Τα επεξεργάζεται τόσο, ώστε να μην χάσουν την αρχική τους υποστάση. Τα εξελίσσει ως εκεί που δεν τα πειράζει. Από την άλλη τον διακρίνει μια μυστηριακή εσωστρέφεια και μια μυστικοπάθεια, όταν φτάνει εκείνη η ώρα της απόλυτης προσήλωσης στη δημιουργία, τότε που συναντά τον εαυτό του λίγο ψηλότερα. Η αδήριτη ανάγκη του να εξωτερικεύσει τις πιο μύχιες σκέψεις του και να τις κάνει νότες τον οδηγεί στη σύνθεση. Προσπαθεί να βρει το ομορφότερο και συνάμα το ουσιαστικότερο περιτύλιγμα, για να κλείσει εκεί μέσα το πολύτιμο περιεχόμενο που κρύβουν κάθε φορά οι στίχοι.
Στου μυαλού το παραπέρα και στης ψυχής το παρακάτω συναντά την Αναστασία. Εκείνή περιμένει το τρένο των 9.10. Επιβιβάζεται και ύστερα χάνεται μέσα στους επιβάτες. Θέλει να τη δει να τον αναζητά αλλά μάταια. Τα δάκρυα έχουν σκαλώσει στις κόχες των ματιών του και ούτε γλιστράνε προς τα κάτω. Σαν την αγάπη την κρυφή που δεν ξεφανερώνει, δειλά περιμένουν το μεγάλο ξέσπασμα, για να κυλήσουν στα μάγουλά του. Θολό ποτάμι το πέρασμά τους κι εκείνος προσμένει ένα ανέλπιστο φιλί να τον κεράσει, πριν να φύγει το τρένο. Έχει ήδη χαθεί από μπροστά του. Η εικόνα ξεθωριάζει λίγο λίγο. Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια, μόνο τρόπο να κοιτάνε. Θυμώνει, φωνάζει και ύστερα η καρδιά του νομίζει πως μισεί ό,τι αγαπάει και ό,τι φοβάται να βρει. Ένας στρατιώτης είναι στο σκάκι της ζωής του κι εκείνη η βασιλισσά του σε μια παρτίδα, δίχως τέλος.
Ο Χατζιδάκις έλεγε πώς ένα τραγούδι, για να πετύχει πρέπει η μελωδία να είναι απρόσμενα οικεία. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τούτες τις μουσικές. Έχουν ένα βαρύ εκτόπισμα αλλά την ίδια στιγμή λειτουργούν λυτρωτικά ως αντανάκλαση της αβύσσου της ανθρώπινης ψυχής. Μπλέκονται στους διαδρόμους του μυαλού μας και αδυνατούν να βγουν από εκεί μέσα. Είναι το δράμα που φτάνει στην κάθαρση. Εκεί, βρίσκεται η επιτυχία της τέχνης. Ο Παπαδημητρίου αδιαφορεί μπροστά στην πρόκληση του αγοραίου είδους τραγουδιού. Μπαίνει στα βαθιά και με μεγάλη ιδιοφυία έρχεται σε απόσταση αναπνοής με την ίδια τη ζωή, την κοιτάζει από όλες τις μεριές, μπροστά, πίσω, πλάγια και ύστερα μιλάει γι’ αυτήν. Ακόμα και όταν πρέπει να λειτουργήσει κατά παραγγελία, δεν χάνει ούτε στιγμή το πάθος του, θεωρώντας πώς καλείται να ταξιδέψει κάπου που ίσως μόνος του δεν θα πήγαινε ποτέ. Ωστόσο, το ταξίδι έχει πάντα ενδιαφέρον. Οι τόποι είναι πάντα ένας δρόμος διαφορετικός.
Είναι από τους λίγους συνθέτες που έχει κατορθώσει να μην δημιουργεί αντιπάθειες στο χώρο. Αυτό προκύπτει από τη καλλιέργεια που κουβαλά ως άνθρωπος και από το γεγονός ότι έχει πάντα μια τάση να λύνει μαγικά κάθε διαφωνία που μπορεί να προκύψει. Όπως πολύ χαρακτηριστικά είχε πει ο δημοσιογράφος Θανάσης Λάλας: «Είναι από τους λίγους που αποδέχτηκαν, ότι ο εμφύλιος τελείωσε.». Σεμνός και χωρίς τάση επίδειξης τα τραγούδια του σφραγίζουν τον ίδιο και όχι αντίστροφα. Τον ανακαλύπτουμε και τότε μας ανοίγεται. Ο Χρήστος Νικολόπουλος μιλώντας για εκείνον είχε σταθεί στην ποιοτική γραμμή που έχει διατηρήσει όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό είναι σημαντικό στοιχείο, για το οποίο επιλέχτηκε να βρεθεί σε θέσεις με βαρύνουσα σημασία, όπως στη διέυθυνση του Τρίτου Προγράμματος ως το 2011. Σήμερα είναι διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Στην προσωπική του ζωή είχε δεσμό επί μια δεκαετία με την Φωτεινή Δάρρα, η οποία εκτός από σύντροφος του αποτέλεσε και τη βασική του συνεργάτιδα ως η κατεξοχήν ερμηνεύτρια των τραγουδιών του. Η τελευταία δισκογραφική τους συνεργασία είναι μια εξαιρετική καταγραφή της εποχής δια στόματος Νίκου Γκάτσου, η οποία, αν και γενόμενη σε χρόνο παρελθόντα, είναι απολύτως ακριβής και ζωντανή σαν το ζεστό αίμα απάνω στο φρεσκοστρωμένο χιόνι. Ο τίτλος του δίσκου είναι «Λουλούδι στη φωτιά».
Ο Παπαδημητρίου σε μια μουσική αλυσίδα που έρχεται από παλιά αποτελεί αυτό τον κρίκο που ενώνει το κλασικό με το λαϊκό τραγούδι. Φροντίζει να διατηρεί και από τις δυο πλευρές τα περιθώρια στο σωστό τους μέγεθος, χωρίς αλλοιώσεις. Απαλλαγμένος από τις ενοχλητικές σειρήνες του οικονομικού οφέλους, βρίθει αξιοπρέπειας, ήθους και οράματος, στοιχεία εμφανή σε κάθε του έργο. Στην καρδιά του ο πολιτισμός ξεκινά από την πρώτη του αναπνόη στον κόσμο αυτό. Κρατά την πόρτα ανοιχτή στο παρελθόν μα χαράσσει και νέα μονοπάτια. Είναι όσο πρέπει παρών και όσο πρέπει απών. Αποτελεί έναν από τους πιο χαρισματικούς συνθέτες αυτής της εποχής που οι κρυφοί του πόθοι μας βγάζουν στο φως. Σε μια κοινωνία ζαλισμένη από όλα τα παράλογα, σηκώνουμε το βλέμμα μας στον ουρανό και βλέπουμε όλα τ’ αστέρια τρύπια. Θα φωνάξουμε το θεριό της θάλασσας το φοβερό σκουπιδαριό να διώξει από τη χώρα και όταν ανοίξουμε πανιά να ‘ναι όλα ευλογημένα…