Δημήτρης Μπάσης, ο ερμηνευτής με το βυζαντινό χρώμα

Συντάκτης: Δανάη Λιάκου

Δημήτρης Μπάσης, ο ερμηνευτής με το βυζαντινό χρώμαΠολλοί και διαφορετικοί ήχοι φτάνουν από παντού. Η υποκουλτούρα έχτισε σπιτικό χρόνια τώρα. Κάθε εποχή και μια ανακαίνιση την κάνει αλλιώτικη. Πάντα όμως διαβρώνει την αισθητική. Λίγο λίγο της τρώει τα σωθικά από μέσα. Σκοπός της να ξεχάσουμε. Για να μας ξεχάσει η αλήθεια. Να λησμονήσουμε τί μας ενώνει σε τούτο το τόπο. Μέχρι που ακούγεται μια φωνή. Μια καθαρή λαϊκή χροιά αποσυμφορίζει όλη τη βαβούρα. Ο Δημήτρης Μπάσης σημαδεύει τις νότες. Ο αέρας μεταφέρει το χρώμα του σε όλη τη Σάμο. Μια συναυλία με τη συμμετοχή πολλών καλλιτεχνών συμβαίνει προς τιμήν του Μίκη Θεοδωράκη. Εκείνος είναι εκεί. Μια ζεστή χειραψία προοικονομεί τη συνέχεια μιας ιστορικής στιγμής. Μια φιλοφρόνηση πλανιέται κοντά στο χτύπο της καρδιάς του σαν σιμώνει κοντά του. Σκύβει το κεφάλι και την ξεχνάει πριν καλά καλά νιώσει περήφανος γι’ αυτήν. Οχτώ μήνες αργότερα, ο κύκλος κομματιών από «Το τραγούδι του νεκρού αδερφού» ανασταίνεται μέσα από τη φωνή του. Μια σπουδαία επανεκτέλεση στο αριστούργημα του Μίκη καταγράφεται μετά από το Μπιθικώτση. Με ευλαβική προσήλωση και αίσθημα ευθύνης το καινούργιο υποκλίνεται στο παλιό. Η εικόνα πολύ όμορφη. Σταθερότητα, σεβασμός και αγάπη κατευθύνονται από το ταλέντο του. Τον επέλεξε ο Μίκης. Απέσπασε από εκείνον το καλύτερο κομμάτι του. Μα του έδωσε ελευθερία. Ίδια μ’ αυτήν που του δίνει το μουσικό ακροατήριο εδώ και 30 χρόνια. Τη διαχειρίζεται μοναδικά. Λύνει το λαρύγγι του. Ο κίνδυνος της λήθης θρυμματίστηκε.

Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον

Ο Μπάσης γεννιέται στη Στουτγκάρδη στις 4 Απριλίου 1970. Ως παιδί μεταναστών βιώνει από πολύ νωρίς τον αγώνα της επιβίωσης μέσα από το δρόμο της αξιοπρέπειας και της ευθύνης. Είναι μόλις τριών χρονών, όταν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου απελευθερώνουν το μουγκρητό μιας ελευθερίας που βρυχάται κάτω από τα στήθη της Ελλάδας. Έξι χρόνια μετά, η επιστροφή στην πατρίδα συμπίπτει με τούτο τον απόηχο. Ένα μικρό χωριό κοντά στο Κιλκίς αποτελεί τη βάση τους. Στο μεσοδιάστημα τρυπάνε την καρδιά του οι μελωδίες του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι. Νιώθει οικείες τις φωνές των Μπιθικώτση και Καζαντζίδη. Ένα σωρό εικόνες μετρούν το μπόι τους μέσα του, μέχρι να τις δει όλες ζωντανές στον τόπο που γέννησε τους γονείς του. Η καθιερωμένη κυριακάτικη επίσκεψη στην εκκλησία γίνεται η αφορμή για να αγαπήσει τη βυζαντινή μουσική. Τα εξαπτέρυγα σκιάζουν το μικρό του ανάστημα. Ωστόσο, εκείνος κατορθώνει και βλέπει. Πολύ περισσότερο όμως ακούει. Το ψαλτήρι τον καλεί να πάει κοντά του. Είναι έρωτας από την αρχή. Δειλά δειλά ανεβαίνει επάνω. Το Μακεδονικό Ωδείο Γιαννιτσών είναι ο χώρος που μαθαίνει πώς να κουβεντιάζει με τη μουσική. Ως τα δεκαεπτά του χρόνια δεν ξανακατέβηκε από εκεί. Ρίχνεται στο αλισβερίσι με τις νότες. Μέσα στους ήχους της βυζαντινής οδού βρίσκει την Ελλάδα που έχασε ως εκείνη τη στιγμή. Αναπληρώνει το χαμένο χρόνο και την ίδια στιγμή χτίζει τα θεμέλια της προσωπικής του διαδρομής.

Οι μαθητικές εκδηλώσεις εναλλάσσονται από πάρτυ. Ανάμεσα σε φίλους και παρέες η μουσική χορεύει κι εκείνος μαγεμένος ακολουθεί τα βήματά της. Το 1991, έχοντας κλείσει και τυπικά πια το όριο της ενηλικίωσης, αποφασίζει να τραγουδήσει σε κάποιο μαγαζί της περιοχής. Οι ευτυχείς συγκυρίες παίζουν με την τύχη μα άλλο τόσο παίζουν και με τις προσωπικές επιλογές. Ο Κραουνάκης ψάχνει νέα ταλέντα. Ο Δημήτρης αποφασίζει να εκτεθεί. Παίρνει το ρίσκο χωρίς φόβο. Και ακριβώς αυτό σηματοδοτεί την αρχή του κύκλου του. Τον επόμενο χρόνο συνεργάζονται σε ζωντανό πρόγραμμα στο «Πουέρτο» παρέα με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη και τη Λίνα Νικολακοπούλου. Ο τίτλος του μαγαζιού καθόλου τυχαίος μιας και για τρεις χρονιές ο Δημήτρης βρίσκει κυριολεκτικά το λιμάνι του. Ανακαλύπτει σταδιακά τις δυνατότητές του και οριοθετεί το προσωπικό του γούστο πάνω σε ποιοτικές κλίμακες. Είναι η στιγμή που ο Χρήστος Νικολόπουλος τον συναντά. Διακρίνει αμέσως το ιδιαίτερο και ολότελα προσωπικό στίγμα του. Το 1997 οι «Ψίθυροι Καρδιάς» που κάνουν μαζί, τον κάνουν ευρέως γνωστό. Δυο χρόνια νωρίτερα έχει προηγηθεί η παρθενική του εμφάνιση στη δισκογραφία κάτω από την συνθετική ματιά του Κραουνάκη. Ισορροπημένος και σε σταθερή τροχιά εξέλιξης ξεκινά να στολίζει με σημαντικές ερμηνείες το ελληνικό πεντάγραμμο.

Δημήτρης Μπάσης, ο ερμηνευτής με το βυζαντινό χρώμαΟι επιλογές του τον επιλέγουν

Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει συνολικά 13 προσωπικούς δίσκους και έχει πραγματοποιήσει 20 συμμετοχές σε δίσκους συναδέλφων. Έχει παρασυρθεί από τις μουσικές σπουδαίων συνθετών, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Νίκος Αντύπας και άλλοι. Οι σκέψεις μεγάλων στιχουργών έχουν μπερδευτεί στα χείλη του, όπως οι Λίνα Νικολακοπούλυ, Ελένη Ζιώγα, Ελένη Γιαννατσούλια και άλλοι. Έχει συνεργαστεί με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες του τόπου, όπως είναι οι Σταύρος Ξαρχάκος, Δήμητρα Γαλάνη, Δημήτρης Μητροπάνος, Μελίνα Κανά, Γιάννης Κότσιρας και άλλοι. Οι επιτυχίες φτάνουν νωρίς στο κατώφλι της διαδρομής του. Ο κίνδυνος ελλοχεύει και η ματαιοδοξία του στήνει καρτέρι. Πάντα, όμως υπάρχει ένα χέρι μαγικό που τον κρατά από τον ώμο και δεν τον αφήνει με τίποτα να κυλήσει στην κατηφόρα της έπαρσης. Η ψυχραιμία είναι ο πολύτιμος οδηγός του, για να κρατά το κριτήριό του σε υψηλά επίπεδα. Αρέσκεται στους πειραματισμούς και επιχειρεί τολμηρές εκδοχές παλιών κομματιών, όπως η επανεκτέλεση στο «Σπασμένο καράβι» που είχε ερμηνεύσει ο Κώστας Καράλης. Ηλεκτρικές πινελιές διανθίζονται από ροκ στοιχεία δημιουργώντας ένα ολοκαίνουργιο αποτέλεσμα. Δεν υποκύπτει στον πειρασμό της εφήμερης δόξας με πρόσκαιρα σουξεδάκια. Ψαχουλεύει διαρκώς με επιμονή ανάμεσα στις βάσεις της μουσικής του παιδείας και στις μουσικές ανάγκες της εποχής. Τα σύνορα της τέχνης μέσα του είναι ανοιχτά, μα φυλάει πάντα τη σημαία της προσωπικής του ταυτότητας.

Ένα μαύρο σύννεφο κοιτάζει. Προχωράει και τότε ο ουρανός νυχτώνει και πετούν τα χαμοπούλια. Τούτη η σκοτεινιά του θύμησε τα μελαγχολικά της μάτια. Τότε, ξαφνικά η καρδιά χωρίς αιτία την αγάπη που ‘χε, ένιωσε αμαρτία. Γιατί η αγάπη είναι φωτιά που του καίει τα σωθικά. Τι πρέπει, τι δεν πρέπει στιγμή δεν σκέφτηκε. Μέχρι θανάτου την ερωτεύτηκε. Στην αγκαλιά της αφέθηκε αγρίμι μεθυσμένο. Μα εκείνη χάραξε την ανάσα της απάνω σε άλλα χνώτα. Μιλάει με άλλους και γελά κι αυτός απ’ έξω. Είχε δύσκολη και ζόρικη καρδιά. Έτσι κι εκείνος έφυγε, έτσι όπως φεύγουν όσοι γυρεύουν το λυτρωμό. Μα τώρα μένει μόνος του, αλλού τον πάει ο δρόμος του. Κι είναι όλα περασμένα ξεχασμένα. Ρίσκαρε κι έχασε μα η ζωή συγχωρεί τους πολύ τολμηρούς, τους τρελούς και τις αξίες.

Τα όνειρά του, μια γλυκιά απαντοχή

Οι φωνητικές του δυνατότητες είναι μεγάλες. Ξέρει πώς να τις διαχειριστεί και αποφεύγει τις λακούβες με τα λασπόνερα. Ο πλούτος της βυζαντινής μουσικής είναι ζωντανός μέσα του. Δεν τον κρατά εσώκλειστο και σκονισμένο σε κάποιο παλιό συρτάρι. Είναι παρών. Τον θυμάται πάντα. Για να ανεβαίνει τα σκαλιά και να μην χάσει το μέτρο πουθενά. Ο Θάνος Μικρούτσικος έχει πει για εκείνον: «Στο λαϊκό τραγούδι η φωνή του είναι πάρα πολύ ρωμαλέα και αν μπορέσει να καθοδηγηθεί, θα είναι μακράν ο καλύτερος λαϊκός τραγουδιστής της γενιάς του.». Σαν γάργαρο νερό που τρέχει κατευθείαν από την πηγή η φωνή του πλημμυρίζει κάθε γωνιά της ψυχής μας. Κάθε τραγούδι και μια ιστορία. Κάθε ιστορία είναι το προσωπικό του στοίχημα να τη μεταφέρει σωστά στο κοινό. Αυτό που σέβεται βαθιά. Τα προβλήματα μπαίνουν στην άκρη. Η σκηνή είναι όλη δική του και πρέπει να αποδείξει μέσα από μια επώδυνη διαδικασία πως δεν είναι η τύχη μονάχα που τον έφερε ακριβώς στο ύψος της ματιάς τους. Είναι και η κοπιαστική δουλειά και τα όχι που στοιχίζουν. Δεν διεκδικεί μυθικές αξιώσεις. Θέλει μονάχα ν’ αφήσει ένα αποτύπωμα στο χρόνο που θα μαρτυράει την εντιμότητά του απέναντι στην ευλογία της ζωής του να χορτάσει από τη μουσική. Η λάμψη τον κυκλώνει από όλες τις μεριές, μα ξέρει πώς να την κοιτάξει, δίχως να τυφλωθεί. Τότε, έρχεται η ανακούφιση πως η ευγνωμοσύνη του απέναντι στον κόσμο υπήρξε εμφανής. Η αγωνία του μεγάλη. Να πει ευχαριστώ. Να επιστρέψει την αγάπη πολλαπλάσια.

Δημήτρης Μπάσης, ο ερμηνευτής με το βυζαντινό χρώμαΟργανώνει τα πάντα, για να νιώθει ασφαλής. Δεν μεθοδεύει τον αυθορμητισμό του. Διατηρεί το πάθος του. Μα οριοθετεί την ορμή του. Οι ιδιωτικές του στιγμές γεμίζουν από τη σύντροφο και γυναίκα της ζωής του, καθώς και από το γιο τους. Είναι ένας τρυφερός πατέρας. Παλεύει να αισιοδοξεί για τούτο το πλάσμα. Και τα καταφέρνει. Κρατά την ελπίδα σφιχτά στα δυο του χέρια. Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Κόπιασε γι’ αυτό. Μέχρι και τη στιγμή της ανταλλαγής αιώνιας αγάπης και δέσμευσης μέσα από το γάμο, το αίσθημά του είναι κάπως συγχεχυμένο, μιας και υπάρχε έντονα το στοιχείο της φυγής. Νιώθει πως η παραμονή του στον τόπο είναι προσωρινή και είναι πάντα σε ετοιμότητα να αποχωρήσει. Όμως, η ζωή τον προκαλεί να αλλάξει το σκηνικό. Η μουσική τον καταπίνει στο βυθό της. Βλέπει τις παρέες να κάνουν θαύματα. Μα μήτε ζηλεύει. Είναι κι εκείνος μέσα σε τούτες τις παρέες. Δεν γνώρισε το Λοϊζο, τον Ελύτη, το Χατζιδάκι. Όμως, έψαξε, ρώτησε, έμαθε γι’ αυτούς. Τους βαστά φυλαχτό. Το Θεοδωράκη τον γνώρισε. Μεγάλη στιγμή. Όλα τα πρότυπα καταστάλαξαν μέσα του. Ναι. Τώρα πιο βαθιά και πιο καθαρά συνοδεύουν τα όνειρά του. Δίνουν νόημα στον αγώνα του. Επανεκτελέσεις σημαντικές, χωρίς πολλά μπιχλιμπίδια δίνουν λόγο στη νέα γενιά να ακούσει. Να γνωρίσει. Να ψάξει. Το ήθος του ξεχωρίζει. Γέμισε από υπέροχες συνεργασίες, κι όμως ακόμα μπορεί και σκύβει το κεφάλι, χωρίς να βαρυγκομά. Σπάνιο και δυσεύρετο. Γιατί, αν και παράταιρο, ακόμα γεννά ανθρώπους τούτη η στείρα εποχή…

Συντάκτης: Δανάη Λιάκου,

Influence:

Αρθρογράφος του flowmagazine.gr.