Η κατάθλιψη είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών που η οικονομική κρίση το κάνει ακόμα μεγαλύτερο. Συνδέεται με …
Δεν μπορώ…
Όλοι έχουμε περάσει τέτοιες στιγμές, ώρες, ημέρες, ίσως και μήνες όπου βυθισμένοι σε αυτό το ατελείωτο τέλμα του εαυτού μας, δεν ακούμε κανέναν γύρω μας, δεν θέλουμε να ακούσουμε κανέναν γύρω μας, καθώς όλο το είναι μας φωνάζει ότι δεν αντέχει άλλο! Δεν αντέχει τίποτα! Και το κυριότερο που δεν αντέχει, που δεν υπομένει, που δεν μπορεί είναι τον ίδιο του τον εαυτό.
Depression: λέξη προερχόμενη από το ρήμα “depress” που σημαίνει πατάω κάτω, πιέζω, συνθλίβω, άρα με λίγη καλή θέληση «καταστρέφω», κι άρα «αλλάζω μορφή», κλπ. Λέξη που ίσως τα τελευταία χρόνια έχει γίνει και της «μόδας», έχει πολυχρησιμοποιηθεί, έχει πιθανά καταχραστεί του αρχικού νοήματος της, αλλα δεν έχει χάσει και πολύ από την αρχική της βαρύτητα.
Depression, ελληνιστή κατάθλιψη. Λέξη που στον τομέα της τεχνολογίας σημαίνει πίεση, συμπίεση, κ.λπ. Παρόμοια και στον τομέα της ψυχικής υγειάς σημαίνει το ίδιο και κάτι χειρότερο: η κατάθλιψη δεν σε συμπιέζει απλά, δεν σε βάζει κάτω απλά, σε ρουφάει μέσα της σαν φίδι που αργά καταβροχθίζει τη λεία του μέσα στο στενό, σκοτεινό, όμοιο με βυθό, σώμα του. Σου στερεί τον ήλιο και την ημέρα, σε αποδυναμώνει και σε αποδεκατίζει νοητικά και σωματικά σε σημείο να μην αναγνωρίζεις τον εαυτό σου, αλλά ούτε και τον κόσμο γύρω σου διότι, σταδιακά, απομακρύνεσαι από αυτόν καθώς φαντάζει όλο και πιο αποτρόπαιος και τρομακτικός κι εσύ όλο και πιο μικρός κι ανύμπορος..
Αυτά περί κατάθλιψης. Όλοι έχουμε περάσει τέτοιες στιγμές, ώρες, ημέρες, ίσως και μήνες όπου βυθισμένοι σε αυτό το ατελείωτο τέλμα του εαυτού μας, δεν ακούμε κανέναν γύρω μας, δεν θέλουμε να ακούσουμε κανέναν γύρω μας, καθώς όλο το είναι μας φωνάζει ότι δεν αντέχει άλλο! Δεν αντέχει τίποτα! Και το κυριότερο που δεν αντέχει, που δεν υπομένει, που δεν μπορεί είναι τον ίδιο του τον εαυτό. Και μέσα σε αυτό το «χάος» αρχίζει η αποδόμηση του εαυτού και μαζί η αίσθηση ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι είμαι ένα τιποτα, ότι τίποτα δεν έχω κανει σωστά, ότι τίποτα, τίποτα, τίποτα…
Όλο αυτό ήταν μια εισαγωγή για να μπούμε στο πνεύμα: σε εκείνο το ψυχικό τέλμα που όλοι έχουμε νιώσει λίγο-πολύ, εκεί όπου οι δυνάμεις μας, μάς φαίνονται ατελέσφορες έως και μηδενικές. Εκεί που είμαστε ανίκανοι!
Το τίποτα ισούται με το μηδέν. Όχι, ισούται με το προ-του-μηδενός, όταν δεν υπήρχε τίποτα καθώς ακόμη και το μηδέν ως έννοια και ως λέξη από κάπου προήλθε. Την προ-μηδενός εποχή δεν την γνωρίζουμε, ή μάλλον τη γνωρίζουμε θεωρητικά και πιθανολογούμε: είναι η εποχή πριν γεννηθούμε; Είναι η εποχή αφού πεθάνουμε; Και, καθώς δεν γνωρίζουμε καμιά απ’ αυτές τις δύο εποχές, τις φοβόμαστε!
Η κατάθλιψη είναι πολύ κοντά σε αυτή την εποχή και μας τρομάζει εξ ίσου. Μοιάζει με μια εποχή στην κόλαση (αν θέλω να γίνω ποιητική) μοιάζει με την κόλαση την ίδια (την εποχή αφού πεθάνουμε, λοιπόν), μοιάζει με μια εποχή που δεν έχει τέλος (πριν γεννηθούμε ή αφού πεθάνουμε), μοιάζει με κάτι που, εν τέλει, δεν γνωρίζουμε.
Όχι, παρακαλώ, διαψεύστε με και περιγράψτε —εάν μπορείτε— μέσα σε 2 σειρές με τι μοιάζει η κατάθλιψη. Βιβλία ολόκληρα δεν το ‘χουν καταφέρει. Μελέτες παντός τύπου δεν το ‘χουν καταφέρει, η επιστήμη σηκώνει τα χέρια και για βοήθεια δίνει φαρμακευτικές αγωγές που άλλες βοηθούν κι άλλες όχι, κι ο ορισμός μας διαφεύγει εσαεί. Όπως μας διαφεύγει κι ο ορισμός της κόλασης, του παραδείσου, τη ευτυχίας, της δημοκρατίας και τόσοι άλλοι. Άρα, ο ορισμός δεν χρειάζεται να μας ανησυχεί. Τα βγάζουμε πέρα μια χαρά και χωρίς αυτόν.
Τί θα πρέπει να μας ανησυχεί; Ας μιλήσουμε πρακτικά, διότι πρακτικά είναι και τα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε στην κατάθλιψη. Πώς είναι όταν σπας το πόδι σου; Όταν σπας το πόδι σου δεν μπορείς να περπατήσεις, όταν έχεις κατάθλιψη δεν μπορείς να ζήσεις. Δεν μπορείς ή πιστεύεις ότι δεν μπορείς, στην ουσία, εάν το αποτέλεσμα δεν είναι το ίδιο, είναι σχεδόν το ίδιο.
Να σταθούμε λίγο σε αυτό το «δεν μπορώ»; Το «δεν μπορώ» ισοδυναμεί με το «δεν κάνω τίποτα», κι άρα «μπορώ μόνο το τίποτα». Το «τίποτα» είναι η ακινησία νου και σώματος, είναι το τέλμα τους και αργά ή γρήγορα το τέρμα τους. Σώμα κινούμενο φθείρεται, ναι, όμως σώμα μη-κινούμενο σαπίζει. Αφήστε ένα φρούτο πάνω στο τραπέζι και μην το μετακινήσετε· θα σαπίσει από κάτω, εκεί ακριβώς που δεν φαίνεται κι όταν το δείτε θα είναι αργά.
Σκεφτείτε: τί είναι χειρότερο από το «δεν μπορώ;». Αλλιώς: τί είναι χειρότερο από το να πιστεύω ακράδαντα ότι δεν μπορώ; Να το δούμε ανάποδα; Όταν «μπορώ», αυτόματα ο κόσμος μου διευρύνεται, μεγαλώνει, φωτίζεται. Αντίθετα, όταν «δεν μπορώ» συμβαίνει το αντίθετο: ο κόσμος μου μικραίνει, σκοτεινιάζει, κλείνει, γίνεται ένα «τίποτα» από εκεί που ήταν «κάτι». Τί είναι χειρότερο απ’ το «δεν μπορώ»;
Να το πω αλλιώς. Προσωπικά δεν πιστεύω σε μάγους, θεούς-τιμωρούς, σατανάδες, φλεγόμενες βάτους και στεντόρειες φωνές που αντηχούν μέσα από τεράστια, υπερ-φωτεινά σύννεφα.
Όμως εάν, εάν λέω, υπήρχε διάβολος, εάν λοιπόν, η δουλειά του όλη θα ήταν μια μόνο πράξη: Να με κάνει να πιστέψω ότι «δεν μπορώ»! Και είναι τόσο εύκολο, σχεδόν παιδικά απλοϊκό στη σύλληψή του αυτό!
Και πείτε μου τώρα ότι δεν τον έχετε συναντήσει ποτέ αυτόν τον διάβολο! Ότι ποτέ δεν σας ψιθύρισε κρυφά στ’ αυτί! Ότι ποτέ δεν πέρασε σουλατσάροντας ανέμελα από δίπλα σας! Ότι δεν εμφανίστηκε ποτέ, κανένα βράδυ, κανένα πρωινό στο δρόμο σας, ότι δεν έχει καθίσει ποτέ απέναντί σας να σάς κάνει παρέα όταν πίνετε καφέ…