Αντώνης Βαρδής, ο επαγγελματίας ερασιτέχνης της μουσικής
«Θεωρώ τον εαυτό τον πιο τυχερό άνθρωπο που γνώρισα ένα τόσο καλό μουσικό.». Αυτή ήταν η σκέψη του Δήμου Μούτση αποτυπωμένη γραπτώς στο πίσω μέρος μιας φωτογραφίας. Ένα παράξενο και δυνατό ωστικό κύμα τον έριξε κάτω στο τέλος της ανηφόρας και όμως κατάφερε να σηκωθεί και να βγει στην ευθεία. Είναι ο αληθινός κρότος από το χτύπο της καρδιάς του Αντώνη Βαρδή που κατάφερε με το ταλέντο του να μετουσιώσει την έξαρση των δύσκολων στιγμών του σε έμπνευση και μουσική έκφραση. Εδώ και 45 περίπου χρόνια κολυμπάμε στον ωκεανό της καλλιτεχνικής του δημιουργίας και εκείνος κατορθώνει με μεγάλη μαεστρία να συντάσσει το μουσικό τοπίο με την γλυκιά αρμύρα της προσωπικής του πληγής. Το ησυχαστήριο μιας ευαίσθητης ψυχής βρίσκει τα θεμέλιά του στη θάλασσα της μουσικής και απλώνει τις ρίζες του στα βλέμματά μας που βουρκώνουν, στα χέρια μας που σφίγγουν τη γροθιά και στην ανάσα μας που πυρώνει από τον καημό.
Η αναπόφευκτη ρότα της μοίρας
Ο Βαρδής γεννήθηκε στις 7 Αυγούστου 1948 στο Μοσχάτο. Γυρίζει όλες τις συνοικίες στον Πειραιά ενώ για κάποιο διάστημα ζει μαζί με τη μητέρα του στο Βέλγιο. Βιώνει την επώδυνη εμπειρία του χωρισμού των γονιών του. Οι κατευθύνσεις τους αλλάζουν χρώμα και φορά και εκείνος παλεύει με το μέσα του θηρίο, προκειμένου να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Στα 15 του χρόνια αποφασίζει να πάει για ναυτικός, ακολουθώντας την πορεία του πατέρα του. Γρήγορα το εγκαταλείπει ενώ η προσπάθεια για συμβίωση μαζί του δεν ευοδώνεται. Τα τερτίπια της ζωής τον φέρνουν στα έξι του κιόλας χρόνια μπροστά στα θηρία του λαϊκού τραγουδιού, όπως οι Τσιτσάνης, Χιώτης, Ζαμπέτας και άλλοι. Αυτή η πρώτη επαφή τον σπρώχνει να ανακαλύψει σιγά σιγά μόνος του τις μαγικές φιγούρες της μουσικής σαν πετάριζε στ’ αυτιά του. Η επιτακτική ανάγκη της επιβίωσης τον οδηγεί σε διάφορες δουλειές, όπως βοηθός σε οικοδομή, βενζινάδικο και άλλα.
Λίγο πριν την ενηλικίωσή του, το 1965, το συγκρότημα «Βίκινγκς» είναι το πρώτο σκαλοπάτι, για να εκφραστεί μουσικά μαζί με κάποιους φίλους. Το κομμάτι «Κάποιο τρένο» είναι το μαγικό εισιτήριό του, για να αφήσει άφωνους με τις ικανότητές του και την φυσική δεξιοτεχνία του στην κιθάρα τους Μούτση, Γαλάνη και Μητσιά. Ξεκινάει να εργάζεται ως μουσικός σε διάφορα μαγαζιά της Πλάκας αποκτώντας την πολύτιμη εμπειρία των 12 χρόνων. Το 1973 αποσπά το πρώτο βραβείο σύνθεσης σε κάποιο διαγωνισμό για τραγούδι που ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, με ισχυρό το ένστικτό του προς αυτή την κατεύθυνση, ηχογραφεί τον πρώτο προσωπικό του δίσκο με τίτλο «Οραματίζομαι». Η επιτυχία δεν στάθηκε κοντά του σ’ αυτό το παρθενικό του βήμα, με αποτέλεσμα να απογοητευτεί τόσο, ώστε να απέχει από τη διαδικασία σύνθεσης για περίπου δύο χρόνια. Τόσο η γέννηση του γιου του, όσο και η παρότρυνση από τους Λάκη Καρνέζη και Αχιλλέα Θεοφίλου, φούντωσαν ξανά την λαχτάρα του για δημιουργία.
Το μουσικό όραμα που πήρε σάρκα και οστά
Από την αρχή έως και σήμερα παλεύει να κινείται σε πολλά και διαφορετικά ειδή, διατηρώντας, όμως ψηλά το προσωπικό του αισθητήριο με επιλογές συνεργατών που εκτός από ταλέντο, διαθέτουν ηθικές και ποιοτικές αντιστάσεις απέναντι στην περιρρέουσα εμπορική σάχλα. Τις μελωδίες του έχουν στολίσει με τις σκέψεις τους μεγάλοι στιχουργοί, όπως οι Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Βασίλης Γιαννόπουλος, Πάνος Φαλάρας, Σαράντης Αλιβιζάτος και άλλοι. Τα κομμάτια του έχουν ταλαντώσει τις φωνητικές χορδές σπουδαίων ερμηνευτών, όπως των Χαρούλας Αλεξίου, Γιώργου Νταλάρα, Γιάννη Πάριου, Βασίλη Παπακωνσταντίνου και πολλών ακόμα. Χωρίς να γνωρίζει να διαβάζει νότες στο χαρτί είναι απόλυτα συντονισμένος με την εποχή, μαθαίνοντας ό,τι καινούργιο συμβαίνει στις μουσικές γειτονιές της αφομοιώνοντας ό,τι αναδύει αλήθεια και γνησιότητα. Δεν διστάσε να χρησιμοποιήσει ακόμη και λάτιν ηχοχρώματα σε κάποιες μελωδίες του, εισάγοντας έναν διαφορετικό συνδυασμό, όπως στο «Μ’ αγαπούσες θυμάμαι μια φορά» και «Αχ αγάπη». Τα τελευταία χρόνια έχει συνεργαστεί και με νεότερους ερμηνευτές, όπως οι Μελίνα Ασλανίδου, Αντώνης Ρέμος και άλλοι.
Πριν ακόμα συνεργαστούν, ο Καζαντζίδης τον θεωρούσε έναν από τους καλύτερους συνθέτες και είχε πει για εκείνον: « Δεν αφήνει λεπτομέρεια στο τραγούδι. Η φωνή του κλείνει όλο το φάσμα του τραγουδιού. Είναι χορταστικός.». Ο ίδιος τον θαύμαζε πάντα. Μια αναπάντεχη τσαχπινιά της τύχης και η καρδιά του χτύπησε πολύ δυνατά, όταν βρέθηκε να παίζει στην ηχογράφηση του κομματιού «Κι οι άντρες κλαίνε». Έγραφε μουσική και πάντοτε είχε κατά νου τη δική του φωνή. Το πλήρωμα του χρόνου καραδοκούσε στη γωνία και έτσι το 2000 τους τσάκωσε παρέα να σκαρώνουν ένα πολύ ωραίο κομμάτι μαζί με τους αδερφούς Κατσιμίχα με τίτλο «Στην Ελλάς του 2000». Μια πολύ σημαντική στιγμή για τον ίδιο που το δέος τον διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Η απουσία κάμερας και δημοσιογράφων κατά τη διαδικασία της ηχογράφησης αποφεύχθηκε σκόπιμα. Προτίμησε να το ζήσει απόλυτα και όχι να το καταγράψει, χάνοντας πολύτιμο κομμάτι της έντασης και της δημιουργικής χαράς που τον κατέκλυσαν.
Η μελαγχολία που γίνεται μαγική έμπνευση
Η πιο μεγάλη δύναμη μιας όμορφης μουσικής διαδρομής κρύβεται στην δυνατότητα απελεύθερωσης της πιο βασανισμένης μας σκέψης κι ύστερα στην προσωπική μας λύτρωση. Ο Βαρδής βουτάει βαθιά μέσα του ανακαλύπτοντας άλλοτε πηγάδι με νερό λιγοστό κι άλλοτε βυθό με κοράλλια και μαργαριτάρια. Κατορθώνει να μετατρέπει σε νότες κάθε του μικρή ή μεγάλη στιγμή, έχοντας το αληθινό του συναίσθημα πάντα σε πρώτο πλάνο. Είχαν πει πώς θα προχωράνε μαζί, σαν μια ροκ μπαλάντα που κρατά για πάντα. Όμως, εκείνη γύριζε με αλήτες. Του ‘χε κάνει τη ζωή του κόλαση. Τότε, αποφάσισε να φύγει, πετώντας δειλά πίσω του ένα γράμμα. Την άφησε σαν πόλη τουρκεμένη κι ας μην το άντεχε. Εκείνος που πονά καταλαβαίνει. Τις νύχτες την αναζητά και σαν ζητιάνος για το δικό της φιλί καπνίζει τα αποτσίγαρά της που ναι γεμάτα κοκκινάδια. Έχει ένα προαίσθημα πώς κάπου θα τη δει, να τον σώσει από την καταστροφή. Με το ένα πόδι στη λαϊκή μουσική και το άλλο στην πιο μοντέρνα φτιάχνει κομμάτια διαχρονικά, κάνοντας συχνά την υπέρβαση του εαυτού του.
Είναι πλημμυρισμένος από τον παλμό της ερωτικής μοναξιάς. Κάπου κάπου ανακαλύπτει και μιαν αναπάντεχη χαραμάδα, προκλητικό πέρασμα για να μπει μια στάλα αισιοδοξίας. Κρατά έναν χαρακτηριστικό ήχο στις μελωδίες του με ηλεκτρικές πινελιές και μας φέρνει μπροστά σε ένα ζωντανό ξέσπασμα ή μια αθόρυβη προσγείωση. Κάθε χρόνος που προστίθεται στους ώμους του είναι γεμάτος νότες και μεστή δημιουργία. Ο ίδιος είχε πει πως κάθε φορά που γράφει ένα κομμάτι η ψυχή του γεμίζει. Είναι μια πολύ τρυφερή προσωπικότητα που η έμπνευσή του δεν θα μπορούσε να εγκλωβιστεί μόνο μέσα στις μουσικές, μιας και έχει γράψει και μερικούς στίχους σε τραγούδια, όπως «Δε θα χωρίσουμε ποτέ», «Απόψε πάλι δεν θα κοιμηθώ νωρίς» και άλλα. Σεμνός και ταπεινός δεν ξεχνά να μοιράζει απλόχερα την ευγνωμοσύνη του σε όσους τον βοήθησαν όλα αυτά τα χρόνια. Η αυθόρμητη και από καρδιάς ερμηνεία του στο κομμάτι «Έφυγα» σε μια απροβάριστη προσωπική στιγμή έφερε δάκρυα στα μάτια της Λίτσας Διαμάντη και του Γιάννη Πάριου. Η Διαμάντη τον προέτρεψε να κάνει δίσκο και να ερμηνεύσει ο ίδιος τα τραγούδια. Ήταν η πρώτη που άκουσε τα κομμάτια του υπέροχου δίσκου «Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα», γιατί όπως είχε πει ο ίδιος, της το χρωστούσε.
Εκεί που η ζωή τσαλακώνεται όμορφα
Αποζητά έντονα την ησυχία και αποφεύγει κάθε είδους κοσμικότητες. Είναι αφοπλιστικά ειλικρινής και δεν διστάζει να ξεδιπλωθεί στην παρόρμηση μιας αδέσποτης στιγμής. Κάπως έτσι, μια πρόβα στην Πλάκα μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα οδηγεί τις ρόδες του αυτοκινήτου σ’ ένα υπόγειο πάρκινγκ. Το κομμάτι «Πάρε τα χνάρια μου» γλιστράει από τα χείλη τους σαν προσευχή. Ο αντίλαλος του υπογείου φέρνει τον ήχο ψηλά. Ένα σωρό περαστικοί στέκονται στην είσοδο και έχουν μείνει ακίνητοι να ρουφάνε σαν σφουγγάρι όλη τη μαγεία τούτης της μελωδικής συνάντησης των δυο τους.
Στο τοπίο της προσωπικής του ζωής έχει περάσει από δύο γάμους και έχει αποκτήσει έναν γιο και μια κόρη. Ο γιος του μάλιστα ακολουθεί τα χνάρια του μιας και είναι ερμηνευτής ενώ έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν σε μια καθαρά οικογενειακή υπόθεση. Ο Αντώνης Βαρδής είναι μια πολύ ξεχωριστή φιγούρα στο ελληνικό πεντάγραμμο με το δικό του προσωπικό στίγμα στα μουσικά τεκταινόμενα. Η αξιοπρέπεια μαζί με την υπερηφάνια διατρέχουν την καλλιτεχνική και ανθρώπινη υποστασή του όλα αυτά τα χρόνια, έχοντας απωλέσει τον κίνδυνο της λάγνας έπαρσης. Αυτά τον καθιστούν νικητή σε ένα στοίχημα με όλες τις μοιραίες στροφές της διαδρομής του. Δημιουργεί με το βλέμμα στραμμένο στην ανατολή. Περιμένει την αυγή. Επιτέλους, ξημερώνει στου κόσμου όλου τις καρδιές..Είναι ένα φως απαλό σαν χάδι πάνω στα πρόσωπά μας αλλά αρκετά δυνατό για να διώξει το σκοτάδι…