Αμερική, του Φραντς Κάφκα
Το 1912 ο Φραντς Κάφκα αρχίζει να συνθέτει το πρώτο εκτενές μυθιστόρημά του, το οποίο, όπως και τα δύο που θα ακολουθήσουν, Η Δίκη και Ο Πύργος, θα μείνουν ανολοκλήρωτα και ανέκδοτα μέχρι το τέλος της ζωής του (1924). Το έργο αυτό εκτυλίσσεται στην Αμερική και πληροφορίες από τις επιστολές προς τη μνηστή του, Φελίσε Μπάουερ, αναφέρουν πως σκόπευε να το ονομάσει Ο αγνοούμενος (Der Verschollene). Μετά τον θάνατο του Κάφκα, ο στενός φίλος του συγγραφέα, Μαξ Μπροντ, όχι μόνο δεν εκτέλεσε την επιθυμία του να το κάψει, όπως και όλα τα γραπτά του, αλλά πήρε και την πρωτοβουλία να το εκδώσει και να το ονοματοδοτήσει. Έτσι, προέκυψε η Αμερική (Amerika), η οποία στην ελληνική της μετάφραση κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νησίδες σε απόλυτα πιστή μετάφραση του Βασίλη Τομανά (Ιούνιος 2016).
Η ιστορία παρουσιάζει την περιπέτεια του δεκαεξάχρονου Γερμανού μετανάστη Κάρλ Ρόσμαν στην Αμερική των αρχών του προηγούμενου αιώνα, ο οποίος εξαναγκάζεται από τους γονείς του να φύγει για την Αμερική μετά την σκανδαλώδη αποκάλυψη της ανάρμοστης σχέσης του με μια μεγαλύτερη υπηρέτρια. Από το υλικό του Κάφκα διασώθηκαν εννέα κεφάλαια, από τα οποία το πρώτο, με τον τίτλο Ο θερμαστής, εκδόθηκε αργότερα ως αυτοτελές διήγημα.
Το πρώτο αυτό μυθιστόρημα του Κάφκα ίσως να εκπλήρωσε την επιθυμία του για μακρινά ταξίδια, την οποία δεν πραγματοποίησε ποτέ. Δεν ταξίδεψε ποτέ στην Αμερική. Η εικόνα που είχε για την χώρα προήλθε διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του Βενιαμίν Φραγκλίνου, ταξιδιωτικά βιβλία, ρεπορτάζ εφημερίδων και ακούγοντας διηγήσεις συγγενών και φίλων του που είχαν μεταναστεύσει. Για τούτο και το μυθιστόρημα δεν βασίζεται σε ρεαλιστικές περιγραφές της αμερικανικής γης. Επί παραδείγματι, και με μια ανάγκη κατάδειξης της αμερικανικής ισχύος ο Κάφκα περιγράφει το άγαλμα της Ελευθερίας να φέρει στο χέρι σπαθί:
“Το χέρι της με το σπαθί ήταν υψωμένο, λες και το είχε μόλις σηκώσει, και γύρω της φυσούσαν ελεύθεροι αέρηδες”.
Παρόλα αυτά, η Αμερική παραμένει το πιο ρεαλιστικό από τα υπόλοιπα δύο μυθιστορήματά του. Κύριος άξονας του βιβλίου αποδεικνύονται οι περιπέτειες του μικρού Καρλ, σε μια προσπάθεια του Κάφκα να διασκευάσει τον Ντέιβιντ Κόπερφηλντ με διαφορετικές αποχρώσεις.
“Η πρόθεσή μου ήταν, όπως βλέπω τώρα, να γράψω ένα μυθιστόρημα με τον τρόπο του Ντίκενς, το οποίο να εμπλουτίζεται με τα πιο έντονα στοιχεία που θα μπορούσα να δανειστώ από τη σύγχρονη εποχή μας, καθώς και με τα ωχρά που θα έβρισκα στο δικό μου εσωτερικό.”
Τα χαρακτηριστικά μοτίβα της πεζογραφίας του Κάφκα, διακρίνονται ήδη σε αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα. Το έντονα καταπιεστικό περιβάλλον και η εμπλοκή του πρωταγωνιστή σε αλλόκοτες καταστάσεις γίνονται εμφανέστατα στην Αμερική. Ο νεαρός Καρλ, ένα ανήμπορο αγόρι που προσπαθεί να ξαναρχίσει τη ζωή του σε μια ξένη χώρα, πέφτει συνεχώς θύμα μιας κυριαρχικής εξουσίας προσωποποιημένης άλλοτε στη μορφή του θείου, άλλοτε στου Ντελαμάρς και του Ρόμπινσον, άλλοτε του μαιτρ του ξενοδοχείου και άλλοτε στης Μπρουνέλντας.
Όπως ακριβώς ο Κ. στον Πύργο και ο Γιόζεφ Κ. στη Δίκη, έτσι και ο Καρλ αβοήθητος εμφανίζει έλλειψη ενός σαφούς σχεδίου δράσης για να αποδράσει από τη λαβυρινθώδη κατάσταση και τιμωρείται συνεχώς, ενώ δεν διέπραξε κάποια αξιόποινη πράξη. Η σκηνή στο θυρωρείο του δαιδαλώδους Occidental με τους θυρωρούς να μιλάνε μηχανικά και απρόσωπα μια ακατάληπτη γλώσσα στους θαμώνες που ζητούν πληροφορίες δεν είναι παρά ένας προπομπός της ατέρμονης γραφειοκρατίας του Πύργου, ενώ ο πειθαρχικός έλεγχος του Καρλ στο γραφείο του μαιτρ ντ’ οτέλ για την εγκατάλειψη της θέσης του θυμίζει έντονα την ανηλεή δίωξη της Δίκης με τον νεαρό να παραδέχεται πως
“είναι αδύνατον να υπερασπιστείς τον εαυτό σου όταν δεν υπάρχει καλοπιστία”.
Αναζητώντας, εντούτοις, την υποδήλωση του καφκακικού στοιχείου στο μυθιστόρημα δεν πρέπει να παραβλέψουμε μια επιπλέον χαρακτηριστική ιδιότητα, τον σαρκασμό που λανθάνει στη γραφή του. Αν υπερβεί κάποιος τον μονοδιάστατο τρόπο ανάγνωσης, αναγνωρίζει ότι η Αμερική μπορεί να διαβαστεί και ως μια ιδιότροπη μαύρη κωμωδία γεμάτη από ευτράπελα γεγονότα και αλλόκοτους χαρακτήρες (βλ. Θερμαστή, Ρόμπινσον, Μπρουνέλντα) που λειτουργούν αντισταθμιστικά και ανακουφιστικά στο αγχωτικά διαμορφωμένο σκηνικό. Υπό αυτό το πρίσμα το βιβλίο θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει το σενάριο για μια ταινία των αδερφών Κοέν.
Ας μην ξεχνάμε, τέλος, ότι η Αμερική αποτελεί το μοναδικό μυθιστόρημα στο οποίο ο Κάφκα επιφύλασσε ένα ευχάριστο τέλος. Κάτι τέτοιο προμηνύεται στο τελευταίο, και πιο σουρεαλιστικό από όλα, κεφάλαιο, όπου ο νεαρός ήρωας έμελλε να αποκτήσει δουλειά στο “Θέατρο της Οκλαχόμα”, να επανασυνδεθεί με τους γονείς του και ανακτήσει την πολυπόθητη ελευθερία του. Μολονότι ψηλάφισε όμως τη λύτρωση, ο Κάφκα δεν βρήκε τα κατάλληλα λόγια για να την ολοκληρώσει, σαν κάτι αδιόρατο να τον εμπόδιζε να εκφράσει μια αισιόδοξη πλευρά της ζωής.