Alberto Giacometti – Εναλλακτική Γλυπτική

Συντάκτης: Μαρτίνα Δημοπούλου

Η Γλυπτική ήταν, είναι και θα είναι ένα αναπόσπαστο και θαυμαστό κομμάτι της τέχνης. Ο θεατής στέκεται περισσότερη ώρα κοιτώντας ένα άγαλμα επειδή του δίνεται η δυνατότητα να το εξετάσει από όποια γωνία θέλει. Με αυτόν τον τρόπο, ο καλλιτέχνης καταφέρνει κατά μία έννοια να κάνει το χρόνο μέρος του έργου του. Αυτή η αμεσότητα των τριών διαστάσεων είναι που κάνει το θεατή να ταυτίζεται περισσότερο με τα γλυπτά. Τι γίνεται όμως όταν το γλυπτό είναι κάθε άλλο παρά ρεαλιστικό; Μπορεί ο θεατής να το κατανοήσει; Θα το προσπεράσει ή θα του κεντρίσει περισσότερο την περιέργεια; Τα γλυπτά του Alberto Giacometti κατάφεραν να αντέξουν μέσα στο χρόνο, να κάνουν τους θεατές να σκέφτονται και να ταυτίζονται με τα μηνύματα που θέλει να περάσει. Παρά την απλοϊκότητα των δημιουργιών του, έχουν ίση, αν όχι εντονότερη αύρα από πολλά διάσημα κλασσικά αγάλματα που έχουν μείνει στην ιστορία.

Ο Ελβετός Alberto Giacometti γεννήθηκε στις 10 Οκτωβρίου του 1901 στο Borgonovo στην Stampa της Ιταλίας και πέθανε στης 11 Ιανουαρίου του 1966 στην πατρίδα του. Φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Γενεύης και παρατηρώντας την τέχνη του μπορεί να θεωρηθεί ακόλουθος του Σουρεαλισμού, του Φορμαλισμού, του Εξπρεσιονισμού και του Κυβισμού. Αρχικά, ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένος από την Ελβετική ζωή και νοοτροπία μέχρι που το 1922 μετακομίζει στο Παρίσι όπου επικεντρώνεται στη ζωγραφική φιγούρων με μολύβι. Η κυβιστική του περίοδος διήρκησε τέσσερα χρόνια, από το 1925 μέχρι το 1929 οπού είναι εμφανής η επιρροή του από καλλιτέχνες όπως ο Picasso. Εκείνη την περίοδο δημιουργεί μία σειρά από επίπεδα γλυπτά που είναι επηρεασμένα από την προελληνική, κυκλαδική τέχνη. Hκαθετότητα, η γεωμετρία και η απλοϊκότητα των έργων του είναι τα χαρακτηριστικά που θέτουν τα θεμέλια για τη Σουρεαλιστική εποχή του, που ακολούθησε από το 1930 έως το 1935.

Η μετάβατική περίοδός του, όπου ο ίδιος και η τέχνη του ωριμάζουν ξεκινάει το 1932 και κρατάει μέχρι το 1939. Τότε βγαίνει στην επιφάνεια το ιδιαίτερο στυλ στα γλυπτά του για τα οποία είναι περισσότερο γνωστός.

Οι γυναικείες φιγούρες είναι συνήθως ακίνητες ενώ οι άντρες περπατούν. Στην πλειοψηφία τους οι φιγούρες του είναι πολύ μεγάλες, σχεδόν σε φυσικό μέγεθος ή και ψηλότερες αλλά πολύ πιο αδύνατες. Τα υλικά που προτιμά ο καλλιτέχνης είναι ο μπρούτζος και ο γύψος ενώ το άσπρο, το καφέ, το γκρι και γενικά τα σκούρα χρώματα είναι αυτά που χρησιμοποιεί περισσότερο, σε σημείο που ακόμα και το άσπρο είναι πολύ πιο σκοτεινό από όσο θα περίμενε κανείς. Η επιφάνεια των αγαλμάτων του δεν είναι λεία αλλά τραχιά, τα πέλματα είναι δυσανάλογα μεγάλα, ενώ δε δίνει καμία σημασία στις λεπτομέρειες των προσώπων τους, μειώνοντας έτσι τη σημασία των χαρακτηριστικών τους. Ο Giacomettiαποφεύγει επίσης τις καμπύλες, ενισχύοντας τη δύναμη της γραμμής. Οι φιγούρες του δεν έχουν μύες και μοιάζουν σαν να είναι φτιαγμένα από λάσπη που λιώνει. Ο Giacomettiεπέλεγε να τις φτιάχνει μόνες τους ή σε ομάδες που άλλοτε αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον γύρω τους ή καθόλου ούτε καν μεταξύ τους.

Όπως φαίνεται στις φωτογραφίες, και ιδιαίτερα σε αυτή που απεικονίζει τον Άντρα Που Περπατάει Ι, οι στάσεις των αγαλμάτων είναι πολύ άβολες και οι κινήσεις τους αφύσικες, καθώς μέσα από την κίνηση που του έχει αποδοθεί, ο Άνδρας που Περπατάει Ι, σκύβει προς το δάπεδο. Οι γυναίκες μπορεί απλά να στέκονται και να φαίνεται πως οι άνδρες έχουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, όμως ταυτόχρονα οι άντρες φαίνονται να είναι καταδικασμένοι να μην μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο παρά να περπατούν έτσι. Τα κεφάλια τους δεν έχουν καμία πλαστικότητα. Παρ’ όλο που μιλάμε για αγάλματα, τα χαρακτηρίζει μια μετωπικότητα κάτι που αυτομάτως τα κάνει κατά κάποιο τρόπο ενοχλητικά. Σαν ενοχλητικές παρουσίες βασανισμένων κατάδικων που περιβάλλουν ένα χώρο και προκαλούν τους θεατές να τις κοιτάξουν, να τις ακούσουν και να τις λυπηθούν, ή ακόμα και να δουν το είδωλό τους μέσα στην ουδετερότητα των προσώπων τους.

Είναι προφανές οτι η μιζέρια και ο πεσιμισμός είναι δύο από τα πιο εμφανή θέματα με τα οποία ασχολείται ο Giacometti σε αυτά του τα έργα. Οι γυναίκες και οι άντρες των γλυπτών του, είτε κινούνται είτε όχι έχουν ένα ακόμα κοινό: μοιάζουν να πηγαίνουν προς τα πάνω σαν αερικά, ενώ τα βαριά πόδια τους, τους κρατάνε στη γη. Μία τάση φυγής είτε προς το θάνατο είτε προς μια γενικότερη αλλαγή που όμως είναι αδύνατη. Ακόμα και ο θάνατος θα ήταν λύτρωση για τα αγάλματα του Giacometti κάτι που όμως δε θα μπορέσουν ποτέ να φτάσουν. Οι αδύναμοι άνθρωποι του Giacometti μοιάζουν με σκιές ή φαντάσματα που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει και που μάχονται ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο σε ένα εφιαλτικό περιβάλλον γεμάτο από υπαρξιστικά ερωτήματα και φόβο για τη ζωή.

Τα συναισθήματά τους φαίνονται μέσα από την εξωτερίκευση του τρόπου που βλέπουν τη ζωή. Ακόμα και η τραχιά επιφάνειά τους μαρτυρά τις σκέψεις τους. Σε οποιοδήποτε περιβάλλον κι αν βρίσκονται, αυτές οι φιγούρες κρατούν τη σημασία τους για τον απλούστατο λόγο οτι θα μπορούσαν να υπάρχουν οπουδήποτε.

Σε αυτή την εξπρεσιονιστική και ταυτόχρονα σουρεαλιστική δουλειά του Alberto Giacometti, τα σώματα δεν ψάχνουν για διέξοδο αλλά κυνηγημένα από τη ζωή περιμένουν υπομονετικά για μια λύση που η ζωή δε θα τους φέρει. Ο Giacometti κατάφερε με αυτά τα τόσο ξεχωριστά αγάλματά του να αποτυπώσει τα ακριβή του συναισθήματα καθώς είχε προβλήματα με την καρδιά του και υπέφερε από χρόνια βρογχίτιδα, ενώ θεματικά καλύπτει και συνοψίζει την επίδραση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την μεταπολεμική κατάθλιψη που μάστιζε το δυτικό κόσμο.

Τα γλυπτά του Giacometti επηρέασαν και επηρεάστηκαν από τον Pablo Picasso, που και ο ίδιος εστίασε σε ξύλινες φιγούρες σε μία από τις πολλές φάσεις που πέρασε ως καλλιτέχνης. Επίσης, στη σουρεαλιστική περίοδο του Picasso, μπορεί κανείς να διακρίνει ομοιότητες στις παραμορφωμένες φιγούρες που ζωγράφιζε. Το 1959 ο Giacometti βρίσκει το δικό του μοναδικό τρόπο να απεικονίσει την πραγματικότητα. Μετά από όλον αυτόν τον πεσιμισμό που ίσως προέρχεται από την υπερβολική ανάλυση που ασκείται στα έργα του θα ήταν καλό να επισημάνω κάτι που ο ίδιος είχε πει και που κάνει όλες τις θεωρίες να μοιάζουν απλά θεωρίες και το στυλ του απλά εναλλακτικό. ‘‘Πάντα ενοχλούμαι από αυτά τα τεράστια γλυπτά που ακόμα και πέντε δυνατοί άντρες δεν μπορούν να σηκώσουν. Ενοχλούμαι γιατί ένας απλός άνθρωπος στο δρόμο δε ζυγίζει τίποτα, όπως και να ‘χει είναι πολύ πιο ελαφρύς από ότι θα ήταν νεκρός ή αναίσθητος. Ισορροπεί στα πόδια του. Δε νιώθεις το βάρος του. Αυτό είναι που υποσυνείδητα ήθελα να δείξω διυλίζοντας τις σιλουέτες αυτές: αυτήν την ελαφρότητα.’’

Συντάκτης: Μαρτίνα Δημοπούλου,

Influence:

Η Μαρτίνα Δημοπούλου εξειδικεύεται σε θέματα Τέχνης…