Άκης Πάνου, ένας λαϊκός φιλόσοφος στον πυρετό της μουσικής
Γέννημα θρέμμα μιας εποχής αξιακών φαινομένων με το δικό του προσωπικό κώδικα τιμής και αντίληψης, η αμφιλεγόμενη και ιδιότροπη φιγούρα του Άκη Πάνου πάλευε να οριοθετήσει ένα σταθερό βάδισμα στην κινούμενη άμμο μιας παράταιρης εποχής, όπου υπερίσχυαν οι καρικατούρες της υποκριτικής και ανέμελης υποκουλτούρας. Είναι ο χαρισματικός δημιουργός περίπου 200 λαϊκών τραγουδιών, τα οποία έχουν κερδίσει για πάντα τη μάχη με το χρόνο, αναδεικνύοντας μια τρυφερή ψυχή, την οποία όμως αντιμαχόταν αιωνιώς μια συντηρητική λογική και σκέψη, που όταν ξεδιπλωνόταν ανατρίχιαζε και το πιο σκληρό συνομιλητή. Αυτοδίδακτος και με σπάνιο ταλέντο μας προίκισε με μερικά από τα διαχρονικότερα κομμάτια της ελληνικής μουσικής, δείγμα μιας παρακαταθήκης που είναι αδύνατον να την αγγίξει κανείς. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε πει για εκείνον «Μόνο με το τραγούδι του “Η ζωή μου όλη” έκοψε πολλά κεφάλια, ανέβηκε ψηλά.».
Μαθημένος στις κακουχίες
Ο Άκης Πάνου γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1933 στα Πατήσια. Μετακόμισαν στην Καλλιθέα. Μεγάλωσε σε μια πολυμελή οικογένεια με τέσσερα ακόμα αδέρφια μέσα σε αυστηρό περιβάλλον με μια στρατιωτική «δεξιόστροφη» λογική από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν διαχειριστής της βασιλικής φρουράς. Σε μια γειτονιά στου Χαροκόπου μεγαλωνόντας πλάι στους Πόντιους και στην παράδοσή τους, ο μικρός Άκης πάει κατηχητικό, μαθαίνει πολλά στους προσκόπους, ενώ σε ηλικία 9 ετών ξέρει να παίζει μαντολίνο. Στα 12 του χρόνια μένουν πια στις Τζιτζιφιές και αυτός αράζει στην παραλία ξενυχτώντας με ρεμπέτικα που φτάνουν στ’ αυτιά του από τα ταβερνάκια της περιοχής. Οι ανάποδοι καιροί τον αναγκάζουν να σταματήσει το σχολείο, φτάνοντας ως το δημοτικό και μπαίνοντας στη βιοπάλη αλλάζοντας γύρω στις 20 δουλειές. Ταυτόχρονα, μυείται στον κόσμο της μουσικής από τον αδερφό του, Ευάγγελο.
Τις εικόνες από το περιβόλι του παππού του που βρισκόταν δίπλα στο σπίτι τους στου Χαροκόπου γεμάτο από συκιές και κατσίκια, τα φθαρμένα ρούχα που φορούσε ως παιδί και τα ανύπαρκτα παπούτσια που έκαναν στα πόδια του πληγές, διαδέχεται η Φρεγάδα του Λάσκου και η παρουσία του Πάνου εκεί που παίζει κιθάρα μαζί με τον αδερφό του, ενώ η αδερφή του τραγουδούσε. Το ατύχημα που συμβαίνει στον αδερφό του το 1950 στην οδό Θησέως διακόπτει απότομα την πορεία του, σημαδεύοντας τη νεανική ψυχή του Πάνου για πάντα. Είχε πει: «Κόπηκε η ζωή μου στα δυο. Ο Ευάγγελος ήταν και δάσκαλός μου και πατέρας μου και όλα.». Τότε, γνωρίζοντας το Λουκά Νταράλα (πατέρας του Γιώργου Νταλάρα) και άλλους περιπλάνιεται σε διάφορα μαγαζιά δουλεύοντας ως μουσικός και κάπως έτσι απαλύνει τον πόνο της απουσίας του αδερφού του.
Σε ηλικία 17 χρόνων φεύγει από το σπίτι και παντρεύεται τη πρώτη του γυναίκα Δήμητρα. Το 1958 γίνεται ο πιο περιζήτητος οργανοποιός, κουβαλώντας ένα σπάνιο μεράκι μιας και είναι ο πρώτος που προσθέτει διακοσμητικές φιγούρες ενταγμένες σε μια μουσική αναπαράσταση που δίνει άλλο χρώμα στα όργανα. Αυτή είναι και η πρώτη χρονιά που συνθέτει και ηχογραφεί δύο τραγούδια σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη με τίτλο «Το παιδί μου απόψε πίνει» και «Μια βραδιά καταραμένη» και είναι και η τελευταία χρονιά που εμφανίζεται σε κέντρο.
«Τα όνειρά του ύφανε με πόνο, χωρίς αναπνοή..»
Το 1963 ο Μίκης Θεοδωράκης θα πάει να δει από κοντά αυτά τα μπουζούκια με τον εκπληκτικό ήχο, για τα οποία μιλούν όλοι και με τα οποία «κάνουν αγγέλους» οι Λάκης Καρνέζης και Κώστας Παπαδόπουλος. Ήταν και τα δύο δημιούργημα του Πάνου. Την επόμενη χρονιά μια λάθος κίνηση και το σκαρπέλο που κρατά στο ένα του χέρι μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου καρφώνεται στο αριστερό, με αποτέλεσμα να πάθουν σοβαρη ζημιά οι νευρικές απολήξεις. Κάνει εγχείρηση χωρίς νάρκωση, για να καυχηθεί δικαίως λίγο μετά: «Έχω νικήσει για πάντα το σωματικό πόνο.». Τούτη η κακιά στιγμή γίνεται η αιτία για να αποσυρθεί από τη δουλειά του μουσικού και να ανθίσoυν μέσα του ο συνθέτης και ο στιχουργός.
Με βαθιά και άμεση σκέψη που γλιστράει απάνω σε προσωπικά του βιώματα ξεκινά μια άκρως παραγωγική περίοδος γεμάτη από σπουδαίες συνεργασίες με Στέλιο Καζαντζίδη, Γιώτα Λύδια, Στράτο Διονυσίου, Βίκυ Μοσχολιού και πολλούς άλλους. Υπήρξε πολύ επιλεκτικός και δύσκολος συνεργάτης, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν. Διατηρώντας πάντα τη θέση του πως τα λόγια είναι «το φαί» και η μουσική «η σάλτσα», χρησιμοποιεί πλούσιο λεξιλόγιο και μας εντάσσει μ’ έναν τρόπο αριστοτεχνικό σε έννοιες απλές αλλά ταυτόχρονα μεγάλες. Με αφορμή την χρήση παράξενων υλικών, όπως έβενος, όστρακο και άλλα για τις διάφορες κατασκευές του εκτός των οργάνων, είχε πει: «Ηδονίζομαι, όταν παλεύω με σκληρά υλικά, ένα από αυτά είναι και η γλώσσα.». Τα λόγια του κρύβουν μέσα τους μουσική πριν ακόμα τη βάλει και οδηγούν πάντα με μαθηματική ακρίβεια στο ακαθόριστο ρου της προσωπικής μας ιστορίας. Ο Γιώργος Μαργαρίτης έχει πει για εκείνον: « Τα τραγούδια του ερμηνευτικά θέλουν μαγκιά και κότσια. Έχουν πάντα στο τέλος και «μια φάπα».».
Εξουσιαστής του έμμετρου λόγου
Παίρνει τον πόνο «αγκαζέ» και μας θέτει απέναντι από τα πραγματικά μας προβλήματα μέσα από μοιραίες κραυγές και κραυγαλέες σιωπές. Μεταπηδάει με μαεστρία από το ειδικό στο γενικό χρησιμοποιώντας ορολογία και έννοιες διφορούμενες που καταλήγουν να αφορούν όλους μας, όπως στον τρελό που φτιάχνει ένα κόσμο δικό του και παλεύει να βρει εκεί αυτό που η ζωή δεν του έδωσε, κάνοντάς μας να ταυτιζόμαστε με το απωθημένο και το απραγματοποίητο όνειρο που όλους λίγο ή πολύ μας έχει πάρει στο κατόπι. Ύστερα, έρχεται η πιο μεγάλη ώρα που στο θολωμένο του μυαλό ο κόσμος είναι μια σταλιά, τον τριγυρίζουν κάτι σκιές απ’ τα παλιά και κάποιο πάθος του τρελό. Δεν θέλει τη συμπόνια κανενός παρά μόναχα μας προτρέπει να τον κοιτάξουμε στα μάτια σαν τη παράνομη αγάπη που ‘χε κάποτε και να μας πει «Χωρίς αυτήν ποτέ μου, ποτέ μου δεν θα μπορούσα να ζήσω..».
Έχοντας την αντίληψη ότι το λαϊκό τραγούδι δεν πρέπει να μαγαρίζεται από πρέπει και θεωρίες, θέλησε να αφήσει την πολιτική έξω από αυτό. Ωστόσο, το 1967 έγραψε το περίφημο «Θα κλείσω τα μάτια», το οποίο ερμήνευσε ο Μπιθικώτσης και εξαιτίας των στίχων του που είχαν σαφή επιρροή από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, «Δεν ήρθανε, για μας τα καλοκαίρια και έγιν’ η ζωή τόσο βαριά..», δυστυχώς 15 ημέρες μετά την κυκλοφορία του, αποσύρθηκε. Ο Πάνου αναγκάστηκε να αλλάξει τους στίχους μετατρέποντάς το σε ένα υπέροχο ερωτικό κομμάτι. Ιδιαίτερος και πρωτότυπος γράφει και κάποια τραγούδια που ονομάζονται συγκομμένα μιας και κόβει τις τελευταίες τους συλλαβές από τις λέξεις, χωρίς όμως να αλλοιώνεται το νόημα του κειμένου. «Δεν προσκυ ποτέ κανε/λένε όχι λέω ναι/ στην κρεμα έχω ανε/ με κηδε και ζωντανε..» και «Εφτά νομά δυστυχισμέ / σ’ ένα δωμά φυλακισμέ/ δικαίως αγανακτισμέ και με τα πάντα αηδιασμέ..» αντανακλούν την αυστηρή αναρχική σκέψη ενός αυταρχικού και καταβάθως συντηρητικού ανθρώπου που είχε τη δική του σημειολογία, προκειμένου να εξηγήσει, να μοιραστεί και ίσως να λύσει το γόρδιο δεσμό της ανθρώπινης φύσης που στέκεται στα σαθρά θεμέλια της σκοπιμότητας για ίδιον όφελος.
Ήταν μια ανυπότακτη ψυχή σαν ένα άγριο άλογο που δεν βρέθηκε ποτέ ο αναβάτης που θα το τιθασεύσει. Υπήρξε αγωνιστής μεγάλος, αντιμαχόμενος ως και με το θάνατο, όταν σε κάποια εγχείρηση στην Αμερική η καρδιά του σταματά να χτυπά για τέσσερα ολόκληρα λεπτά και εκείνος κοιτώντάς τον υποτιμητικά, έτσι απλά, μετά από ηλεκτροσόκ, επανέρχεται στη ζωή. Έζησε πάντοτε στο κόκκινο με αμέτρητα πάθη και αδυναμίες, τα οποία παρεισέφρησαν τόσο στη δημιουργία του όσο και στη προσωπική του ζωή. Συζεί για πολλά χρόνια με τη δεύτερη συζυγό του, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά και παντρεύονται το 1993. Ήδη από το 1986 ζει μόνιμα με την οικογένειά του στην Ξάνθη.
Το 1997 είναι η πιο δύσκολη στιγμή του, από την οποία δυστυχώς κρίθηκε το τέλος μιας βασανισμένης διαδρομής. Μετά από άπειρες συγκρουσιακές στιγμές με την κόρη του Ελευθερία, στην οποία είχε υπερβολική αδυναμία (είχε σκαλίσει το πρόσωπό της στο πίσω μέρος του μπουζουκιού του), εξαιτίας της σχέσης που διατηρούσε με το Σωτήρη Γιαλαμά, τον οποίο δεν ενέκρινε, το μοιραίο δεν άργησε να συμβεί. Σε μια άτυχη συνάντηση των δύο, η χρήση του όπλου για εκφοβισμό και ο εξοστρακισμός της σφαίρας στοίχιζουν τη ζωή του Γιαλαμά και τον ισόβιο εγκλεισμό του Πάνου στη φυλακή. Ο ίδιος τότε είχε πει στο δικαστήριο: «Δεν μετανόησα, γιατί δεν εννόησα, πώς σκότωσα το Γιαλαμά.». Και εδώ, ξεδιπλώνεται ο προφητικός δημιουργός, όταν κάποτε έγραφε «άλλο εξομολόγηση και άλλο απαντήσεις» στο κομμάτι «Θέλω να τα πω». Πριν ακόμα το δικαστήριο τον κρίνει ένοχο και χωρίς να του αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό, απευθυνόμενος στο δικηγόρο του, είπε: «Πριν από κάποιους εγώ τον Άκη Πάνου τον έχω δικάσει και τον έχω καταδικάσει ισόβια. Μην κουράζεσαι.». Πολύ σύντομα του διαγνώσκεται καρκίνος και όταν το μαθαίνει λέει: «Την έκανα λαχείο». Ήταν η λυτρωτική σκέψη για το στερνό κακό που του έλαχε να ζήσει, η οποία επιβεβαίωνε για μια ακόμη φορά το τραγικό μεγαλείο ενός μυστήριου ανθρώπου και ενός πολύ σημαντικού καλλιτέχνη. Έφυγε από τη ζωή στις 7 Απριλίου του 2000.
Σαν τα ψηλά βουνά με τις βαθιές χαράδρες
Ήταν ένας εκρηκτικός και ανεξάρτητος χαρακτήρας που έκανε πάντα αυτό που πίστευε ανεξαρτήτως του κόστους, κρύβοντας όμως μια τρυφερότητα αλλιώτικη σαν αυτή που τον έκανε να βρίσκεται πλάι στο Μάρκο Βαμβακάρη, τον οποίο τόσο θαύμαζε, όταν έσβηνε το καντήλι του. Ήταν ο τελευταίος που τον τάισε, χειρονομία που έκανε τον Βαμβακάρη να του δώσει το μπουζούκι του, το οποίο όμως ο Πάνου προτίμησε να αφήσει στην οικογένειά του. Σαν ένας μοναχικός λύκος που σεργιανίζει στο δάσος ο Πάνου άλλοτε στη γύρα και άλλοτε στην απομόνωση, ήταν όσο έπρεπε περιθωριακός και όσο έπρεπε αλήτης. Κάνοντας συλλήψεις υπέροχες με το μυαλό του μπορούσε να καθυποτάξει το λόγο και τις νότες μαγεύοντας τον ακροατή, όπως εκείνο το Πάσχα που μπλέχτηκαν οι ήχοι της κιθάρας του διάσημου συνθέτη Nick Gravenites με τις πενιές του Πάνου σε μια απίστευτη πανδαισία ηχοχρωμάτων.
Με ισχυρούς ανέμους πολλών μποφώρ να φυσάνε στο μυαλό του, ο Άκης Πάνου μπήκε στο τραγούδι με συγκλονιστικό τρόπο και κατάφερε να συγκινεί διαχρονικά με δημιουργίες ατόφιες, χωρίς μπαλώματα. Ήταν μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που άφησε βαθιά πατημασιά στο χώμα της ελληνικής μουσικής. Τώρα, σε κάποια ταβέρνα σαν αυτή του Κορυδαλλού έχει στήσει χορό μαζί με το Στέλιο Καζαντζίδη σε μια επίγεια ευτυχία στα στέκια του ουρανού, σαν την τελευταία τους συνάντηση το Φεβρουάριο του 1999, λίγο πριν αποχωρήσουν και οι δυο από τη ζωή. Ήταν ένα τυχαίο συναπάντημα, ενώ ο Πάνου είχε συνοδεία αστυνομικών, όταν οι δυο φίλοι, κάτω από την ανοχή και την κατανόηση των ενστόλων, αγκαλιάστηκαν στη μέση του δρόμου και τα είπαν για τελευταία φορά σε ένα αξέχαστο γλέντι.
Ο Πάνου με τα σκαμμένα μάγουλα και το δειλό χαμόγελο, ξεκίνησε από ψηλά, για να φτάσει χαμηλά και να γυρίσει στις στέρεες βάσεις. Ήταν από τους τελευταίους εθελοντές ρεμπέτες. Σ’ ένα φοβερό κρεσέντο βούτηξε στις αμαρτίες του, μερώνοντας και εξαγνίζοντας τον καημό του μέσα από τον πυρετό της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Έφτασε στο τέρμα, χωρίς να έχει νιώσει μικρός, πάλεψε, πέθανε, πέρασε, μα δεν είναι νεκρός..