Καθημερινά προβλήματα στην κουζίνα ή το νοικοκυριό σας; Μην αγχώνεστε υπάρχουν λύσεις. Ίσως είναι και η σημαντικότερη προίκα που αφήνουν …
Το γλυκό της μαμάς
Είμαι βέβαιος ότι ο καθένας από εμάς έχει να διηγηθεί μια ιστορία από τα παιδικά του χρόνια για το κρυμμένο γλυκό της μαμάς. Η σπιτική παρασκευή γλυκών κουταλιού συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όμως εκείνη την εποχή ήταν κανόνας για όλα τα σπίτια.
Βλέπεις, το γλυκό αυτό ήταν το πιο φτηνό, συνηθισμένο και καλοδεχούμενο κέρασμα για όλους τους «ξένους», όπως έλεγαν τους επισκέπτες. Έδινε στην νοικοκυρά και την ευκαιρία να επιδείξει την αξιοσύνη της σε αυτόν τον τομέα ζαχαροπλαστικής. Το σερβίριζαν στο ειδικό, γυάλινο πιατάκι με ένα ποτήρι νερό και συχνά με ελληνικό καφέ. Όχι, δεν συνηθιζόταν τότε ως επιδόρπιο ανακατεμένο με γιαούρτι, ειδικά στις ταβέρνες, όπως σήμερα.
Την αγάπη που είχα μικρός για τα γλυκά την πλήρωσα τότε με δυσάρεστο τρόπο. Είχα πάει στο σπίτι του κολλητού μου, του Τάσου, όπου η μητέρα του, η κυρά-Βικτωρία, ξέροντας την αδυναμία μου, έσπευσε να με τρατάρει το νέο της ζαχαροπλαστικό δημιούργημα. Είδα όμως με έκπληξη στο πιατάκι δύο απροσδιόριστα μακρουλά πράγματα, που όπως μου εξήγησε, όταν απορημένος την ρώτησα, ήσαν…μελιτζανάκια!
Πάγωσα. Τις μελιτζάνες τις σιχαινόμουν, όπως όλα τα παιδιά (αργότερα τις λάτρεψα). Δεν τις έτρωγα για φαγητό, θα τις έτρωγα γλυκό; Ποια διεστραμμένη φαντασία σκέφτηκε να πάρει ένα ζαρζαβατικό που δεν είχε ούτε γλύκα ούτε άρωμα, όπως τα φρούτα, και να το κάνει γλυκό; Τότε ας κάνουν γλυκό και τις μπάμιες, τα σέσκουλα και τα μπρόκολα, που έχουν και βιταμίνη C! Για να μην την προσβάλω όμως, έσφιξα την καρδιά, έβαλα στο στόμα μου το ένα μελιτζανάκι, του έδωσα μια δαγκωνιά και…το κατάπια, με μια γουλιά νερό. Το ίδιο και το δεύτερο. Το χειρότερο όμως δεν είχε έλθει ακόμη. Όταν με ρώτησε πώς μου φάνηκε και της είπα «υπέροχο, γεια στα χέρια σας» (όπως οι καλοί μου τρόποι υπαγόρευαν) μου σερβίρισε και…δεύτερο, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες μου τις οποίες εξέλαβε σαν εκδήλωση ντροπαλοσύνης! Έκτοτε, παρότι πέρασαν εξήντα χρόνια, κάθε φορά που νιώθω δυσπεψία νομίζω ότι προσπαθώ ακόμη να χωνέψω εκείνα τα μελιτζανάκια…
Την…εκδίκησή μου όμως για την κυρά-Βικτωρία την πήρα μέσω του γιου της, του Τάσου, γλυκατζή σαν κι εμένα. Όταν εκείνη άνοιξε με το κλειδί την ντουλάπα όπου είχε κρύψει το γλυκό κυδώνι, διαπίστωσε με έκπληξη ότι το βάζο ήταν άδειο! Τι είχε συμβεί; Ο φίλος μου είχε βρει τον τρόπο να ανοίγει όποτε ήθελε την ντουλάπα ξεβιδώνοντας το πίσω καπάκι της!
Προσωπικό περιστατικό: έπαιζα ανέμελος στη γειτονιά όταν με φώναξε η μητέρα μου να με ρωτήσει συγχυσμένη πού είχε κρύψει το γλυκό, για να κεράσει μια ξαδέλφη της, που είχε έλθει σπίτι. Βλέπεις, η καημένη, άλλαζε κάθε φορά κρυψώνα, αφού πάντα την ανακάλυπτα, και δεν θυμόταν την τελευταία! Φυσικά, την ήξερα, της την είπα και την έβγαλα ασπροπρόσωπη! Οι δυο προηγούμενες ιστορίες επαληθεύουν αυτό που λένε για τους κακοποιούς: βρίσκονται πάντα ένα βήμα μπροστά από τους αστυνομικούς!
Κάθε νοικοκυρά είχε την εξειδίκευσή της σε ένα ή περισσότερα γλυκά. Το πιο συνηθισμένο και δημοφιλές ήταν το κυδώνι. Κάθε φθινόπωρο ο ειδικός τρίφτης έπιανε φωτιά· ήταν μεγάλος με ξύλινο πλαίσιο και μεγάλες τρύπες για να βγάνει χοντροκομμένη η τριμμένη σάρκα ώστε το γλυκό να γίνεται τραγανό και «να πιάνει στο δόντι». Παράγωγό του ήταν το κυδωνόπαστο, σε μορφή μαλακιάς πλάκας. Μου άρεσε να βλέπω εκείνη τα υποκίτρινα τρίμματα να παίρνουν, βράζοντας με την ζάχαρη, ένα υπέροχο πορτοκαλί χρώμα. Η μητέρα μου προσέθετε αρμπαρόριζα, κόβοντας φυλλαράκια από τον κηπάκο της αυλής μας, που έδιναν στο γλυκό εξαιρετικό άρωμα. Η γιαγιά μου τότε έλεγε ένα σμυρναίικο στιχάκι «αρμπαρόριζα, να σε όριζα / κι απ’ τον γιαβουκλού σου να σε χώριζα», όπου «γιαβουκλούς» είναι ο ερωμένος.
Σήμερα η γυναίκα μου φτιάχνει κυδώνι αλλά δεν μπορώ να βρω πουθενά εκείνο τον παλιό τρίφτη κυδωνιού.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι Κυδωνίες (το σημερινό Αϊβαλί), στα τουρκικά παράλια απέναντι από την Λέσβο, πήραν το όνομά τους από τις άφθονες κυδωνιές που καλλιεργούσαν εκεί και εξήγαγαν τα κυδώνια στον υπόλοιπο κόσμο, πράγμα που φανερώνει την μεγάλη δημοφιλία του.
Φθινοπωρινό γλυκό ήταν και το σταφύλι· κυρίως σουλτανίνα, που δεν είχε κουκούτσι, όπως και η φράουλα, της οποίας έβγαζαν τα κουκούτσια ψαρεύοντάς τα με τσιμπιδάκι μαλλιών. Τον χειμώνα ήταν η σειρά του χοντρόφλουδου πορτοκαλιού, με ή χωρίς την σάρκα του, μόνο η φλούδα δεμένη με κλωστή.
Ωραίο γλυκό γίνονταν και δύο άλλα εσπεριδοειδή, το περγαμόντο και το νεραντζάκι, που ήθελε ειδική επεξεργασία για να φύγει η πικρίλα και να μείνει το υπέροχο άρωμά του.
Τον Ιούνιο ερχόταν ο άλλος βασιλιάς του γλυκού, το βύσσινο, από το οποίο έβγαζαν το κουκούτσι με μια φουρκέτα μαλλιών, αφού δεν υπήρχε το σημερινό ειδικό εργαλείο. Από το ζουμί του γινόταν η βυσσινάδα, δροσιστική το καλοκαίρι ανακατεμένη με παγωμένο νερό. Από λιασμένα βύσσινα και κονιάκ έφτιαχναν λικέρ. Για κάποιο περίεργο λόγο έχουμε την έκφραση «να λείπει το βύσσινο», ενώ πιο λογικό θα ήταν να λέγαμε «να λείπει το μελιτζανάκι!».
Η φαντασία μόνο μπορεί να περιορίσει την ποικιλία των γλυκών του κουταλιού: καρπούζι, καρυδάκι, λεμόνι, λεμονανθός, συκαλάκι, κεράσι, κουμκουάτ, κολοκύθα, βερίκοκο, κάστανο, τριαντάφυλλο και πολλά άλλα. Α, να μην ξεχάσω και το μελιτζανάκι (μπλιάχ!)
Το γλυκό κουταλιού, εκτός από τα σπίτια, σερβιριζόταν και στα καφενεία. Ανάμεσα στα είδη του αναρτημένου τιμοκατάλογου τους, γραμμένου με κιμωλία (καφές, τέιον κλπ) περιλαμβανόταν απαρεγκλίτως και το γλυκό κουταλιού.
Αλήθεια, γιατί τα γλυκά αυτά ήσαν τόσο δημοφιλή τότε; Όπως είπαμε και προηγουμένως, ο πρώτιστος λόγος ήταν το χαμηλό κόστος της πρώτης ύλης, καθότι στην χώρα μας τα φρούτα ήσαν φθηνά. Ο χρόνος που απαιτούσε η παρασκευή τους ήταν διαθέσιμος αφού οι περισσότερες γυναίκες δεν εργάζονταν εκτός σπιτιού, σύμφωνα με τα ειωθότα της εποχής.
Η παράδοση του σπιτικού γλυκού του κουταλιού συνεχίζει και σήμερα, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό αφού η πολυάσχολη νοικοκυρά βρίσκει παντού έτοιμα βάζα προς πώληση. Στην εποχή μας έχει προστεθεί ένας ακόμη παράγων υπέρ του: η έλλειψη λιπαρών και η σχετικά μικρή ποσότητα θερμίδων που περιέχει σε σύγκριση με άλλα γλυκά.
Από την άλλη, έπαψε να είναι η μεγαλύτερη λιχουδιά των παιδιών, αφού η αγορά είναι πλημμυρισμένη με σοκοφρέτες και λοιπά ζαχαρώδη βιομηχανικά προϊόντα που διαφημίζει η τηλεόραση. Έτσι εξαφανίστηκε το είδος των μικρών διαρρηκτών που ευδοκιμούσε τότε…