Γιάννης Πάριος, οι ερωτικές ερμηνείες μέσα στο μουσικό πάθος
«Σου έφερα έναν τραγουδιστή του έρωτα για τα επόμενα 30 χρόνια.». Αυτή ήταν η ακριβής περιγραφή του Γιώργου Κατσαρού στον Μάκη Μάτσα συστήνοντάς του τον Γιάννη Πάριο, τον ερμηνευτή που σε κάθε του εμφάνιση «ιδρώνει τη φανέλα», καταθέτοντας ατόφιο κομμάτι της ψυχής του. Τραγουδάει και μοιάζει με ένα αεροπλάνο που μπαίνει σε σύννεφο έτοιμο για καταιγίδα, αναταράσσεται, στροβιλίζεται αλλά δεν δίνει εντολή για προσγείωση, βγαίνει πάντα ασφαλής μέσα από αυτό, κερδίζοντας ολοένα και μεγαλύτερο ύψος. Έτσι τρυπώνει σε κάθε τραγούδι που φέρνει στα χείλη του, βιώνοντας αυτό ακριβώς που λέει. Δεν είναι ο σκηνοθέτης αλλά ο πρωταγωνιστής μιας ιστορίας που το πέρας της φτάνει μέσα σε λίγα λεπτά, καταφέρνοντας να ενώσει μαγικά τις καρδιές όσων τον ακούνε με ένα κοινό παρονομάστη, την αγάπη στη ζωή μας.
Λευκά όνειρα
Ο Γιάννης Βαρθακούρης, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου το 1946 στην Πάρο. Μεγάλωσε φτωχικά αλλά ευτυχισμένα, σε μια καλλίφωνη και μεγάλη οικογένεια με τέσσερα ακόμα αδέρφια. Είδε από νωρίς το δύσκολο αλλά τόσο αληθινό πρόσωπο της ζωής, αυτό που προσφέρει την ουσιαστική χαρά του παιδιού που φοράει επιτέλους τα παπούτσια που τόσο καιρό λαχταρούσε να αγοράσει και που ανήμερα των Φώτων μάζευε χρήματα με τα κάλαντα παλεύοντας να συγκεντρώσει 15 δραχμές, για να πάρει ένα τόπι. Το παιδί αυτό έγινε ο έφηβος που έχοντας ανακαλύψει από νωρίς το χάρισμα της φωνής του, όταν κάποτε οι φίλοι του γκρίνιαζαν που τραγουδούσε, τους είπε: «Βρε εσείς, ακούστε με τώρα τζάμπα, γιατί κάποια εποχή θα πληρώνετε, για να με ακούσετε.».
Ολοκληρώνοντας τις μαθητικές του υποχρεώσεις έρχεται στην Αθήνα, προκειμένου να σπουδάσει ιατρική. Μια πρόσκαιρη δουλειά με σκοπό την επιβίωση στο ξενοδοχείο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την Νεράϊδα, στάθηκε η ευτυχής συγκυρία που τον οδήγησε στη γνωριμία του με τον μαέστρο της ορχήστρας, Κώστα Κλάββα. Ξεκινά μαθήματα στη σχολή του, στην οποία έκανε μάθημα και ο Γιώργος Κατσαρός. Την ημέρα που παρακολούθησε για πρώτη φορά το μάθημά του, κρατώντας με παράξενη τόλμη στίχους στο χέρι, ήταν ο μοναδικός από όλους που ερμήνευσε αμέσως σωστά κάποιο τραγούδι που τους έπαιξε ο Κατσαρός στο πιάνο. Αυτό ήταν και το εισιτήριό του για την αεροπορική πτήση της μουσικής που αρχικά τον προσγείωσε στο σπίτι του μεγάλου συνθέτη κι λίγες μέρες αργότερα στον Μάκη Μάτσα, ο οποίος τον βάφτισε Πάριο λόγω καταγωγής. Ήταν η μέρα που ο ίδιος όταν γύρισε σπίτι του, είπε στη μάνα του: «Μάνα, πέτυχα».
Μια αέρινη πορεία τυλιγμένη σε μετάξι
Ξεκινά να κάνει κάνει τα πρώτα του βήματα, πλάι σε σπουδαίους ανθρώπους, όταν το χαρτί της στρατολογικής κατάταξης τον σταματά για λίγο, μέχρι να επιστρέψει και να συνεχίσει με την ίδια και ακόμα μεγαλύτερη φόρα. Η πρώτη ηχογράφηση σε δισκάκι 45στροφών καταγράφεται το 1969 με το τραγούδι «Ράγισε ο καθρέφτης». Ξεκινάει να τραγουδάει σε νυχτερινά μαγαζιά και δύο χρόνια αργότερα με τη βοήθεια του Γιώργου Μητσάκη ηχογραφεί «Της μοίρας το παιχνίδι», το οποίο και κάνει αμέσως επιτυχία. Οι πρώτες εμφανίσεις στα κέντρα είναι δύσκολες και συνοδεύονται από μνήμες ιδιαίτερες, όπως η πρεμιέρα στη Νεράιδα, όπου ο νεαρός τότε ερμηνευτής φορούσε ένα κοστούμι που του είχε δώσει ο μαέστρος, μιας και ο ίδιος δεν είχε χρήματα για να αγοράσει. Η πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά τοποθετείται το 1974 με το δίσκο «Πού θα πάει πού» με συνθέσεις και στίχους διαφόρων δημιουργών.
Μέχρι και σήμερα έχει συνεργαστεί με εξαιρετικούς συνθέτες όπως οι Γιάννης Σπανός, Απόστολος Καλδάρας, Σταύρος Ξαρχάκος, Σταμάτης Σπανουδάκης, Νίκος Ιγνατιάδης και πολλοί ακόμα. Μας έχει περάσει στην απέναντι όχθη δίνοντας ζωή στους στίχους πολύ σημαντικών στιχουργών όπως οι Λευτέρης Παπαδόπουλος, Πυθαγόρας, Μάνος Ελευθερίου και άλλοι. Δίσκος σταθμός υπήρξαν τα «Νησιώτικα» στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όπου ο Πάριος δίνει ώθηση σ’ αυτό το είδος τραγουδιού καθιερώνοντας το προσωπικό του στίγμα με τις ολοζώντανες ερμηνείες του, τις οποίες ο κόσμος αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή.
Έχει συμπράξει επι σκηνής με όλους τους μεγάλους Έλληνες καλλιτέχνες όπως οι Γιώργος Νταλάρας, Χάρις Αλεξίου, Μαρινέλλα, Δήμητρα Γαλάνη, Γρηγόρης Μπιθικώτσης και πολλοί ακόμα. Ιδιαίτερη αίσθηση έκανε η συγκινητική συναυλία-αφιέρωμα στο Μίκη Θεοδωράκη, στο Λυκαβηττό, το 2000, όπου για πρώτη φορά ο Πάριος ερμήνευσε υπέροχα θρυλικά κομμάτια που έχουν μπει στις ελληνικές καρδιές, σημάδια ανεξίτηλα του ζωντανού πολιτισμού μας.
«Το να τραγουδάω καλύπτει τα πάντα. Ξέρω τι θα πάθαινα, αν δεν τραγουδούσα,
θα έσκαγα σαν μπαλόνι.»
Με αναρίθμητες επιτυχίες στο ενεργητικό του και με την μεγάλη σε έκταση φωνή του καθώς και την ιδιαίτερη χροιά φυσάει σαν μελτέμι θαλασσινό που μυρίζει ιώδιο στα πρόσωπά μας και μας φέρνει μια γυροβολιά, για να μας παρασύρει σε ταξίδια μαγικά που μας βγάζουν πότε στην αγαπημένη του Πάρο και πότε στην καρδιά του κόσμου. Βάζει φωτιά στα σύνορα της γης την αυγή, τότε που γλυκοχαράζει, ψάχνει να βρει την αγαπημένη του που έχασε και πλανιέται παντού γύρω του. Απορεί με την καρδιά του που αντέχει να πονά, όμως διάλεξε την τύχη του κι αυτό που τώρα λαχταρά είναι να του δώσει λίγο ουρανό και να τον πάρει μαζί στο πέταγμά της, για να τον μάθει να πετά και να μην έχει ανάγκη τα φτερά της.
Φοράει τ’ άσπρα του, για να μας πάρει από το χέρι να χορέψουμε μαζί του πλάι στην κοπέλα που μοιάζει σαν λυγαριά και τον έχει σαϊτεμένο και ύστερα να τραγουδήσουμε όλοι μαζί «Ντάρι, ντάρι στο γιαλό πετούν οι γλάροι». Γεμάτος πάθος και ορμή, με μιαν υπερβολή που του επιτρέπεται απόλυτα, σαν την πιο μύχια και βαθιά σκέψη του ερωτευμένου, μας δηλώνει απερίφραστα, πώς στο κάτω στο κάτω της γραφής αξίζει να καταστραφείς και ως το θάνατο να πας για μια γυναίκα που αγαπάς.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης τον είχε χαρακτηρίσει ως το μεγαλύτερο ερωτικό τραγουδιστή που κατέκτησε την Ελλάδα. Όταν ερμηνεύει, βάζει το μαχαίρι στη πληγή και το στριφογυρνά επάνω της μέχρι να την κλείσει, γιατί είναι αυτός ο τρόπος του να επουλώσει τις πληγές. Ματώνει μέσα σ’ έναν διαρκή πόλεμο που είναι ο έρωτας, για να μπορεί να κατακτήσει την ειρήνη. Αυτή είναι η μόνη ειρήνη που μπορεί να επέλθει μέσα από τη διαδικασία της μάχης. Ταυτόχρονα, διαθέτει την τεχνική που απαιτείται για την ερμηνεία των τραγουδιών αλλά και την τέχνη μαζί με τα βιώματα, προκειμένου η αναπνόη του να γαργαλίσει το αυτί μας και οι λέξεις να γρατζουνήσουν την ψυχή μας, σε μια ιστορία αληθινή και όχι ψεύτικη. Ο Γιάννης Σπανός είχε δηλώσει πως ο Πάριος έβαλε ακόμα περισσότερο ερωτισμό στα τραγούδια του. Ο Γιώργος Νταλάρας κάποια στιγμή είχε πει για εκείνον: «Ο Γιάννης Πάριος είναι ένας σπάνιος τραγουδιστής. Η φύση τον προίκισε με μια ξεχωριστή φωνή με τεράστιες δυνατότητες και μια σχεδόν υπερφυσική αντοχή… Είναι γνώστης και σπουδαίος τεχνίτης-ιδιότητες δυσεύρετες στην εποχή μας»
«Όλο το πέλαγος δικό μας. Χτίσε όπου θες τα όνειρά σου». Αυτή ήταν η προτροπή του πατέρα του σε εκείνον, όταν ήταν ακόμα παιδί. Εκείνος μεγάλωσε και έσκισε τον ορίζοντα, πέρασε στην απέναντι όχθη, για να ανακαλύψει όλα τα παράξενα που έχει η ζωή και για να αγγίξει τους ανθρώπους, άλλοτε με το χέρι κι άλλοτε με τη φωνή του. Ως ανήσυχη καλλιτεχνική φύση που βρίθει συναισθημάτων δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από το χώρο της δημιουργίας τόσο στους στίχους όσο και στη σύνθεση.
Το πρώτο του τραγούδι ήταν το 1976 με τίτλο «Θα σε καρτερώ». Έχει γράψει τραγούδια που έχει ερμηνεύσει ο ίδιος όπως «Αν είναι δυνατόν», «Και σου το φώναζα θα φύγω» και πολλά ακόμα αλλά έχει δώσει τραγούδια του και σε άλλους ερμηνευτές (πχ. «Τα πήρες όλα κι έφυγες»). Ξεχωρίζει ιδιαίτερα το «Πιο καλή η μοναξιά», κομμάτι που τη μουσική έγραψε ο γιος του Χάρης σε ηλικία 11 χρόνων , τους στίχους ο ίδιος και το ερμήνευσαν μαζί σε ένα συγκινητικό μπλέξιμο των ηχοχρωμάτων από τις φωνές τους.
Σε όλα τα κομμάτια του στάζει ιδρώτας και δάκρυα χαράς ή λύπης από πραγματικές καταστάσεις αληθινών ερώτων που πάλιωσαν αλλά δεν τέλειωσαν. Είναι οι έρωτες που σε μια σύγκρουση μετωπική διαλύθηκαν, αλλά ακόμα καπνίζουν από τη φωτιά μετά το ατύχημα. Κάπως έτσι έγραψε το «Τόσα γράμματα» μπροστά στα σκαλιά του σπιτιού του στην Πάρο. Εν μια νυκτί και χωρίς την παραμικρή μουτζούρα να σκιάζει το χαρτί βγήκε αβίαστα το κομμάτι που ερμήνευσε η Αλεξίου «Τώρα κι εγώ θα ζήσω», σαν λύτρωση από μια περίεργη μετάβαση που ο ίδιος πάλευε να κάνει εκείνη την περίοδο της ζωής του. Από τα δυνατότερα κομμάτια που ταράζουν την ψυχή του πάντα όταν το ακούει είναι το τραγούδι που έγραψε για τον χαμό πατέρα του. Το γνωρίσαμε με τη φωνή του Τόλη Βοσκόπουλου αρχικά κι ύστερα με τη δική του και είχε τίτλο «Καρδιά μου μόνη». Ήταν η έντονη αίσθηση της απώλειας που τον έσπρωξε να το γράψει βγάζοντας μια κραυγή για το χαμένο γυρισμό του πατέρα του.
Στην προσωπική του ζωή έκανε δύο γάμους από τους οποίους απέκτησε 4 παιδιά. Με το πρώτο του γιο, Χάρη έχουν συνευρεθεί μουσικά με κομμάτια που έτυχαν μεγάλης αποδοχής από τον κόσμο, όπως «Ανήμερα του έρωτα» και άλλα. Ο Πάριος είναι μια προσωπικότητα απολύτως γεμάτη, με πάθος για τη ζωή και με αδυναμία στο νησί του και στο τραγούδι. Ο ίδιος έχει πει πώς το σπίτι του στη Πάρο το κοιτάζει πάντα με την πλάτη, γιατί αυτό που δεν θέλει να του πάρουν ποτέ είναι το απέραντο γαλάζιο. Αγαπά τη μουσική και παραδίνεται σ’ αυτήν χωρίς όρους και όρια. Μοιράζεται μαζί μας τα αδιόρθωτα κομμάτια του εαυτού του σε μια απόπειρα να τα ενώσει.
Αφοσιωμένος στην τέχνη του, δεν έκανε ποτέ δημόσιες σχέσεις, γι’ αυτό και είχε την τόλμη να αρνηθεί καπότε πρόσκληση από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (τον πρεσβύτερο), ανήμερα της γιορτής του. Ο Πάριος μέσα σε 40 χρόνια διαδρομής κατάφερε να ανέβει στην κορύφη του βουνού, έχοντας την ευκαιρία να μείνει εκεί πάνω αλλά προτίμησε να στέκεται διακριτικά και σεμνά πάντα στην πεδιάδα και να την κοιτάζει από εκεί. Είναι αυτή η κρυμμένη φωνή που κάθε φορά που ερωτευόμαστε, που αγαπάμε και πονάμε ξεπηδάει από μέσα μας και μας λέει «Για πάντα μαζί, σ’ αυτό τ’ ανηφόρι που λέμε ζωή…». Μόνο αν είμαστε μαζί, θα χαμογελάμε, όταν τα δύσκολα μας επισκεφθούν. Γιατί το μοίρασμα είναι το κλειδί που ανοίγει την πόρτα της ζωής…