“Να ζει κανείς ή να μη ζει;”
Το θέατρο χωρά πολλές αναλύσεις ως προς τη χρησιμότητα της ύπαρξής του χιλιάδες χρόνια τώρα. Απ’ την αρχαία Αθήνα ως τα σήμερα όμως έπαιρνε το ρόλο της αντίστασης, σε κάθε λογής καταπίεση, ειπωμένη απ’ τα χείλη των ηθοποιών. Το «Να ζει κανείς ή να μη ζει;», η θεατρική μεταφορά της κινηματογραφικής ταινίας to be or not to be (1984), με τον ανεπανάληπτο Μελ Μπρούκς, ανάβει φωτιές. Το πηγαίο χιούμορ του κειμένου βάζει τα πράματα στη θέση τους. Ως τις 29 Απρίλη στο Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη συνεχίζονται οι παραστάσεις, με τον κόσμο να δακρύζει απ’ τα γέλια. Ωστόσο δεν κρατάς μονάχα τα γέλια, αλλά και τον προβληματισμό που οφείλει να σου χαρίζει απλόχερα το τίμιο θέατρο.
Βρισκόμαστε στα 1939, ο Χίτλερ είναι προ των πυλών της Πολωνίας. Πιο συγκεκριμένα, παρακολουθούμε τη ζωή των ηθοποιών ενός θεάτρου στη Βαρσοβία. Εκείνη, η κομψή, ψηλή φιγούρα ονομάζεται Άννα Μπρόνσκυ (Κάτια Δανδουλάκη), εκείνος, ο σύζυγός της «Ο μεγαλύτερος Πολωνός ηθοποιός» (Παύλος Χαϊκάλης). Στη μέση μπαίνει ο υποσμηναγός Αντρέι Σομπίνσκι (Γιάννης Τσιμιτσέλης), θαυμαστής της κυρίας Μπρόνσκυ. Τις στέλνει καθημερινά λουλούδια στα καμαρίνια της. Ύστερα ο υποσμηναγός που κάθεται «στην τρίτη σειρά, θέση 7» βρίσκει ευκαιρία στην 10λεπτή άθλια ερμηνεία του συζύγου της ως Άμλετ και μπουκάρει στα καμαρίνια εκδηλώνοντας τον έρωτά του για την κυρία Μπρόνσκυ. Γοητευμένη, ενδίδει στον γοητευτικό υποσμηναγό «Έχει κάτι χειλάκια και κάτι ματάκια..»
Η αρμάδα των Χιτλερικών επιτίθενται στη Πολωνία. «Άννα, πρέπει να παρουσιαστώ, πάω να πολεμήσω.». Τρεις μήνες αργότερα και αφού πια η Πολωνία ανήκει στους Ναζί γυρνά πίσω. Οι θεατρίνοι τραγουδούν Μάρλεν Ντίντριχτ και η γκεστάπο στέκεται κάπου παράμερα και «τα ξέρει όλα». Μέσα από μια σειρά παρεξηγήσεων η κατάσκοπος Κοκολίνσκι (Χριστίνα Τσάφου) υποπτεύεται την κυρία Μπρόνσκυ ως αντιστασιακή. Θα θελήσει να απευθύνει το λόγο στον στρατηγό Έρντχαρτ (Τάσος Κωστής) δίνοντάς του τη λίστα ονομάτων των εχθρών του Ναζισμού, μέσα στην οποία είναι και η Μπρόνσκυ.
Τότε ηγετικό ρόλο αναλαμβάνει το θέατρο το οποίο βγαίνει στους δρόμους της Βαρσοβίας θέλοντας να διορθώσει την αδικία με όποιο μέσο του διατίθεται. Φανταχτερά ρούχα, τακούνια, μακιγιάζ, μουστάκια, μπορούν να σε μετατρέψουν ανά πάσα στιγμή σε κυρία Κοκολίνσκι, σε συνταγματάρχη των SS, ακόμη και σε Χίτλερ.
Οι Παύλος Χαϊκάλης και Κάτια Δανδουλάκη, πραγματικοί υποκριτικοί γίγαντες δίνουν απίστευτη ενέργεια στο καθετί. Ο μεν Χαϊκάλης μόνο που βλέπεις την σπιρτάδα του βλέμματός του σκάζεις μεμιάς σε γέλια. Απ’ την άλλη ο Γιάννης Τσιμιτσέλης, εργάτης της υποκριτικής, δείχνει ικανός να φέρει εις πέρας οτιδήποτε του ζητηθεί επί σκηνής. Η σκηνοθεσία ευφάνταστη, με την περιστρεφόμενη σκηνή να μοιάζει με καρουζέλ, που αντί για άλογα τρέχουν ασθμαίνοντας οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους.
Δυο ώρες χρειάστηκε για να αντιληφθεί κάποιος τη χρησιμότητα του θεάτρου εν γένει. Περιλαμβάνεται στους εξής στίχους με τους οποίους μας αποχαιρετούν οι ηθοποιοί πριν το κλείσιμο της παράστασης: «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» η απάντηση δόθηκε ως εξής «Να ζει και ν’ αγαπάει και όταν στερεύει η ζωή στο θέατρο να πάει».