Όταν ζεις σε μια χώρα που έχει υποφέρει πολλά και ακόμα ανασαίνει, είναι λογικό να το πάρεις πάνω σου. Φυσικά …
Σοφία Βέμπο: Η γυναίκα – σύμβολο που εμψύχωσε τον ελληνικό λαό με το τραγούδι της
Μια γυναίκα σύμβολο κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που κατάφερε με το τραγούδι της να εμψυχώσει ολόκληρο τον ελληνικό λαό, να δώσει δύναμη σε όσους έμειναν πίσω, αλλά και σε όσους πολεμούσαν για την ελευθερία της πατρίδας, δεν είναι άλλη από τη Σοφία Βέμπο.
Σοφία Βέμπο, ένα όνομα – σύμβολο μιας εποχής δύσκολης για την πατρίδα. Μιας εποχής κατά την οποία τα παιδιά της Ελλάδας έπρεπε με αγώνα και αίμα να υπερασπιστούν την μακραίωνη Ιστορία του τόπου, την Ελευθερία και την Δημοκρατία σε Ελλάδα και Ευρώπη. Σε αυτή την δύσκολη εποχή η Σοφία Βέμπο έδωσε αγωνιστικό παρόν. Δεν φυγομάχησε, αλλά, πολέμησε. Δεν κρύφτηκε, αλλά αγωνίστηκε για την Ελλάδα και για ολόκληρο τον κόσμο.
Η Σοφία γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Το 1914 βίωσε την ανταλλαγή των πληθυσμών όπου μέσω Κωνσταντινούπολης έφθασε στην Τσαριτσάνη της Λάρισας, το χωριό του πατέρα της και από εκεί στο Βόλο, για να δουλέψουν οι γονείς της ως καπνεργάτες. Τελειώνοντας το γυμνάσιο, άρχισε να δουλεύει για να βοηθήσει οικονομικά τους γονείς της και τα τρία αδέλφια της.
Τον Σεπτέμβριο του 1933 ο αδελφός της Γιώργος πήγε στην Θεσσαλονίκη για σπουδές και για δουλειά. Επειδή δεν είχαν νέα του η Σοφία με την κιθάρα της πήρε το πλοίο της γραμμής για να πάει στην Θεσσαλονίκη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού άρχισε να παίζει την κιθάρα της και να τραγουδά. Οι επιβάτες ενθουσιάστηκαν και την χειροκροτούσαν. Τότε την πλησίασε ο καλοντυμένος κύριος Κωνσταντίνος Τσίμπας, ο οποίος της πρότεινε να ασχοληθεί με το τραγούδι. Με τη σύμφωνη γνώμη του αδελφού της Γεωργίου δέχεται την πρόταση και υπογράφει το πρώτο της συμβόλαιο.
Στις 13 Οκτωβρίου 1933, η Βέμπο κάνει την πρώτη της δημόσια εμφάνιση ως τραγουδίστρια, η οποία καταχειροκροτήθηκε. Στη συνέχεια ο Τσίμπας, ο οποίος ήταν άνθρωπος που ασχολούνταν με την εύρεση εργασίας σε καλλιτέχνες, έπεισε Αθηναίους επιχειρηματίες του χώρου να προσλάβουν τη Σοφία.
Υπέγραψε συμβόλαιο με τον θεατρικό επιχειρηματία του θεάτρου «ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ» Φώτη Σαμαρτζή με μηνιαίο μισθό 14.000 δραχμές τον μήνα, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή. Η Βέμπο ζήτησε από Λόλα Βώττη, τη μουσικοσυνθέτρια του θεάτρου, να της γράψει ένα τσιγγάνικο τραγούδι. Έτσι δημιουργήθηκε το πρώτο της τραγούδι το «Όμορφη Τσιγγάνα». Στις 25 Οκτωβρίου 1933 πραγματοποιείται η πρεμιέρα της θεατρικής παράστασης και το τραγούδι της Σοφίας ενθουσιάζει το κοινό, το οποίο την αναγκάζει να το τραγουδήσει 4 φορές. Η Βέμπο από την αφάνεια έρχεται στην επιφάνεια.
Η δισκογραφική εταιρεία Columbia ενδιαφέρθηκε να συνεργαστεί μαζί της για το τραγούδι “Μη ζητάς φιλιά” των Ντ’ Αντζελίς – Πωλ Νορ, όμως ο καλλιτεχνικός διευθυντής της εταιρείας ήταν ανένδοτος με αποτέλεσμα το τραγούδι να κυκλοφορήσει από την PARLOPHONE, το οποίο σημείωσε τεράστια επιτυχία. Μετά από αυτό ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Columbia επισκέφθηκε την Σοφία και υπέγραψαν συμβόλαιο συνεργασίας, το οποίο η Βέμπο τήρησε μέχρι το τέλος της ζωής της. Η περίοδος 1933 – 1940 είναι πολύ καλή περίοδος για την Σοφία τραγουδώντας μεγάλες και αξέχαστες επιτυχίες.
Η έλευση του 1940 βρίσκει την Σοφία στην πρώτη γραμμή. Προσπαθεί να διασκεδάσει τον ανήσυχο λαό με τραγούδια και θεατρικές παραστάσεις, οι οποίες σημειώνουν επιτυχία.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ώρα 10:00 π. μ. ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών διακόπτει το πρόγραμμά του και ο εκφωνητής μεταδίδει το πρώτο έκτακτο ανακοινωθέν του Γενικού Ελληνικού Στρατηγείου. Ο Κώστας Σταυρόπουλος, εκφωνεί ΕΚΤΑΚΤΟΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ. Το γλέντι του πολέμου αρχίζει, όλος ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους αποφασισμένος να υπερασπιστεί τα πάτρια εδάφη, την Ελευθερία του, την Δημοκρατία και την Ορθοδοξία.
Όλος ο Λαός-μια γροθιά ενωμένος απέναντι στον εισβολέα. Τα θέατρα αλλάζουν τα προγράμματά τους και ανεβάζουν επιθεωρήσεις για να εμψυχώσουν τους φαντάρους που πολεμούν, τη μάνα που έδωσε την ευχή της στο γιο της να πάει στο μέτωπο, την σύζυγο η οποία ξεπροβόδησε το σύζυγο για το πεδίο της μάχης υπέρ πατρίδας και ελευθερίας. Όλοι δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους. Όπως έλεγε ο Αλέκος Σακελάριος, πρωταγωνίστρια ήταν η Σοφία Βέμπο.
Όταν η Βέμπο πληροφορήθηκε ότι ο Μίμης Τραϊφόρος γράφει ωραίους στίχους του ζήτησε να γράψει ένα τραγούδι πάνω στη μουσική της «Ζέχρα» του Μ. Σουγιούλ. Πράγματι ο Τραϊφόρος κατά την διάρκεια της θεατρικής παράστασης έγραψε το τραγούδι «Της Ελλάδος τα παιδιά». Το τραγούδι αυτό ήταν η αιτία να αγαπηθούνε και μετά από χρόνια, το 1957, να παντρευτούνε. Διαβάζοντας το τραγούδι η Βέμπο θεώρησε ότι οι τελευταίοι στίχοι ήταν σκληροί και ο Τραϊφόρος τους άλλαξε. Οι στίχοι λέγανε «Αν δεν΄ρθήτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ». Οι στίχοι αυτοί έγιναν «Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά». Το ίδιο βράδυ η Σοφία το τραγουδά μέσα από το χαρτί. Το κοινό ενθουσιάζεται. Παραληρεί. Γεννιέται μια τεράστια επιτυχία. Μια βόμβα ενθουσιασμού και πατριωτισμού. Ο μαχόμενος ελληνισμός αντλεί δύναμη και κουράγιο. Τονωτική ένεση ελληνικότητας και πατριωτισμού. Το θέατρο κάθε βράδυ είναι ασφυκτικά γεμάτο. Οι μισές εισπράξεις της βραδιάς διατίθενται για τον εθνικό αγώνα.
Κάθε βράδυ η Βέμπο με τον Μένιο Μανωλιτσάκη στο ακορντεόν και τη Μαρίκα Κοτοπούλη, που την παρουσίαζε, γυρίζουν όλα τα θέατρα διακόπτοντας την παράσταση, προκειμένου να μαζέψουν χρήματα για το σύλλογο “Η Φανέλα του Στρατιώτη”.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών την κάλεσε και της ζήτησε συνεργασία παραχωρώντας της μια ώρα την ημέρα να τραγουδά ζωντανά με το συγκρότημά της. Έτσι η Βέμπο δημιούργησε μια μικρή ορχήστρα με τον Μοσχούτη στο πιάνο, Μένιο Μανωλιτσάκη στο ακορντεόν και Αβατάγγελο στο βιολί, τον Τραϊφόρο κονφερασιέ και την αδελφή της Αλίκη.
Με αυτή τη μικρή ορχήστρα γύριζε κάθε μέρα από νοσοκομείο σε νοσοκομείο για να ψυχαγωγεί τους τραυματίες που επέστρεφαν από το μέτωπο. Οι Γερμανοί μπήκαν στην έρημη Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1941, ενώ η Βέμπο τραγουδούσε ζωντανά από το ραδιοφωνικό σταθμό του Ζάππειου. Κάποια στιγμή το τραγούδι της σταμάτησε και η φωνή του εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου ακούστηκε βροντώδης να μεταδίδει το τελευταίο μήνυμα. Η Βέμπο γίνεται στόχος των Ιταλογερμανών. Ήταν λογικό και αναμενόμενο. Ήταν η φωνή της πραγματικής εθνικής αντίστασης.
Ένα βράδυ καθώς γύριζε στο σπίτι της, σε μια μπλε πολυκατοικία στα Εξάρχεια, την γρονθοκόπησαν, τη φυλάκισαν στις φυλακές Αβέρωφ και της αφαίρεσαν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, βέβαια κάποια στιγμή αργότερα της την επέστρεψαν. Μπήκαν στη δισκογραφική εταιρεία Columbia και κατέστρεψαν όλες τις μήτρες των τραγουδιών της. Η εταιρεία έκλεισε, αλλά επαναλειτούργησε μετά την κατοχή.
Επειδή η ζωή της κινδύνευε, οργανώθηκε η απόδρασή της στη Μ. Ανατολή, εκεί που δημιουργήθηκε ο πυρήνας μιας ελεύθερης Ελλάδας, από τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες με αρχηγό τον ταγματάρχη Ι. Τσιγάντε σε συνεργασία με τον Άγγελο Έβερτ (διοικητή της Ασφάλειας Αθηνών, πατέρα του Μιλτιάδη Έβερτ) και το Αγγλικό Επιτελείο Μέσης Ανατολής. Μαζί της φυγαδεύτηκε και ο αδελφός της Γεώργιος.
Έτσι στις 8 Οκτωβρίου 1942, η Σοφία μαζί με τον αδελφό της, φορώντας παλιόρουχα, μπήκαν σ’ ένα καΐκι στην Κύμη Ευβοίας και φυγαδεύτηκαν στη Μέση Ανατολή. Είναι ντυμένη καλογριά κι έχει πλαστή ταυτότητα με τ’ όνομα Σοφία Βαμβέτσου. Ύστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι, που κρατάει σχεδόν ένα μήνα, φθάνουν στα παράλια της Τουρκίας και συνεχίζουν για Συρία (Χαλέπι, Δαμασκό) Παλαιστίνη, Αίγυπτο.
Ο αντίλαλος των τραγουδιών της Βέμπο, γεμάτα Ελλάδα και πατριωτισμό, μεταφέρθηκε από τα ελληνικά βουνά στην Μέση Ανατολή. Διασκέδαζε και εμψύχωνε τους Έλληνες φαντάρους και τους συμμάχους. Πάνω σ’ ένα τζιπ διέσχιζε αποστάσεις κι ερήμους κάνοντας αμέτρητες φορές τον γύρο της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Η λέξη «κούραση» δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό της.
Οι προσφορές της για τη “Νίκη” στη Μ. Ανατολή (“Εθνικός Κήρυξ” Ν. Υόρκης, Σάββατο 3 Μαΐου 1947), υπολογίστηκαν σε 20.000 λίρες, ποσό τεράστιο για εκείνη την εποχή. Πρόσφερε συνέχεια, σε οικογένειες φαντάρων, σε θύματα κατοχής, σε ανάπηρους πολέμου, σε ορφανοτροφεία (Σπετσοπούλειο, Κανισκάρειο) σε πρόσφυγες, στον Ερυθρό Σταυρό. Έως το Φεβρουάριο του 1946, λοιπόν ήταν στην Αίγυπτο.
Όταν ο πόλεμος τελείωσε πια, η Βέμπο αποχαιρέτησε την Αίγυπτο μέσα σε μια ατμόσφαιρα μεγάλης συγκίνησης ύστερα από τη λατρεία που της χάρισε το κοινό της, αλλά και ευτυχισμένη που θα γύριζε στην πατρίδα της. Έφτασε στον Πειραιά 16 Φεβρουαρίου του 1946, με το σημαιοστολισμένο αντιτορπιλικό “ΚΡΗΤΗ”. Στο επόμενο διάστημα ως το τέλος του 1946 η Βέμπο από τη σκηνή του θεάτρου “ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ” λάνσαρε τη μεγάλη επιτυχία της, «Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου» σε μουσική Λεό Ραπίτη και στίχους Μίμη Τραϊφόρου. Η επιθεώρηση ήταν γεμάτη εθνικό παλμό, με συγγραφείς Τραϊφόρο – Βασιλειάδη και μουσική του Λεό Ραπίτη, εξέφραζε το παράπονο της χώρας για την αδικία που της είχαν κάνει οι μεγάλοι στην μοιρασιά στέλνοντας το μήνυμα της συμφιλίωσης προς όλους τους Έλληνες.
Την περίοδο αυτή ο αδελφός της Γεώργιος την πείθει να πάνε για περιοδεία στην Αμερική, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις του Τραϊφόρου. Εκεί γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Έλληνες και Αμερικανοί τρέχουν να τη γνωρίσουν και να την ακούσουν από κοντά. Την είχαν ¨γνωρίσει¨ από τους δίσκους της, τώρα είναι μπροστά τους η φωνή της Ελλάδας, η φωνή της αντίστασης.
Επιστρέφοντας από την Αμερική οργάνωσε περιοδείες για να συγκεντρώσει χρήματα ώστε να αποκτήσει δικό της θέατρο. Η πρεμιέρα στο θέατρο “ΒΕΜΠΟ” δόθηκε στις 18 Ιουνίου του 1950. Ανέβασε την επιθεώρηση «Βίρα τις Άγκυρες» και συγγραφείς ήταν οι Μίμης Τραϊφόρος και Γιώργος Γιαννακόπουλος.
Συμμετείχε στο έργο του Κακογιάννη, «Στέλλα». Όταν «πέφτουν» τα ονόματα το μόνο όνομα που το μέγεθος των γραμμάτων του είναι ίδιο με εκείνο της πρωταγωνίστριας Μελίνας Μερκούρη, είναι της Σοφίας Βέμπο.
Το Νοέμβριο του 1973 την τραγική βραδιά του Πολυτεχνείου, το σπίτι της στην οδό Στουρνάρα εκατό μέτρα από τα γεγονότα, έγινε καταφύγιο για δεκάδες νέους τραυματισμένους. Το πρωί που οι αστυνομικοί κτύπησαν την πόρτα της τη ρώτησαν αν είχε φιλοξενήσει κόσμο στο σπίτι της. Τους απαντά «Βεβαίως και φιλοξένησα. Κι εσείς αν μου χτυπούσατε την πόρτα τρέμοντας από φόβο και με σπασμένα κεφάλια το ίδιο θα έκανα!!». Με απόλυτη ασφάλεια έφυγαν αργότερα για τα σπίτια τους όλοι οι φιλοξενούμενοί της.
Μετοίκησε στη ζώνη των αθανάτων στις 11 Μαρτίου του 1978, ήσυχη για το ότι έκανε το χρέος της απέναντι στην Πατρίδα της, για την οποία μόνο έδωσε.
«Όσο μεγάλωνα τόσο γινόταν συνείδησις μέσα μου ο προορισμός της ζωής μου. Και προορισμός μου επίστευα πως ήταν να παντρευτώ και να δημιουργήσω δική μου οικογένεια. Εάν μου έλεγαν τότε ότι το 1947 θα ήμουν ανύπανδρη και θα είχα ως επάγγελμα να λέω τραγούδια στο θέατρο, ομολογώ πως θα εθύμωνα πολύ και ίσως έβαζα τα κλάματα. Στο σπίτι μου επίστευαν και με εδίδασκαν ότι έπρεπε να γίνω μια καλή νοικοκυρά, μια τρυφερή σύζυγος και μια στοργική μητέρα», γράφει εις την αυτοβιογραφία της, η οποία δημοσιεύτηκε από την Πέμπτη 15 Μαΐου ως το Σάββατο 25 Ιουλίου 1947, όταν βρισκόταν σε περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτά πίστευε, αυτά ονειρευότανε. Άλλες οι βουλές του Κυρίου. Κέρδισε την κοσμική αθανασία και μια θέση στην Ιστορία.
Αυτή είναι εν συντομία η ζωή της Σοφίας Βέμπο που στην πραγματικότητα το πατρικό της όνομα ήταν Μπέμπου, το οποίο άλλαξε νόμιμα σε Βέμπο, όπως την αποκαλούσαν οι θαυμαστές της.
Σημείωση: Πηγή των κειμένων είναι τα βιβλία του επίσημου βιογράφου της Ανδρέα Μαμάη, «Σοφία Βέμπο η φωνή της Ελλάδας», των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ, και το λεύκωμα «ΒΕΜΠΟ» των εκδόσεων ΠΑΤΑΚΗ ων. Κάποιες αναφορές εις το κείμενο είναι από το λεύκωμα της Κατερίνας Κ. Πετρίδου «Σοφία Βέμπο».
Το τραγούδι «Παιδιά, της Ελλάδας παιδιά»
«Μεσ’ τους δρόμους τριγυρνάνε οι μανάδες και κοιτάνε ν’ αντικρίσουνε,
τα παιδιά τους π’ ορκιστήκαν στο σταθμό όταν χωριστήκαν να νικήσουνε.
Μα για ‘κείνους που ‘χουν φύγει και η δόξα τους τυλίγει, ας χαιρόμαστε,
και ποτέ καμιά ας μη κλάψει, κάθε πόνο της ας κάψει, κι ας ευχόμαστε:
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά προσευχόμαστε όλες να ‘ρθετε ξανά.
Λέω σ’ όσες αγαπούνε και για κάποιον ξενυχτούνε και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα σε μια τίμια Ελληνοπούλα, δεν ταιριάζουνε.
Ελληνίδες του Ζαλόγγου και της πόλης και του λόγγου και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε, υπερήφανα ασκούμε σαν Σουλιώτισσες.
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά προσευχόμαστε όλες να `ρθετε ξανά.
Με της νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά».